Η συγκλονιστική ιστορία της Γιούσρα Μαρντίνι που κολύμπησε στα νερά του Αιγαίου και έφτασε μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ορισμένες φορές καλό είναι να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να εκτιμάμε όσα έχουμε. Όποιες κι αν είναι οι καταστάσεις. Έτσι και η Γιούσρα Μαρντίνι, αναγκάστηκε να αφήσει πίσω της όσα θεωρούσε δεδομένα και να κυνηγήσει μια καλύτερη ζωή. Μακριά από τον πόλεμο που γινόταν (και γίνεται) στη χώρα της. Τη Συρία. Ως κολυμβήτρια, το όνειρο της νεαρής κοπέλας ήταν φυσικά η συμμετοχή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και το να έμενε στην πατρίδα της δεν θα την ωφελούσε σε τίποτα. Αντίθετα, ρίσκαρε, έγινε πρόσφυγας, πάλεψε με τα κύματα του Αιγαίου και μετατράπηκε σε έμπνευση για εκατομμύρια ανθρώπους σε αυτή την υγρή σφαίρα που αποκαλούμε πλανήτη Γη.

Η Γιούσρα μπόρεσε να κάνει αυτό που ονειρευόταν πραγματικότητα. Να βρεθεί στο Ρίο το 2016. Μπορεί να μην εκπροσώπησε τη χώρα της. Εκπροσώπησε όμως εκατομμύρια πρόσφυγες που είδαν τις ζωές τους να καταστρέφονται από τη δίνη του πολέμου. Εκπροσώπησε όλους εκείνους που πνίγηκαν στα νερά του Αιγαίου –και του κάθε Αιγαίου- και δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Γιατί η Γιούσρα ήξερε κολύμπι και δεν κολύμπησε μόνο μέχρι τη Λέσβο. Κολύμπησε μέχρι το Ρίο και μας έδειξε για άλλη μια φορά πως η ανθρώπινη θέληση μπορεί να οδηγήσει στη… γη της επαγγελίας.

Η όλη ιστορία έλαβε χώρα από το 2015 μέχρι το 2016. Και πλέον έγινε ταινία από το Netflix (The Swimmers). Μια ταινία που αξίζει να αφιερώσει κάποιος δύο ώρες από τη ζωή του. Για να ζήσει έστω και μέσω της οθόνης όσα πέρασε αυτό το κορίτσι για να καταλήξει να κερδίζει ένα προκριματικό Ολυμπιακών αγώνων. Μια ιστορία που μπορεί να μοιάζει με παραμύθι, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή.

Όταν όλα ξεκίνησαν

«Πρώτα κολύμπησα, μετά περπάτησα», με αυτή την φράση η Γιούσρα Μαρντίνι καλωσόριζε όποιον διάβαζε το βιβλίο, με τίτλο «Πεταλούδα», που μιλά για τη ζωή της. Από τριών ετών έμαθε να… ζει μέσα στο νερό. Ο πατέρας της ήταν επίσης κολυμβητής αλλά κλήθηκε στον στρατό και η καριέρα του πήγε στράφι. Όμως εκείνη και η αδερφή της, Σάρα, το προσπάθησαν. Με εκείνον προπονητή. Όταν ο πόλεμος ξέσπασε το 2011 η Γιούσρα ήταν 13 ετών. Έμαθε να προπονείται και γύρω να σκάνε οι βόμβες. Το κολυμβητήριο είχε μια τεράστια τρύπα στην οροφή. Όμως δεν το έβαζε κάτω. Επειδή στόχος ήταν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Κάποια στιγμή.

Τα χρόνια πέρασαν και φτάνουμε στο 2015. Σε ηλικία 17 ετών πια, η Γιούσρα καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει μέλλον στην πατρίδα της. Οι ευκαιρίες που ζητά για να κάνει αυτό που αγαπά δεν πρόκειται να έρθουν. Πιο πιθανό ήταν να σκοτωθεί σε κάποιον από τους βομβαρδισμούς. Όπως είχε συμβεί με αρκετούς γνωστούς της. Γι’ αυτό πήρε την απόφαση μαζί με την αδερφή της να φύγουν για τη Γερμανία.

Οι γονείς της -και ειδικά ο πατέρας της- αρνήθηκαν. Κυρίως λόγω φόβου. Όμως εν τέλει πείστηκαν. Το πλάνο έλεγε να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί να αναζητήσουν τρόπο να περάσουν στην κεντρική Ευρώπη μέσω της Βουλγαρίας. Όταν έφτασαν στην Πόλη τα πράγματα άλλαξαν. Και επέλεξαν να περάσουν με βάρκα προς τη Λέσβο. Αρχικά μεταφέρθηκαν στα παράλια της Σμύρνης από τους διακινητές. Και εκεί είναι που ουσιαστικά ξεκινά η περιπέτεια.

Η νύχτα στο Αιγαίο

Πλήρωσαν 2.000 ευρώ το κεφάλι για να μπουν σε ένα φουσκωτό και να περάσουν απέναντι. Συνολικά 20 άτομα. Το ταξίδι ξεκίνησε όμως θα ήταν εφιαλτικό. Λίγα λεπτά μετά η μηχανή σταμάτησε. Το σκάφος ακυβέρνητο παρασυρόταν από τα κύματα και όπως ήταν λογικό έφερε πανικό. Η Σάρα πήρε τη μεγάλη απόφαση να πέσει στο νερό. Δεμένη με σκοινιά από τη βάρκα για να την ελαφρύνει.

