Ο Αυτοκράτορας Του Ελληνικού Μπάσκετ: Χρόνια Δύσκολα, Αλλά Το Μέλλον Αισιόδοξο (part 1)
Το debut.gr και ο Κωνσταντίνος Μητρόπουλος, μέσα από ένα μεγάλο αφιέρωμα τεσσάρων κεφαλαίων, προσπαθούν να ξετυλίξουν το κουβάρι της ιστορίας του Άρη που ξεκινά από την ίδρυση του το 1922 μέχρι και σήμερα.
Αποτελεί ένα από τα κορυφαία μπασκετικά σωματεία της Ελλάδος, που έχει κατακτήσει τίτλους και έχει προσφέρει ατέλειωτες στιγμές χαράς, ευγνωμοσύνης και ενθουσιασμού σε όλους τους Έλληνες φιλάθλους. Φυσικά και αναφερόμαστε στον «Αυτοκράτορα» του μπάσκετ, Άρη Θεσσαλονίκης, την ομάδα του Φαίδωνα Ματθαίου και μετέπειτα την ομάδα των Νίκου Γκάλη και Παναγιώτη Γιαννάκη. Το πρώτο μέρος του μεγάλου αφιερώματος του debut.gr ξεκινά με την ίδρυση της ομάδας του Άρη, τα δύσκολα χρόνια, τον Φαίδωνα Ματαθαίου και φτάνουμε μέχρι και το πρωτάθλημα το 1979.
Η Ίδρυση Της Ομάδας Που Άλλαξε την Ιστορία (1922-1940)
Το μπασκετικό τμήμα του Άρη ιδρύθηκε το 1922, σε μία περίοδο όπου το μπάσκετ στην Ελλάδα ήταν ένα παντελώς άγνωστο άθλημα. Τα επόμενα χρόνια όμως το σωματείο της Θεσσαλονίκης έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα και ιστορικότερα όλης της Ευρώπης. Με λίγα λόγια σ’ έναν πραγματικό «Αυτοκράτορα». Το άθλημα αυτό συστήθηκε στην Ελλάδα μέσω της Χ.Α.Ν.Θ. (Χριστιανική Αδελφότητα Νέων Θεσσαλονίκης) το 1919. Η πρώτη συμμετοχή του Άρη στο Πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης χρονολογείται το Νοέμβριο του 1925. Στο συγκεκριμένο πρωτάθλημα λάμβαναν μέρος εκτός του Άρη ακόμα πέντε ομάδες. Η Χ.Α.Ν.Θ., ο Ηρακλής, η Α.Ε.Κ., ο Β.Α.Ο. και η εβραϊκή Ακοάχ. Παρά την παρθενική του συμμετοχή ο Άρης κατάφερε να κατακτήσει το πρώτο πρωτάθλημα, δείχνοντας με το καλημέρα το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Μάλιστα δεν σταματά εκεί καθώς μέχρι και το 1930 κατακτά και τα πέντε ισάριθμα πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης. Ενδιάμεσα έλαβε μέρος για πρώτη φορά στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα που διοργανώθηκε τη περίοδο 1927-1928 με τη συμμετοχή των κορυφαίων συλλόγων της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας και του Πειραιά. Το αποτέλεσμα ήταν άκρως θετικό καθώς ο Άρης κατέκτησε την τρίτη θέση. Σταδιακά όμως άρχισε η φήμη του να εξαπλώνεται και εκτός Θεσσαλονίκης.
Μέχρι που φτάνουμε στη σεζόν 1929-1930 όπου ο Άρης αναδεικνύεται πρωταθλητής Ελλάδος για πρώτη φορά στην ιστορία του νικώντας στο τελικό τη Χ.Α.Ν.Θ. με σκορ 32-22. Προηγουμένως βέβαια είχε πραγματοποιήσει κάποιες εξίσου πολύ καλές εμφανίσεις όπως η νίκη του απέναντι στο Πανιώνιο με σκορ 64-27 αλλά και απέναντι στη Νήαρ Ήστ με σκορ 43-23. Το ρόστερ εκείνης της περιόδου απαρτιζόταν από τους Αχιλλέου, Δανελιάν, Δημούδη, Ζωγράφο, Ιασωνίδη, Καρατζά, Μπενλιάν και Παπαφωτίου. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί πως η ομάδα αγωνιζόταν χωρίς προπονητή. Τις επόμενες τέσσερις σεζόν (1930-1934) ο Άρης αρχίζει να παρακμάζει, κατακτώντας απλά τη δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρακμής αυτής, ήταν όταν το 1935 η ομάδα κατέλαβε την 6η θέση, που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση. Τα τρία επόμενα χρόνια (1936-1939) δεν κατέγραψε κάποια συμμετοχή στο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης με εξαίρεση την επόμενη σεζόν (1939-1940) όπου κατέλαβε τη τρίτη θέση.
Φαίδωνας Ματθαίου Και Σταδιακή Ανάπτυξη (1946-1963)
Ο Άρης της μεταπολεμικής περιόδου συνδέεται άρρηκτα με το όνομα του Φαίδωνα Ματθαίου, γνωστό και «Πατριάρχη του Ελληνικού μπάσκετ». Η ομάδα, με νωπές ακόμα τις μνήμες του πολέμου, αναδιοργανώθηκε και έμοιαζε έτοιμη για ένα νέο ξεκίνημα. Έτσι στα δύο πρώτα πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης στα οποία συμμετείχε κατέκτησε τη τρίτη θέση, μέχρι και το 1949 όπου κατέλαβε τη δεύτερη θέση αλλά συμμετείχε και στο πρωτάθλημα Ελλάδος όπου τερμάτισε στην έκτη θέση, νικώντας μόνο το Σκαγιοπούλειο Πατρών. Φυσικά, όπως προαναφέρθηκε, μεγάλος πρωταγωνιστής για την αναγέννηση αυτή του Άρη ήταν ο Φαίδων Ματθαίου, ο οποίος στους έξι αγώνες της τελικής φάσης σημείωσε συνολικά 100 πόντους. Πραγματικά ένα ασύλληπτο στατιστικό για τα δεδομένα της εποχής.
