Γιατί πυροβολούμε τον πιανίστα, Mattia Binotto;
Ο Mattia Binotto βρίσκεται εκτός Ferrari. Ήταν όμως ο υπαίτιος για την εικόνα της; Ομάδα, διοίκηση και "υγιείς" φίλαθλοι, στο κάδρο.
Φημολογείται πως η φράση «Μην πυροβολείτε τον πιανίστα, κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί» έχει τις ρίζες της στην Δύση της Αμερικής, εκεί όπου στα περιβόητα σαλούν, πυροβολισμοί, σφαίρες και καυγάδες έκαναν συχνά πυκνά την εμφάνιση τους, και πολλές από αυτές τις φορές την πλήρωναν και οι αθώοι πιανίστες, οι οποίοι απλώς έκαναν την δουλειά τους.
Αν το καλοσκεφτείτε, μια τέτοια φράση θα μπορούσε να γίνει motto ζωής και να μας κάνει να αναθεωρήσουμε για αρκετές απόψεις μας, ειδικότερα στο σύγχρονο περιβάλλον ανθρωποφαγίας, δολοφονιών χαρακτήρα, υποσκέλισης, υποβάθμισης αλλά και επίρριψης ευθυνών «ελαφρά τη καρδία» στο οποίο ζούμε.
Παραίτηση με άρωμα εξαναγκασμού, παρά τα 28 χρόνια κοινής πορείας
Για όλα τα παραπάνω, αφορμή στάθηκε η αναμενόμενη, προβλεπόμενη, αλλά και καθυστερημένη απομάκρυνση του Mattia Binotto, από την θέση του αγωνιστικού διευθυντή της Scuderia Ferrari. Μια απόφαση που ήρθε σαν εξιλέωση για τους απανταχού tifosi ανά τον πλανήτη, οι οποίοι είδαν τα τελευταία χρόνια την ομάδα τους να παραπαίει στρατηγικά, με μια προβληματική διαχείριση οδηγών και προσώπων, και κάποια εν δυνάμει, χαμένα πρωταθλήματα. Η είδηση όμως, δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν στην απομάκρυνση του Ιταλοελβετού από την συγκεκριμένη θέση. Ήταν η εξαναγκαστική αποχώρηση του συνολικά την ομάδα! Παραίτηση, είπαν. Εντάξει, ας την θεωρήσουμε ως τέτοια. Μα πως αφήνεις να φύγει ένας κορυφαίος μηχανικός, με 28 χρόνια προϋπηρεσίας στην ομάδα; Και γιατί θεωρούμε τον Mattia Binotto, τον αποκλειστικό υπαίτιο για την εικόνα της Ferrari, και τον αποδιοπομπαίο τράγο της;
Ας τα πιάσουμε από την αρχή. Ο Mattia Binotto γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1969 στην Ελβετία, από Ιταλούς γονείς. Απέκτησε πτυχίου μηχανολόγου από το École Polytechnique Fédérale de Lausanne το 1994 και στη συνέχεια μεταπτυχιακό στη μηχανική μηχανοκίνητων οχημάτων στο Πανεπιστήμιο της Μόντενα. Κάπου εκεί, το 1995, εντάχθηκε στο δυναμικό της Scuderia Ferrari, στο τμήμα κινητήρων. Η πρόσληψη του όπως καταλαβαίνετε συνέπεσε χρονικά με μια περίοδο έντονων ζυμώσεων εντός του οργανισμού, με τον ερχομό του Michael Schumacher αλλά και των Ross Brawn και Rory Byrne την ίδια χρονιά .
Μέλος της “dream team” και μια ανοδική πορεία εντός της ομάδας, δείγμα των ικανοτήτων του
O Binotto λοιπόν αποτέλεσε μέρος της dream team των σερί πρωταθλημάτων κατασκευαστών και οδηγών, της απόλυτης υπεροχής, με μπροστάρη τον Schumacher, ο οποίος, σύμφωνα με δηλώσεις του Binotto, τον έμαθε “πως να είναι ηγέτης”. Φυσικά οι τίτλοι αντανακλούν μονάχα ένα μέρος της επιτυχίας, το βασικότερο όλων ήταν το χτίσιμο της κουλτούρας ήδη από τις αρχές του 1990, της σύσφιξης των σχέσεων, της παρακίνησης, των συνεργειών μεταξύ των μελών, της γιγάντωσης του μύθου, της νοοτροπίας νικητή.
