Σάντορ Κότσις: Ο «χρυσοκέφαλος» της μεγάλης Ουγγαρίας
Ο Σάντορ Κότσις ήταν ένας από τους κορυφαίους σκόρερ όλων των εποχών και το debut.gr παρουσιάζει τον «χρυσοκέφαλο» της μαγυάρικης σχολής με τα 1.000+ γκολ.
Όταν το μυαλό μας πηγαίνει στην Εθνική Ουγγαρίας και γενικά το ουγγρικό ποδόσφαιρο, το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό είναι αυτό του Φέρεντς Πούσκας. Του μεγαλύτερου παίκτη που έβγαλε η συγκεκριμένη χώρα. Ενός ανθρώπου που τα κατορθώματα του μνημονεύονται και θα μνημονεύονται για πολλά χρόνια ακόμα.
Όμως ένα άλλο όνομα που έχει αφήσει εποχή και δεν βρίσκεται σε περίοπτη θέση, είναι αυτό του Σάντορ Κότσις. Ο ταλαντούχος αυτός επιθετικός ήταν μέλος της μεγάλης ομάδας των Μαγυάρων στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 και θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους επιθετικούς όλων των εποχών.
Η καριέρα του ήταν περιπετειώδης, εντυπωσιακή και κυρίως γεμάτη γκολ. Συνολικά, στα 20 χρόνια που βρέθηκε στα γήπεδα μέτρησε 556 γκολ σε 537 επίσημους αγώνες σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο. Μάλιστα λέγεται πως αν προσθέσουμε και τους φιλικούς αγώνες οι αριθμοί του ζαλίζουν καθώς φέρεται να έχει σημειώσει 1.183 τέρματα σε 904 ματς! Αδιανόητο.
Τα πρώτα χρόνια και ο… χρυσοκέφαλος Κότσις
Ο Κότσις γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1929 στη Βουδαπέστη και από μικρός έδειξε την κλίση του στο ποδόσφαιρο. Στα 16 του έπαιξε πέντε αγώνες με την Κομπανιάι και στα 17 του πήρε μεταγραφή στη μεγάλη Φερεντσβάρος της εποχής. Παρέμεινε για τέσσερα χρόνια (1946-50) σκοράροντας 70 γκολ σε 89 παιχνίδια.
Σε ηλικία 21 ετών έπρεπε να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Έτσι βρέθηκε στην Κίσπεστ, η οποία είχε μετονομαστεί σε Χόνβεντ από τη στιγμή που έγινε ομάδα του στρατού. Με τους «υπερασπιστές της πατρίδας» έκανε πράγματα και θαύματα. Η ικανότητα του να… διαβάζει άψογα το παιχνίδι. Να χρησιμοποιεί εξίσου καλά και τα δύο πόδια. Αλλά και το ένστικτο του σκόρερ, τον βοήθησαν να πυροβολεί ασταμάτητα τις αντίπαλες άμυνες.
Αποτέλεσμα; Στα έξι χρόνια (1950-56) που φόρεσε τη φανέλα της βγήκε τρεις φορές πρώτος σκόρερ στο ουγγρικό πρωτάθλημα. Παράλληλα αναδείχθηκε άλλες δύο φορές (1952, 1954) πρώτος σκόρερ της Ευρώπης. Δυνατό του σημείο ήταν η κεφαλιές. Έτσι κέρδισε επάξια το προσωνύμιο «χρυσοκέφαλος».
Βασικό μέλος της περίφημης «Αράντσιπατ»
Η Εθνική ομάδα της Ουγγαρίας τη δεκαετία του ’50, έμεινε στην ιστορία ως μία από τις καλύτερες όλων των εποχών. Οι Μαγυάροι έπαιξαν φοβερό ποδόσφαιρο. Κερδίζοντας τους υπερόπτες Άγγλους, δύο φορές μάλιστα, σε φιλικούς αγώνες. Την πρώτη με σκορ 6-3 μέσα στο «Γουέμπλεϊ». Με τη ρεβάνς να είναι ακόμα χειρότερη για τα «τρία λιοντάρια» που διαλύθηκαν με το εκκωφαντικό 7-1, όπου ο Κότσις σημείωσε δύο γκολ.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1952, η «Αράντσιπατ» πήγε με στόχο την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. Κάτι που κατάφερε εύκολα. Σε πέντε ματς είχαν ισάριθμες νίκες, με τον «χρυσοκέφαλο» να αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ με 6 τέρματα.
