Ο Τόνι Κούκοτς έστω και αργοπορημένα θα ενταχθεί στο Hall Of Fame και ο Κωνσταντίνος Κολοβός αποθεώνει έναν πραγματικό εμπνευστή του Ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.

Καλώς τον δεχθήκαμε, ακόμα και αν ο Τόνι Κούκοτς… βρήκε κίνηση στην απέραντη χαρτούρα και της βιασύνης σπουδαίων άλλων αθλητών να παραβρεθούν στο πόντιουμ του Hall of Fame.

Μποτιλιάρισμα θα το χαρακτήριζαν κόσμια οι φίλοι του Ευρωπαϊκού μπάσκετ, που χρόνια τώρα διαμαρτύρονται για την αδικαιολόγητη καθυστέρησή που υπομένει ένας εκ των ζωντανών θρύλων που πάραξε ποτέ η Ευρώπη. Ο Τόνι Κούκοτς ήταν το πρότυπο παίκτη στην γηραιά ήπειρο, ένα διαμάντι που έλαμπε όσο κανένα και ικανοποιούσε με μία του ενέργεια και τον πιο απαιτητικό θεατή. Το ταλέντο του μεταμόρφωνε κάθε τι αδύνατο, σε δυνατό.

Η αλήθεια είναι ότι είναι νωρίς να αναμένουμε την είσοδο του Κροάτη… φιλοσόφου στο Πάνθεον του Αμερικάνικου μπάσκετ, όμως η χαρά της παρουσίας του στην draft class του 2021 με ξεσήκωσε και το συγκεκριμένο κείμενο το σχεδίαζα από τη μέρα που έγινε ευρέως γνωστό. Μαζί με τον πάντα πιστό Κέλτη Πολ Πιρς, τον Κρις Ουέμπερ (που το καρτερούσε οκτώ χρόνια), τον εξαιρετικά άτυχο Κρις Μπος και το κινούμενο τοίχος… με το όνομα Μπεν Ουάλας, τον αείμνηστο Ρικ Άντελμαν και φυσικά τον Μπιλ Ράσελ, ο οποίος θα ενταχθεί με την ιδιότητα – και –  του προπονητή καθώς υπήρξε ο πρώτος μαύρος τεχνικός στα χρονικά της Λίγκας.

Διόλου αμελητέα η ακόλουθη ιεροτελεστία, σπουδαία ονόματα θα παρελάσουν, θα ντυθούν με τα απαραίτητα κοσμήματα και θα φέρουν στο μικροσκόπιο (α)γνωστές πτυχές μιας άκρως επιτυχημένης πορείας στο καλύτερο πρωτάθλημα του πλανήτη, και όχι μόνο.

Έφτασε η ώρα να δούμε τον Τόνι Κούκοτς να λάβει και αυτή την αναγνώριση, όχι που θα την άφηνε ο λεγάμενος. Όπου δοξαστική συνέλευση, πρόσκληση και εκείνος…

Του αποστάλθηκε μία και από τα μέρη μας, με χρώμα κόκκινο στην υποσημείωση…

Παραλίγο να τον δούμε στα καθ΄ ημάς, στην χώρα που η νύχτα κρατάει πιο πολύ, στην χώρα που γιγαντώθηκε εξαιτίας της Γιουγκοσλαβικής παρέμβασης τη δεκαετία του ΄80… στην Ελλάδα!

Πρόκειται για αποδεδειγμένο γεγονός, όχι μία εικασία στο «κουτουρού».

Ο Ολυμπιακός με προπονητή τον νεαρό Ηλία Ζούρο στις αρχές της νέας χιλιετίας, αφού διαδέχθηκε τον Γιάννη Ιωαννίδη, έψαχνε απεγνωσμένα λύσεις για να επιστρέψει σύντομα στην κορυφή τόσο της Ευρώπης, όσο και του ελληνικού πρωταθλήματος. Ο Σωκράτης Κόκκαλης τον εμπιστευόταν και παρά τις παραξενιές που τον συνόδευαν πάντα… άκουγε με ενδιαφέρον όσα του επισήμανε ο Έλληνας προπονητής.

Ο Κούκοτς εκείνη την περίοδο ήταν ελεύθερος και μπορούσε να διαπραγματευτεί τον επόμενο σταθμό της καριέρας του. Το ενδεχόμενο να συνεχίσει στους Σικάγο Μπουλς ήταν ιδιαίτερα απίθανο, καθώς ο κύκλος απόλυτης ηγεμονίας για τους «ταύρους» είχε κλείσει οριστικά, έτσι έπειτα από μία γεμάτη επταετία, κοιτούσε τον επόμενο σταθμό.

