Μήπως δεν φταίει ξανά ο προπονητής στην Εθνική;
Ο προπονητής γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος σε κάθε αποτυχία μικρή ή μεγάλη που βρίσκει η Εθνική ομάδα μπάσκετ. Μήπως όμως δεν φταίει μόνο αυτό;
Η Εθνική ομάδα ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις στο Μουντομπάσκετ, κατακτώντας την 15η θέση, όντας η χειρότερη επίδοση στην ιστορία της και τα σενάρια για το ποιος θα είναι ο επόμενος προπονητής της Εθνικής ξεκίνησαν κυριολεκτικά την επόμενη μέρα. Μήπως όμως δεν είναι ευθύνη αποκλειστικά του Ιτούδη η τωρινή κατάσταση;
Η Εθνική ομάδα κατέβηκε με τρανταχτές απουσίες στο Μουντομπάσκετ. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο που επέλεξε να λείψει ήταν η πιο ισχυρή. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι Σλούκας, Καλάθης, ενώ και ο Κώστας Αντετοκούνμπο δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον τραυματισμό που τον ταλαιπωρούσε. Το “γλυκό έδεσε” όταν την τελευταία στιγμή προστέθηκε και ο τραυματισμός του Μήτογλου, αφήνοντας στην ουσία την ομάδα με μόλις ένα ψηλό, τον Παπαγιάννη. Ο Χατζηδάκης φάνηκε να μην έχει την ποιότητα, την δύναμη αλλά και τις παραστάσεις για αυτό το επίπεδο ακόμα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήρθε η 15η θέση. Είναι όμως πραγματικά αποτυχία;
Ένα μουντομπάσκετ πριν…
Πριν ακριβώς 4 χρόνια, η Εθνική αγωνίστηκε στην Κίνα για το προηγούμενο μουντομπάσκετ. Με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο στη 12άδα και με όλους τους διεθνείς διαθέσιμους. Έχοντας μάλιστα εκτός από τον Γιάννη και “παίκτες κολώνες” του ελληνικού μπάσκετ όπως ο Πρίντεζης και ο Μπουρούσης. Με επιλογή της Ομοσπονδίας να μην πάρει κάποιον “νατουραλιζέ”.
Τι κατάφερε η Εθνική έχοντας στο ρόστερ τον MVP της προηγούμενης σεζόν στο NBA αλλά και της σεζόν που ακολούθησε; Βγήκε 11η. Μόλις 4 θέσεις πάνω από την φετινή χρονιά. Φυσικά όπως και τώρα το αποτέλεσμα ερμηνεύτηκε ως απόλυτη επιτυχία. Και ακολούθησε η απόλυση του Σκουρτόπουλου από την άκρη του πάγκου. Γνωστό μοτίβο για την ελληνική πραγματικότητα.
8 αλλαγές σε συνολικά 15 χρόνια
Υπερβολικά γνωστό θα έλεγε κάποιος. Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν κάτσει στον πάγκο της Εθνικής 8 διαφορετικοί προπονητές. Όσο παράλογο και αν ακούγεται το στατιστικό είναι αληθινό. Ο προπονητής αλλάζει στην Εθνική ομάδα μπάσκετ σχεδόν σε κάθε διοργάνωση την τελευταία 15ετία. Ο τελευταίος προπονητής που άντεξε μία πενταετία στην Εθνική ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Που έχασε την θέση του, το 2008 έχοντας τερματίσει στην 5η θέση των Ολυμπιακών αγώνων, που ερμηνεύτηκε ως αποτυχία, καθώς δεν έφερε μετάλλιο. Πορεία που σήμερα θα ερμηνευόταν ως απόλυτα επιτυχημένη. Μετά από αυτόν κανένας άλλος προπονητής δεν άντεξε πάνω από 3 χρόνια ή 3 διοργανώσεις στην Εθνική. Και αν μη τι άλλο πέρασαν πολλών ειδών προπονητές και πολύ διαφορετικής φιλοσοφίας και ποιότητας. Από τον Σκουρτόπουλο και τον Μίσσα μέχρι τον Τρινκέρι και τον Καζλάουσκας αλλά και άλλες περιπτώσεις όπως ο Κατσικάρης ή ο Πιτίνο. Μήπως δεν φταίγανε όλοι αυτοί και φταίει κάτι άλλο.
Η γενιά παικτών που στελέχωσε την εθνική ομάδα την δεκαετία του 2000 έφερε τεράστιες επιτυχίες στο εθνόσημο. Η κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ και η δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο αποκλείοντας την Αμερική αποτελούν χρυσές σελίδες στην ιστορία της ομάδας. Συγχρόνως όμως αυτή η ομάδα μας έκανε κακομαθημένους. Μας έκανε απαιτητικούς. Μας έκανε να ζητάμε από την Εθνική να θέλει να πρωταγωνιστήσει σε κάθε τουρνουά. Και αυτή η δίψα για επιτυχίες έφερε έλλειψη υπομονής. Και η άκρη του πάγκου είναι απλά ο καθρέφτης που απεικονίζει αυτή την πραγματικότητα.
Η δίψα για επιτυχίες και έλλειψη υπομονής
Η Γαλλία έχει στην άκρη του πάγκου της τον Βενσάν Κολέ για 15 χρόνια. Στηρίχθηκε όταν η Γαλλία δεν έφτανε στη ζώνη των μεταλλίων, δεν απομακρύνθηκε ως αποτυχημένος. Η Τσεχία που τερμάτισε 6η στο προηγούμενο Μουντομπάσκετ, έχοντας καθόλου μπασκετική παράδοση είχε τον ίδιο προπονητή για μία δεκαετία στο πάγκο της. O Σέρχιο Ερνάντεζ ήταν για 15 χρόνια στο πάγκο της Εθνικής Αργεντινής με ένα διάλλειμα 2 χρόνων. Η Ισπανία κράτησε τον Σκαριόλο για 2 τριετίες.