Το μοναδικό Παγκόσμιο Κύπελλο της καριέρας του ήταν αυτό του 1954. Που έμεινε στην ιστορία καθώς η Δυτική Γερμανία νίκησε το τεράστιο φαβορί Ουγγαρία. Στερώντας έτσι έναν τίτλο από μια τεράστια ομάδα. Ο Κότσις ήταν ξανά κορυφαίος σκόρερ. Βρήκε 11 φορές δίχτυα (2,2 γκολ/ματς) και έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία της διοργάνωσης που πετυχαίνει δύο χατ-τρικ.
Συνολικά με το εθνόσημο σημείωσε 75 γκολ σε 68 εμφανίσεις -δηλαδή 1,1 γκολ ανά αγώνα-, ενώ έχει πραγματοποιήσει όχι ένα, όχι δύο, αλλά επτά χατ-τρικ. Κάτι που τότε αποτέλεσε τη δεύτερη καλύτερη επίδοση.
Η… απόδραση του Κότσις από το καθεστώς, η Ελλάδα και η Μπαρτσελόνα
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ουγγαρία, έφεραν σιγά-σιγά τη διάλυση της Χόνβεντ, με πολλούς παίκτες να μην επιστρέφουν πίσω και να μετακομίζουν σε άλλες ευρωπαϊκές ομάδες. Ένας από αυτούς ήταν και ο Κότσις. Έτσι τον Απρίλη του 1957, ο Εθνικός έφτασε σε συμφωνία με τον ίδιο, αλλά και με τον Φέρεντς Πούσκας, ώστε να φορέσουν τη φανέλα του.
Οι δυο τους αγωνίστηκαν μόνο για ένα ημίχρονο με τον σύλλογο, αφού το τότε ΠΟΚ (Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ) αντέδρασε έντονα και ανάγκασε ουσιαστικά την ΕΠΟ να μην τους εκδώσει δελτία. Η ελβετική, Γιανγκ Φέλοους, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και έκανε δικό της τον «χρυσοκέφαλο». Σε 11 ματς που αγωνίστηκε κατάφερε να σκοράρει 7 φορές.
Το 1958 η Μπαρτσελόνα τον έκανε δικό της μαζί με τον συμπατριώτη του Ζόλταν Τσίμπορ. Έμεινε επτά χρόνια στην Καταλονία παίζοντας 240 επίσημους και φιλικούς αγώνες, σημειώνοντας 164 γκολ. Ώσπου αποσύρθηκε το 1965 από τη δράση. Μάλιστα έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1961, όπου οι «μπλαουγκράνα» ηττήθηκαν από τη Μπενφίκα 3-2.
Νούμερα και διακρίσεις που… ζαλίζουν
Σε αυτά τα 904 ματς καριέρας (φιλικά και επίσημα), πέραν των 1.183 γκολ, εκ των οποίων πάνω από 400 με το κεφάλι, έφτασε στην κατάκτηση τεσσάρων πρωταθλημάτων Ουγγαρίας (3 με τη Χόνβεντ, 1 με τη Φερεντσβάρος), δύο πρωταθλήματα με τη Μπαρτσελόνα, δύο κύπελλα Ισπανίας, όπως και δύο κύπελλα Εκθέσεων (1958, 1960). Ακόμη είχε ένα χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο (1952), Πρωταθλητής Κεντρικής Ευρώπης το 1953 και φιναλίστ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954.
Οι ατομικές του διακρίσεις εντυπωσιάζουν εξίσου. Τρείς φορές πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας [1950-1951 (30 γκολ) , 1951-1952 (36 γκολ) , 1953-1954 (33 γκολ)], πρώτος σκόρερ των Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων (1952, 1954), παίκτης της χρονιάς στην Ουγγαρία (1954), Χρυσό παπούτσι του Παγκόσμιου Κυπέλλου (1954), όπως και στην κορυφαία 11άδα.
Ακόμη βρέθηκε στους 100 μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών από το περιοδικό «World Soccer», 8ος στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα του 1956, 39ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS και δεύτερος Ούγγρος, ενώ σύμφωνα με την RSSSF είναι ο πιο παραγωγικός σκόρερ σε αγώνες εθνικών ομάδων, σε όλα τα επίπεδα στην καταγεγραμμένη ιστορία, με 125 γκολ.
Τέλος, εργάστηκε ως βοηθός προπονητή της Μπαρτσελόνα, ενώ από το 1972 μέχρι το 1974 ανέλαβε τη Χέρκουλες. Όμως η προπονητική του καριέρα έληξε άδοξα, καθώς διαγνώστηκε με λευχαιμία και αργότερα με καρκίνο του στομάχου. Στις 22 Ιουλίου 1979, σε ηλικία μόλις 49 ετών, έπεσε από τον τέταρτο όροφο ενός νοσοκομείου στη Βαρκελώνη και απεβίωσε. Παραμένει γνωστό αν ήταν ατύχημα ή αυτοκτονία.