Χτύπησαν τη πόρτα του «Ροζ Πάνθηρα» οι Ερυθρόλευκοι, δε καθυστερήσαν και έβαλαν μπρος για μια μεταγραφή που θα τάραζε αδιαπραγμάτευτα τα λιμνάζουσα νερά του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Η ομάδα από τον Πειραιά πρόσφερε ένα συμβόλαιο 3.000.000 δολαρίων για έναν χρόνο, όμως ο Κούκοτς απαίτησε κλειστό τριετές, πράγμα που θα σήμανε ότι το κασέ θα ανέβαινε κοντά στα 10.000.000 μαζί με τα παρελκόμενα.

Με αυτά και με εκείνα, η υπόθεση οδηγήθηκε σε αδιέξοδο για τις δύο πλευρές, με τον τρεις φορές πρωταθλητή κόσμου να καταλήγει στους Σίξερς. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, θα το χαρακτηρίζαμε ως το δικό του «I’m back», και ποιος ξέρει… ίσως να του έμπαιναν ιδέες για ένα ντοκιμαντέρ!

Μάλιστα, το ίδιο καλοκαίρι ο Σωκράτης Κόκκαλης είχε ξεστομίσει την μυθική ατάκα, για έναν Αργεντινό γκαρντ που αγωνιζόταν τότε στην Ρέτζιο Καλάμπρια και οι δύο μεριές αδυνατούσαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση στο buy-out.

«Εγώ δεν δίνω ένα εκατομμύριο για να τον φέρω και να πάρω πίσω τα μισά, όταν φύγει»!

Αυτός ο κύριος λεγόταν Μάνου Τζινόμπιλι, που υπό τις οδηγίες του Έτορε Μεσίνα στην Κίντερ Μπολόνια καθιερώθηκε ως ένας εκ των κορυφαίων παικτών που είδε ποτέ η Ευρώπη… η συνέχεια γνωστή!

Και αν ο χρυσός Ολυμπιονίκης στην Αθήνα το 2004 χρειάστηκε λίγο χρόνο ώστε να φανερώσει τι ταλέντο διαθέτει, η αράχνη από το Σπλιτ από νεανίας αποτελούσε πρωτόγνωρη στόφα αθλητή εκείνη τη περίοδο. Τα χαρακτηριστικά του βγαλμένα από άλλη εποχή, πολλοί αναφέρουν πως σήμερα θα αναδείκνυε πλήρως τις ικανότητές του, ειδικότερα στην Αμερική.

Ο Κούκοτς ήταν σαν τον Φάνη, μπορούσε να αγωνιστεί σε όλες τις θέσεις δίχως πρόβλημα. Με ύψος 2.11 μ. ήταν πανταχού παρόν στο παρκέ… περιφέρεια και ζωγραφιστό. Το μυαλό του «στρόφαρε» γρηγορότερα από τον καθένα, γνώριζε απέξω και ανακατωτά κάθε πιθανό κόψιμο συμπαίκτη του, κατέβαζε την μπάλα σαν γκαρντ και την χάιδευε καθώς χτύπαγε απαλά στα γυαλιστερά παρκέ. Φυσικά, αν έκανες το λάθος να του αφήσεις ελάχιστο χώρο δε δίσταζε να μπουμπουνίσει από την περιφέρεια με το αρχοντικό του στυλ.

Όπως στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κάτω των 19 στο Μπόρμιο της Ιταλίας, όπου στις 5 Ιουλίου του 1987 η Γιουγκοσλαβία υπέταξε την Εθνική Αμερικής του Λάρι Μπράουν στον τελικό, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο. Αυτή είναι η μισή ιστορία, η υπόλοιπη μισή και σαφώς πιο συναρπαστική, είναι πως ο Τόνι Κούκοτς έκανε σουαρέ απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες… ευστοχώντας σε 11 τρίποντα σε 12 προσπάθειες και σκοράροντας συνολικά 37 πόντους!

Ποια Αμερική κύριοι, μου λέτε…;

Όταν σε έπειθε ότι δεν είναι να αστειεύεσαι με εκείνον, τότε ήσουν σαν ναυαγός στο πέλαγος. Έβγαζε κάθε βέλος από τη φαρέτρα του και σε σημάδευε. Στην ευρωπαϊκή συνείδηση πέρασε κυρίως για την δυνατότητα να περνάει πάσες μέσα από την κλειδαρότρυπα, να βρίσκει τον συμπαίκτη του απροσδόκητα, με μία μονάχα του κίνηση.

Αρτίστας με τα όλα του, για τους μυημένους γνωστός και ως ο «σερβιτόρος»!

Πραγματικός ποιητής, όταν ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς χαρακτήρισε τον Τόνι Κούκοτς ποιητή του μπάσκετ τα είπε όλα! Οι δυο τους γνωρίζονται καλά από την κοινή παρουσία τους (1986-90) στην σπουδαία Γιουγκοπλάστικα που τρομοκρατούσε την Ευρώπη με το άπλετο ταλέντο που διέθετε στο ρόστερ της. Ο Μάλκοβιτς έχει παρακολουθήσει με τα ίδια του μάτια τον Κροάτη forward να σαγηνεύει τον κόσμο και προς τιμήν του στο βιογραφικό του με κίτρινο στάμπιλο αναγράφεται πως είναι ο μέντορας ενός εκ των σοφότερων διαφωτιστών που εκτελούσαν χρέη Λέκτορα στην Ευρώπη. Τρανό παράσημο!