Ελάχιστα αργότερα ακολούθησε και η Γιούσρα, που δεν μπορούσε να αφήσει μόνη την αδερφή της. Στο νερό έπεσαν και άλλα δύο άτομα. Τα δύο κορίτσια κολύμπησαν για σχεδόν 3,5 ώρες στο Αιγαίο «σέρνοντας» μια βάρκα. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται είναι η αλήθεια. Ξαφνικά, κι ενώ η Γιούσρα ήταν εντελώς εξαντλημένη από την κούραση και τον φόβο, η μηχανή άρχισε να δουλεύει. Έτσι όλοι κατάφεραν να φτάσουν στη Λέσβο σώοι και αβλαβείς.

Το ταξίδι της Γιούσρα προς τη Γερμανία και η γνωριμία που της άλλαξε τη ζωή

Το ότι έφτασαν στη Λέσβο ήταν μια τεράστια νίκη. Άλλωστε όπως είπε και η Σάρα: «πόσο ανόητο θα ήταν να πεθάνουν κολυμβήτριες στη θάλασσα». Αυτό δεν ήταν όμως και το τέλος του ταξιδιού. Χρειάστηκε να διασχίσουν ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής Ευρώπης με τα πόδια. Στο διάστημα αυτό η Γιούσρα αναγκάστηκε να κρυφτεί σε χωράφια, να αντιμετωπίσει την ουγγρική αστυνομία. Να περιμένει μέρες ολόκληρες εγκλωβισμένη σε γραφειοκρατικά αδιέξοδα. Δεν το έβαλε ποτέ κάτω όμως και παρά τις δυσκολίες κατάφερε να φτάσει στο Βερολίνο.

Εκεί, έπειτα από ένα μικρό διάστημα, μπόρεσε να γνωρίσει και τον προπονητή της, Σβεν Σπάνεκρεμπς. Ένας άνθρωπος που βοήθησε τις αδερφές Μαρντίνι να εγκατασταθούν στην πόλη. Και έδωσε στη Γιούσρα τη δυνατότητα να παραμείνει στο μεγάλο κυνήγι του ονείρου της. Με τον δρόμο πλέον ανοιχτό άρπαξε την ευκαιρία που της έδωσε η Ολυμπιακή Επιτροπή.

Εκείνον τον καιρό, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί μια ομάδα προσφύγων που θα έπαιρνε μέρος στους αγώνες. Δούλεψε σκληρά και κέρδισε τη συμμετοχή της. Μπορεί να μην είχε τη δυνατότητα να εκπροσωπήσει τη Συρία. Είχε όμως τη δυνατότητα να εκπροσωπήσει εκατομμύρια ανθρώπους που είχαν χάσει το σπίτι τους και τη ζωή τους.

Η ύψιστη τιμή για τη Γιούσρα

Ίσως το πιο σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή της να γράφτηκε στο Ρίο. Όχι επειδή έφτασε απλά στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά για τη σημασία που είχε η όλη συμμετοχή της για τον πλανήτη. Δεν είχε να κάνει με τα μετάλλια και τους χρόνους. Ήταν κάτι ανώτερο. Ήταν το μέρος που μπόρεσε να αφηγηθεί την ιστορία της. Να μάθει όλος ο κόσμος πως ακόμα κι όταν όλα έμοιαζαν να χάνονται, εκείνη τα κατάφερε. Όταν μπήκε για πρώτη φορά στο Μαρακανά σάστισε. «Την στιγμή που μπήκα στο γήπεδο με την ομάδα είδα τους πάντες όρθιους. Είχα ανατριχιάσει. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Εκεί συνειδητοποίησα πως δεν έχει να κάνει με μένα, αλλά με εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο», ανέφερε η ίδια για την εμπειρία της.

Και έτσι έφτασε η ώρα. Ο προκριματικός. Για να κάνει αυτό που ξέρει καλά. Να κολυμπά. Ανέβηκε στον βατήρα και έπεσε στο νερό. Όπως είχε κάνει και στο Αιγαίο. Όμως αυτή τη φορά δεν θα έσωζε ζωές. Θα τις εκπροσωπούσε. Στα 100μ. πεταλούδα, άνοιξε τα… φτερά της και διέσχισε την πισίνα. Κολύμπησε για τη μικρή Γιούσρα που ζούσε το όνειρό της. Για τον πατέρα της. Για τον προπονητή της. Για όσους πέθαναν πασχίζοντας να βρουν μια νέα ζωή. Και τερμάτισε πρώτη. Σε 1:09.21 που ήταν και βελτίωση του προσωπικού της χρόνου. Όμως δεν είχε καμία σημασία για εκείνη. Όπως και το ότι δεν κατάφερε να μπει στην ημιτελική σειρά. Ήταν τόσο μεγαλύτερο αυτό που είχε πετύχει απλά με το να είναι εκεί.

Το 2020 επέλεξε να αγωνιστεί εκ νέου για την Ολυμπιακή Ομάδα Προσφύγων. Σήμερα είναι πρέσβειρα καλής θέλησης της UNHCR (Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ) και πάνω από όλα φωνή όλων των προσφύγων του κόσμου.

«Με χαρακτήρισαν ηρωίδα επειδή ο κόσμος έχει ανάγκη από ήρωες», γράφει στο βιβλίο της. Και ποιος μπορεί να αδικήσει τον κόσμο; Γιατί η Γιούσρα Μαρντίνι, ένα απλό κορίτσι από τη Συρία, έδειξε σε όλους πως μπορούν να επιβιώσουν κόντρα στις πιθανότητες. Χαράζοντας τη δική τους πορεία…