Εν συνεχεία ορίστηκε επικεφαλής του τμήματος κινητήρων το 2013, και ύστερα, το 2016 ανέλαβε καθήκοντα τεχνικού διευθυντή, παίρνοντας το χρίσμα από τον τότε αγωνιστικό διευθυντή, Maurizio Arrivabene.
Arrivabene, Marchionne, Camilleri, και ένα παιχνίδι για λεπτούς χειρισμούς
Μέχρι εδώ όλα καλά θα πει κανείς, τον Mattia Binotto ελάχιστος κόσμος τον γνώριζε αφού είχε αναλάβει πόστα που δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή με τον «έξω κόσμο», και η δουλειά του φαινόταν να αποδίδει καρπούς, με την αγωνιστική εικόνα της Ferrari να βελτιώνεται συνεχώς, με αποκορύφωμα τις σεζόν του 2017 και του 2018, όπου για αρκετούς θεωρούνται και χαμένες ευκαιρίες για μια σοβαρή διεκδίκηση του πρωταθλήματος.
Λίγο οι προβληματικές στρατηγικές εκείνων των σεζόν όμως, λίγο τα προσωπικά λάθη του Vettel εντός πίστας, λίγο και οι -κακές- σχέσεις του Binotto με τον Arrivabene, ώθησαν τον δεύτερο σε παραίτηση, «πληρώνοντας το μάρμαρο» για ολόκληρη την προβληματική αγωνιστική εικόνα της Ferrari. Δεν πρέπει σε αυτήν την απόφαση να θεωρήσουμε αμελητέα την κακή συνεργασία Binotto-Arrivabene, αφού ο ίδιος ο Ιταλοελβετός είχε δηλώσει πως «Με τον Maurizio ένιωθα πως δεν μπορούσα πια να κάνω σωστά τη δουλειά μου και το κατέστησα σαφές», έχοντας διαφορετική φιλοσοφία γύρω από την διαχείριση των τριήμερων, αλλά και διαφορετικό όραμα για την ομάδα.
Και κάπου εδώ, το 2019, ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για την δική του αποκαθήλωση: Γίνεται ο εκλεκτός για την θέση του αγωνιστικού διευθυντή από τον Louis Camilleri, CEO της Ferrari εκείνη την εποχή, ενώ παράλληλα ήταν προσωπική επιλογή και του Sergio Marchionne (τον οποίο διαδέχθηκε ο Camilleri).
Ο (λανθασμένα)εκλεκτός Binotto για θέση με ειδικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας
Ο Binotto προσπάθησε ανεπιτυχώς να μπει σε παπούτσια που δεν του έκαναν. Ήταν δεδομένο πως κατέβαλε προσπάθειες, όπως ήταν δεδομένο πως ήταν εμφανέστατα αδύναμος και ακατάλληλος για την θέση του γενικού διευθυντή της Scuderia Ferrari. Όμως ο Binotto δεν βρέθηκε μόνος του εκεί. Δεν πήρε μόνος του την θέση του επικεφαλής ομάδας επιπέδου F1. Δεν έχτισε αποκλειστικά μόνος του την ομάδα που τον πλαισίωσε, μέλος της οποίας αποτελεί και ο αθλητικός διευθυντής στρατηγικής, Inaki Rueda. Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά;
Γιατί το ψάρι όπως λένε, βρωμάει από το κεφάλι. Και ο Binotto δεν ήταν το κεφάλι. Για τα αρνητικά αποτελέσματα της Ferrari, με αποκορύφωμα μια ακόμη «χαμένη» σεζόν φέτος, ευθύνη φέρουν τα ανώτατα διευθυντικά στελέχη. Ένας σπουδαίος ηγέτης πρέπει να μπορεί να κρίνει ποιος άνθρωπος είναι κατάλληλος για κάθε θέση και να τον τοποθετεί αναλόγως. Και αν εν τέλει κάνει λάθος, να προστατεύσει την ομάδα του, και τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Binotto απεναντίας, έμεινε για 4 χρόνια στην συγκεκριμένη θέση, δεχόμενος σιωπηλά πολύ «ξύλο» από τον ανταγωνισμό, τους φίλαθλους του σπορ, τους οπαδούς της Ferrari, τα ίδια τα ΜΜΕ.
