Γιατί τέτοιο αντίο βρε Ζιντάν;
Ο Ζινεντίν Ζιντάν αποχαιρέτησε τον ποδοσφαιρικό πλανήτη με έναν ιδιαίτερα άδοξο τρόπο και ο Παναγιώτης Σωτηρίου ταξιδεύει πίσω στις 9 Ιουλίου του 2006.
Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα λίγο διαφορετικό από τα υπόλοιπα, μιας και ήταν η μέρα του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το ημερολόγιο έδειχνε 9 Ιουλίου του 2006 με την Γαλλία και την Ιταλία να βρίσκονται μία νίκη μακριά από την κορυφή του κόσμου. Μία παράσταση από τους Τότι, Καμορανέζι, Πίρλο κ.α. απέναντι στους Ζιντάν, Ανρί και Ριμπερί κ.α. Εικόνες διάσπαρτες γίνονται καρέ και σχηματίζουν την ταινία των αναμνήσεων.
Σουβλάκια, τελικός, πάμε
Τα σουβλάκια στην ώρα τους, η τηλεόραση στην βεράντα, μυρωδιές από τζατζίκι και φιδάκι. Τόσο ο μπαμπάς, όσο και ο παππούς υποστήριζαν το… ποδόσφαιρο, οπότε και εγώ δεν είχα επιλογή πέραν του να απολαύσω τον αγώνα ουδέτερα. Μόλις στο 7′ ο «Ζιζού» έκανε το 1-0 με πέναλτι «πανένκα» και η αλήθεια είναι πως μικροί, όλοι θέλαμε να είμαστε με τους νικητές. Σύντομα, συγκεκριμένα στο 19′, ο Ματεράτσι γίνεται για πρώτη φορά πρωταγωνιστής στην ιστορία, καθώς έφερε το ματς σε ισοπαλία. Η αλήθεια είναι ότι για εμένα ήταν πια αργά, ένιωθα ότι όλη μου την ζωή (6μιση χρόνια) υποστήριζα την Γαλλία.
Φάσεις, φωνές, μπαλίτσα στο γκαζόν στο ημίχρονο, εκεί που για λίγα λεπτά έκανα την «ρουλέτα» του Ζιντάν, τις πάσες του Πίρλο και τα τελειώματα του Ανρί. Για 10′ έπαιζα κι εγώ στον τελικό, αλλά όλα σταμάτησαν με τις φωνές της μητέρας μου που έτρεχα φαγωμένος. Γι αυτό κι εγώ πήγα και ζωγράφισα με έναν σκούρο ανεξίτηλο μαρκαδόρο ένα περικάρπιο, για να πανηγυρίσω ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Σταθερός στις προτιμήσεις μου (ή αλλιώς πουλημένο… τομάρι όπως με φώναζε η μητέρα μου επίσης) πήγα με καμάρι να το δείξω στους υπόλοιπους, με αποτέλεσμα να χάσω τα πρώτα λεπτά του δεύτερου ημιχρόνου, επειδή με ανάγκασαν υπό την απειλή τιμωρίας να το βγάλω.
Όχι έτσι βρε Ζιντάν
Οι αναμνήσεις με οδηγούν κατευθείαν στην παράταση και σε μία από τις ποδοσφαιρικές στιγμές που με έχουν στιγματίσει. Η μπάλα παίζεται, δημιουργείται φασαρία στην κερκίδα και το πλάνο αλλάζει ύστερα από ένα σφύριγμα του διαιτητή. Στις οθόνες μας ήταν ο Ζιντάν και μετά ένα ριπλέι που τον έδειχνε να μιλάει με τον Ματεράτσι. Οι δυο τους προχώρησαν λίγο και ο «Ζιζού» γύρισε και τον κουτούλησε στο στέρνο. Κανείς μας δεν το πίστευε, ήταν κάτι εντελώς απρόσμενο. Ο Γάλλος αποβλήθηκε και τελείως ψυχρά κατευθύνθηκε προς τα αποδυτήρια. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ο Ζιντάν.
Φαινόταν στα παιδικά μου μάτια ότι δεν προσπαθούσε πολύ για να έχει αυτήν την επίδοση, λες και ο καθένας μπορούσε να κάνει ό,τι και εκείνος. Παράλληλα, πάντα ανέκφραστος με σοβαρό ύφος, σε βαθμό που πίστευα πως δεν έχει συναισθήματα, εκτός από αυτό της δίψας για την νίκη. Μερικές φορές ένιωθα ό,τι τηλεμεταφερόταν στον αγωνιστικό χώρο, ήταν μία ομάδα μόνος του. Ο αγώνας οδηγήθηκε στα πέναλτι, ο Φάμπιο Γκρόσο ευστόχησε στο τελευταίο και η Ιταλία ήταν Παγκόσμια Πρωταθλήτρια. Η ατμόσφαιρα όμως δεν έμοιαζε με αυτή που θα άρμοζε στο φινάλε ενός τελικού σαν αυτόν. Ήταν σαν να είχαμε μείνει όλοι στο 110′ και το αντίο του Ζιντάν στο ποδόσφαιρο. Μία σκέψη με βασάνιζε, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό μου. «Μα γιατί βρε Ζιντάν;».
Ο Γάλλος -πλέον- προπονητής είχε βραβευθεί ως ο πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης, αλλά ο τρόπος με τον οποία έφυγε από το γήπεδο για τελευταία φορά είναι αυτός που σχηματίζει κανείς στο μυαλό του όταν ακούει το όνομα Ζιντάν. Η μοίρα δεν επιφύλασσε για εκείνον έναν επίλογο αντάξιο μιας καριέρας σαν την δική του. Και μέχρι το τέλος του χρόνου, στα ποδοσφαιρικά ταξίδια του νου, δίπλα στο όνομα του θα αραδιάζει ένα λυπηρό γιατί.