Στην αχτύπητη Γιουγκοπλάστικα σκαρφάλωσε τρεις φορές το Έβερεστ, τρεις διαδοχικές (1989-91) κερδίζοντας το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη δις. Μετακόμισε στην Μπενετόν Τρεβίζο τη σεζόν 1991-92 και την επόμενη χρονιά οδήγησε την ιταλική ομάδα μέχρι τον τελικό που διεξήχθη στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας κόντρα στη Λιμόζ του μέντορα του. Στο «καταστροφικό» μπάσκετ που προτιμούσε η γαλλική ομάδα, υποτάχθηκε και ο ατίθασος Κούκοτς… αν και κατέκτησε το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη του Final-4 το βράδυ εκείνο.

Στην Ελλάδα δέχθηκε το τρίτο και Έλληνας είναι αυτός που ισοφάρισε το ρεκόρ του 20 χρόνια αργότερα… ο Βασίλης Σπανούλης! Παραμένουν μέχρι τις μέρες μας οι μόνοι που κέρδισαν τη συγκεκριμένη διάκριση τρεις φορές!

Στην Αμερική μεταπήδησε ως φυσικό επακόλουθο, ο καλύτερος του «χωριού» δοκιμάστηκε ανάμεσα στους πολυδιαφημισμένους παίκτες του NBA και από την πρώτη εμφάνιση του έσβησε όλες τις δεύτερες σκέψεις προς το πρόσωπο του. Ήταν εμφανές ότι άνηκε εκεί, δε φοβόταν να πατήσει στο παρκέ, τολμούσε αδιανόητα πράγματα και η κριτική δεν τον απασχολούσε ούτε στην πρωϊνή εφημερίδα μαζί με τον καφέ του.

Τι θα μπορούσε άραγε να κάνει ο Κούκοτς αν πήγαινε σε έναν οργανισμό που θα του έδινε εξ αρχής την ελευθερία και γύρω του χτιζόταν το υπόλοιπο ρόστερ; Κανένας δε μπορεί να απαντήσει με απόλυτη σιγουριά, ένα τεράστιο ερωτηματικό. Παρόλα αυτά, σε μία αντίξοη περίοδο ο Κροάτης «έσπαγε πλάκα» με την αφέλεια κάποιων δήθεν ειδικών.

Συμμετείχε ενεργά στην επίτευξη του δεύτερου three-peat των Σικάγο Μπουλς, κέρδισε το 1996 το βραβείο του έκτου καλύτερου παίκτη της χρονιάς και αποτελούσε διαρκώς έναν διορατικό πόλο για το σύνολο του Φιλ Τζάκσον καθ’ όλη την ανέμελη πορεία τους.

Εντέλει, διόλου σημασία έχει η απλή ανάγνωση των επιτυχιών του, ξέφυγε από αυτή τη κατηγορία και προτιμότερο είναι να ενθυμείτο ως ένας άνθρωπος που με τη διαφορετική αντίληψη που διέθετε, άλλαξε μονομιάς το πως αντιλαμβανόμαστε το άθλημα. Πρωτοπόρος από κάθε οπτική γωνία και κανένας δε μπορεί να του στερήσει τη χαρά αυτή.

Φέρνω το εξής παράδειγμα στο τραπέζι: Ο Τόνι Κούκοτς σε μία χρονική περίοδο που έδενε τους μη Αμερικανούς με χειροπέδες και τους ωθούσαν να πράττουν τα απολύτως απαραίτητα και πάντοτε υπό το βλέμμα της αμφισβήτησης, σκόρπαγε μαγεία με κάθε ευκαιρία. Φανταζί μέχρι να ανατείλει ο ήλιος από τη Δύση και ταυτόχρονα λιτός όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.

Το κολπάκι που λιγοστοί επίλυσαν. Το μυαλό του χωρισμένο στο απλό και στο περίπλοκο, πάντα γνώριζε ποιο μονοπάτι να επιλέξει και πότε. Η ευφυία… το όπλο του!

Όταν τον έβλεπες να αγωνίζεται θαμπωνόσουν, επικεντρωνόσουν αποκλειστικά πάνω του και προσπαθούσες να μην χάσεις κανένα μέρος του show που θα έδινε μπροστά στα μάτια σου. Γεννημένος νικητής, αλλά ακόμα και αν δεν ήταν έμφυτο προσόν… η νίκη αποτέλεσε κάτι σαν τέχνη για εκείνον. Στο τέλος της ημέρας, ο Κούκοτς θα έφευγε αγκαλιά με το τρόπαιο.

Ουτοπία, μία θάλασσα γαλήνια, κρυστάλλινη και συνάμα φουρτουνιασμένη, έτοιμη να σε βυθίσει.

Μία πανδαισία… μία κροατική πανδαισία!