Η έλλειψη υπομονής επίσης γίνεται ξεκάθαρη και στο τρόπο που αντιμετωπίζονται οι εκάστοτε καταστάσεις. Μέχρι και 3 διοργανώσεις πριν, η Ομοσπονδία κινούταν στη κατεύθυνση ότι η Εθνική δεν θα έχει νατουραλιζέ παίκτη στο ρόστερ της. Συμπλέοντας με χώρες όπως η Σερβία και Λιθουανία που μέχρι και σήμερα ακολουθούν αυτή την φιλοσοφία. Αυτό άλλαξε στο προηγούμενο Ευρωμπάσκετ όταν ήρθε ο Ντόρσεϊ. Ακόμα και μετά την αλλαγή πλεύσης υπήρξε και πάλι έλλειψη υπομονής. Αντί η Εθνική να κρατήσει τον ίδιο παίκτη σε μία προσπάθεια να χτίσει κορμό, όπως κάνουν αρκετές χώρες, έκανε αλλαγή νατουραλιζέ στην επόμενη διοργάνωση κάνοντας Έλληνα τον Γουόκαπ. Και πάλι στο βωμό της άμεσης επιτυχίας, χωρίς παρουσία κάποιου μακροχρόνιου πλάνου.
Και η έλλειψη υπομονής φέρνει και έλλειψη ταυτότητας στην ομάδα. Και αυτό με την σειρά του αποτελεί ένα ακόμη τροχοπέδη στην δρόμο προς κάποια διάκριση. Η ομάδα που είδαμε στο τελευταίο Ευρωμπάσκετ στη Γερμανία ήταν εντελώς διαφορετική από την ομάδα που είδαμε αυτό το καλοκαίρι. Θα πει κάποιος δικαιολογημένα, μα ήταν τελείως διαφορετικό το ρόστερ. Και θα έχει δίκιο. Αλλά εάν η Εθνική δεν αποκτήσει ταυτότητα είναι σχεδόν αδύνατο να επιστρέψει στις δόξες του παρελθόντος. Η χρυσή εποχή της Εθνικής από το 2004 μέχρι το 2011 είχε μία ξεκάθαρη αγωνιστική ταυτότητα και έπαιζε με ένα συγκεκριμένο τρόπο, ανεξάρτητα με το ποιοι παίκτες ήταν στο ρόστερ. Φυσικά και ο σταθερός κορμός προπονητή και παικτών βοήθησε σε αυτό.
Η εποχή που αλλάζει
Εκτός από την έλλειψη υπομονής και της απουσίας ενός μακροχρόνιου πλάνου από την Ομοσπονδία, είναι και το περιβάλλον που δεν βοηθάει οποιαδήποτε προσπάθεια επιτυχίας. Η Εθνική ομάδα των 2000s που έφερνε τις μεγάλες επιτυχίες, ανταγωνιζόταν σε μία εποχή που το μπάσκετ δεν ήταν τόσο διαδομένο στην Ευρώπη αλλά και τον κόσμο. Οι διαφορές μεταξύ των παραδοσιακών δυνάμεων του μπάσκετ και των υπολοίπων χωρών ήταν χαοτικές. Με τα παιχνίδια να λήγουν με μεγάλες διαφορές υπέρ των πρώτων. Πλέον βλέπουμε χώρες που πριν λίγα χρόνια ρωτούσαμε αν ξέρουν τι χρώμα έχει μπάλα μπάσκετ εκεί, να είναι ανταγωνιστικές και μερικές φορές να κάνουν και πορείες. Και σχεδόν η κάθε μία να έχει και τουλάχιστον ένα παίκτη NBA στο ρόστερ της. Όπως η Λετονία, η Ουκρανία, η Βουλγαρία πλέον και η Τσεχία παλιότερα
Καλό θα ήταν σαν ελληνικό μπασκετικό κοινό να το κατανοήσουμε αυτό. Και να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να ζητάμε πορείες ή και ακόμα διακρίσεις σε κάθε διοργάνωση. Και αυτό ανεξάρτητα αν στο ρόστερ βρίσκεται ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ή όχι. Ειδικά όταν η διάκριση της ομάδας κρίνεται από νοκ-άουτ παιχνίδια και κατά επέκταση από την μέρα που μπορεί να βρεθεί ένας παίκτης.
Ο προπονητής στην Εθνική δεν είναι μάγος. Οποιοσδήποτε και να έρθει θα βρεθεί αντιμέτωπος με αποτυχίες. Γιατί όπως είπαμε πιο πάνω, ο ανταγωνισμός είναι πιο έντονος από ποτέ. Και στις αποτυχίες που θα έρθουν θα πρέπει να στηριχθεί τόσο από την Ομοσπονδία όσο και από το ελληνικό κοινό. Και όχι να γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος. Και να υπάρξει ένα μακροχρόνιο πλάνο με συγκεκριμένους στόχους. Και όχι άλλο δίψα για εφήμερη επιτυχία που στο τέλος της μέρας θα χρησιμοποιηθεί ώστε να κρύψει τα έντονα και χρόνια προβλήματα του ελληνικού μπάσκετ.