Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης γράφει στο Debut.gr για το φλέγον ζήτημα των δανεικών ποδοσφαιριστών, που κάθε χρόνο λαμβάνει διαστάσεις σκανδάλου στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Σε κάθε μεταγραφική περίοδο αυτό που απασχολεί την μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου δεν είναι μόνο η αγοραπωλησίες των ομάδων, αλλά και το ποιες από αυτές πραγματοποιούν δανεισμούς παικτών σε άλλες ομάδες, ή αντίστοιχα το αν δέχονται και αυτές οι ίδιες δανεικούς παίκτες.

Το βάρος σαφώς μετατοπίζεται στους λεγόμενους «μεγάλους» του πρωταθλήματος οι οποίοι ως επί το πλείστον αποτελούσαν παλιότερα οι τρεις του Λεκανοπεδίου, και με τον ΠΑΟΚ τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω της οικονομικής του ευρωστίας, να έχει ενταχθεί και αυτός στο συγκεκριμένο γκρουπ.

Η καχυποψία πηγάζει από το γεγονός πως η εκάστοτε ομάδα που δανείζει έναν παίκτη σε μια άλλη, αυτόματα αποκτά και κάποιες σχέσεις εξάρτησης με την δανειζόμενη ομάδα, οι οποίες σχέσεις στα μάτια των περισσότερων φαντάζουν από ύποπτες και φτάνουν μέχρι και στην «παραρτηματοποίηση» της εκάστοτε ομάδας.

Να σας πω την αλήθεια δεν έχω κανένα λόγο να το αμφισβητήσω αυτό. Όντως το έχω παρατηρήσει αυτό να συμβαίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και αυτό ουσιαστικά πλήττει κατά κύριο λόγο την αξιοπιστία του πρωταθλήματος στα μάτια των θεατών.

Πάμε όμως να ελέγξουμε το κατά πόσο ο δανεισμός ενός παίκτη ωφελεί τον ανταγωνισμό. Σίγουρα ένας παίκτης είναι πολύ προτιμότερο να έχει αγωνιστικά λεπτά στα πόδια του, παρά να ζεσταίνει τον πάγκο της εκάστοτε ομάδας. Συμφωνώ ότι με κάποιο τρόπο κάποιοι ποδοσφαιριστές θα πρέπει να τους παρέχεται η δυνατότητα, πέραν της μεταγραφής τους, να μπορούν να επανδρώνουν άλλους συλλόγους.

Είναι μια φτηνή λύση θα έλεγα για μερικές ομάδες το να μπορούν να εντάξουν στο δυναμικό τους 1-2 παίκτες, ειδικά την περίοδο του Γενάρη, οι οποίοι θα μπορούν να προσφέρουν και σχετικά άμεσα, και δεν θα είναι και τελείως άγνωστοι. Κλασσικό παράδειγμα τα τελευταία χρόνια ο Ατρόμητος, όπου με δανεικούς παίκτες κατόρθωσε να επιδείξει ένα ανταγωνιστικότατο σύνολο, αναδεικνύοντας μάλιστα παίκτες που δεν θα αγωνίζονταν την δεδομένη στιγμή στις ομάδες τους. Κάπου εδώ όμως τελειώνει και το καλό του πράγματος.

Δεν θα αναφερθώ στην οποιαδήποτε σχέση εξάρτησης που μπορεί να υπάρχει κατά την πραγματοποίηση ενός δανεισμού, αφενός μεν γιατί δεν έχω κάποια απόδειξη παρά μόνο το ένστικτο μου, και κατά δεύτερον γιατί θέλω να το δω από το καθαρά ποδοσφαιρικό πρίσμα.

Είναι συχνό φαινόμενο στην Ελλάδα, μερικοί σύλλογοι να αποκτούν ένα ποδοσφαιριστή που έχει κάνει μια καλή εμφάνιση με την προηγούμενη ομάδα του, και ενώ όλοι περιμένουν να τον δουν να αγωνίζεται με ένα, θεωρητικά, ανταγωνιστικό σύλλογο, ξαφνικά μαθαίνουμε ότι δίνετε δανεικός είτε στην ίδια ομάδα από όπου αποκτήθηκε, είτε σε σύλλογο αντίστοιχου βεληνεκούς με αυτόν που ήταν.

Αυτό για μένα είναι κατάντια. Δεν υπάρχει χειρότερο χαντάκωμα για έναν παίκτη του να πραγματοποιεί μια μεταγραφή και την ίδια στιγμή να δίνεται στο καπάκι δανεικός. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να μην το δω καχύποπτα, διότι με βάζει στην σκέψη να υποθέσω πως η ομάδα που πραγματοποίησε την μεταγραφή του, δεν το έκανε με γνώμονα την ενίσχυση του ρόστερ της, αλλά με το δόγμα του «αποκτώ τον παίκτη πρώτος, για να μην τον αποκτήσει κανείς από τους αντιπάλους μου».

Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Σχεδόν η πλειοψηφία των παικτών που ακολουθούν αυτό το δρόμο, να χάνονται κάπου στην πορεία, και ποτέ να μην ξαναφτάνουν στο επίπεδο που ήταν. Τα παραδείγματα τέτοιων παικτών είναι πολλά, και δυστυχώς στην πλειοψηφία τους πρόκειται για Έλληνες παίκτες, που ποτέ δεν μάθαμε που θα μπορούσαν να φτάσουν.

Η λύση του προβλήματος για μένα είναι μία. Αυστηρά στην πρώτη κατηγορία ο αριθμός των δανεικών που θα μπορεί να δίνει μία ομάδα να είναι μέχρι τρεις παίκτες, και αυτοί όχι στην ίδια ομάδα. Δεν θεωρώ ότι πρέπει να εκλείψει ο συγκεκριμένος θεσμός, γιατί όντως μέσα από αυτόν μπορούν να βοηθηθούν αρκετά νέα παιδιά, όχι όμως να ανεχόμαστε και τον εξευτελισμό της αξιοπιστίας του πρωταθλήματος και του χαντακώματος των ίδιων των ποδοσφαιριστών.