Δεν προστατεύτηκε καθόλου, έμεινε αβοήθητος παρότι φαινόταν εξ αρχής πως δεν είναι κατάλληλος για την θέση. Ουσιαστικά «άδειασαν» τον Ιταλοελβετό διά της σιωπής τους, μια κατάσταση που επηρέασε όμως εκτός του ίδιου του Binotto και τον οργανισμό Ferrari, αφού το όνομα της έχει συνδεθεί με τις κακές στρατηγικές, σαν να έχει γίνει δεύτερη φύση της. Και τώρα, «εξαναγκάστηκε» σε παραίτηση, ενώ είναι 28 χρόνια στην ομάδα. Σαν άλλος προπονητής ποδοσφαιρικής ομάδας, ο οποίος ευθύνεται αποκλειστικά, για ό,τι κακό συμβαίνει. Είναι όμως έτσι;
Η Ferrari που βλέπει την ιστορία να επαναλαμβάνεται
Όπως γράφαμε ήδη από το 2017, «αυτό από το οποίο ανέκαθεν έπασχε η Scuderia, τουλάχιστον από το 1980 και έπειτα, ήταν οι κακές διοικητικές αποφάσεις και τα ακατάλληλα πρόσωπα σε θέσεις πρωτεύουσας σημασίας. Η οργάνωση της δεν ήταν η καλύτερη, κάτι το οποίο έγινε ακόμη εντονότερο μετά τον θάνατο του Enzo Ferrari το 1988.» O Binottο ήταν ακατάλληλος για την θέση, όμως σαφείς αδυναμίες παρουσιάζουν και άλλοι σε ανώτερες θέσεις. Αν η Ferrari θέλει πραγματικά να αλλάξει το ρου της ιστορίας (της), πρέπει να πάρει γενναίες αποφάσεις. Να προχωρήσει έχοντας όραμα και πίστη. Είναι αφελές να θεωρεί πως μονάχα μια αλλαγή προσώπου, ούτε καν προσώπων, θα φέρει επανάσταση.
Ο Mattia Binotto θα κριθεί ενθέτω χρόνου, ενώ δεν θα βρίσκεται πλέον στην σκηνή, ήδη από το 2023. Αν τελικά αποχωρήσει μόνο εκείνος, θα φανεί ξεκάθαρη αν αποτελούσε την κορυφή, ή όχι του παγόβουνου. Όπως και θα φανεί αν η Scuderia θα έχει κάνει βήματα μπροστά, αγωνιστικά. Σε κάθε περίπτωση, ο πολύ καλός αυτός μηχανικός, πέρασε μισή ζωή μέσα στο Ιταλικό εργοστάσιο. Με τον ίδιο εντός ομάδας, η Scuderia κατέκτησε 8 πρωταθλήματα κατασκευαστών, και άλλα 7 οδηγών.
Ο ρόλος των φιλάθλων σε μια αναμενόμενη πτώση που πήρε την μορφή ανθρωποφαγίας
Η δολοφονία χαρακτήρα που υπέστη βέβαια, είναι πέρα για πέρα αληθινή και τραγική, σημείο των καιρών και της ημιμάθειας που μας διακατέχει. Κρίνουμε, και κρίνουμε σε λάθος βάσεις, χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις και χωρίς το ιδανικό υπόβαθρο. Το να χλευάζουμε, να υποβαθμίζουμε, να πετάμε οχετούς, και να κρίνουμε αυστηρά χωρίς να κατανοούμε πλήρως το θέμα, δεν μας κάνει ανώτερους. Μας κάνει ανθρωποφάγους. Και ο Binotto έπεσε μεταξύ άλλων, θύμα και αυτής της τάσης.
Την επόμενη φορά που θα αναστατωθούμε με την κριτική των συναδέλφων μας, ας σκεφτούμε την καθημερινότητα του -κάθε- Binotto, όταν ανοίγει την εφημερίδα, το ραδιόφωνο, το ίντερνετ, όταν μιλάει με τα παιδιά του. Και ας σκεφτούμε πόσο θα μπορούσαμε να αποδώσουμε, ενώ θα είμασταν στην θέση του. Ρητορικό το ερώτημα…