Την επόμενη σεζόν (1949-1950) η αποχώρηση του Ματθαίου με προορισμό τον Παναθηναϊκό, οδήγησε τον Άρη σε έναν μίνι ανασχηματισμό. Αρχικά απέκτησε ένα δικό του ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ στην οδό Βασιλίσσης Όλγας, όπου βρισκόταν η Λέσχη του συλλόγου μέχρι την περίοδο 1959-60. Το μόνο που κατάφερε τα επόμενα χρόνια ήταν απλώς να πλασαριστεί στις μεσαίες θέσεις του βαθμολογικού πίνακα. Η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον Ανέστη Πεταλίδη το 1952 έδωσε νέο «αέρα» στους κίτρινους. Μέχρι που φτάνουμε στο 1955 όπου ο Άρης πραγματοποιεί μία εξαιρετική ευρωπαϊκή πορεία στο τουρνουά του Βιαρέτζιο, που χαρακτηριζόταν για την αρκετά μεγάλη δυσκολία του. Μετά από σκληρές αναμετρήσεις καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση καθώς ηττήθηκε στο τελικό από τον πανίσχυρο Ερυθρό Αστέρα με σκορ 48-46. Κορυφαίος σκόρερ της διοργάνωσης αναδείχθηκε ο Φαίδωνας Ματθαίου, που αγωνιζόταν ξανά με τα κίτρινα χρώματα, καθώς σημείωσε 129 πόντους σε μόλις τέσσερις αναμετρήσεις. Δύο χρόνια ανομβρίας θα ξεχαστούν άμεσα καθώς ο «Αυτοκράτορας» το 1958 θα κατακτήσει ξανά το πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης (τελευταία κατάκτηση το 1930) δείχνοντας πως επιστρέφει για τα καλά στη διεκδίκηση και κατάκτηση τροπαίων. Μάλιστα συμμετέχει και στο πρωτάθλημα Ελλάδος όπου θα τερματίσει δεύτερος, σημειώνοντας όμως κάποιες πολύ σημαντικές νίκες απέναντι σε φιλόδοξους και δυνατούς αντιπάλους όπως τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟΚ, της Χ.Α.Ν.Θ. και του Πανελληνίου.
Την επόμενη χρονιά (1958-1959) η ομάδα της Θεσσαλονίκης θα διαγράψει μία από αξιομνημόνευτη πορεία κυρίως στο εξωτερικό. Αρχικά, συμμετείχαν σε τουρνουά της Ιταλίας, της Μεσσήνης και του Παλέρμο. Στο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης θα καταταχτεί δεύτερος αφού στην τελική φάση θα ηττηθεί από τον ΠΑΟΚ σε μία σειρά δύο αγώνων (46-44 και 42-46). Στο πρωτάθλημα Ελλάδος θα ισοβαθμήσει στη πρώτη θέση με τους Σπόρτιγκ και ΠΑΟΚ, κάτι που θα οδηγήσει τις τρεις ομάδες σε μία μάχη στήθος με στήθος για την ανάδειξη του πρωταθλητή. Με πρωταγωνιστές τους Πετράκη και Γούσιο που πέτυχαν συνολικά 57 πόντους ο Άρης θα υποτάξει το άκρως ανταγωνιστικό Σπόρτιγκ με σκορ 76-75, παίρνοντας έτσι το εισιτήριο για το τελικό με τον ΠΑΟΚ. Για άλλη μία φορά όμως την ίδια χρονιά, ο δικέφαλος του Βορρά θα αποδειχθεί κακός οιωνός καθώς θα νικήσει ξανά τον αιώνιο αντίπαλό του με σκορ 66-58 αναγκάζοντας έτσι τους κίτρινους να περιοριστούν στη δεύτερη θέση, επαναλαμβάνοντας έτσι ότι είχε συμβεί την ίδια χρονιά και στο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης. Η σεζόν όμως αυτή έχει σημαδευτεί από την πρώτη, άτυπη, κατάκτηση ευρωπαϊκού τροπαίου στη Λιέγη όπου ο Άρης νίκησε το Ανόβερο με 78–65, τη Γενεύη με 67–56 και την Αμβέρσα με 61–45. Οι ευρωπαϊκές αυτές επιτυχίες έκαναν τον Άρη ακόμα περισσότερο γνωστό στην Ευρώπη. Σε αυτό, μάλιστα, συνέβαλε και η νίκη απέναντι στη πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβίας, Μπεογκράντσκι, με 61-57. Τα επόμενα χρόνια δεν καταγράφηκε κάποια κατάκτηση τροπαίου, όμως η κατάληψη της πέμπτης θέσης στο πανελλαδικό πρωτάθλημα του 1963 έδωσε στον Άρη το πολυπόθητο εισιτήριο για την συμμετοχή του στο πρώτο πρωτάθλημα Α’ Εθνικής κατηγορίας.
Πρωτάθλημα Α’ Κατηγορίας Και Αλεξάνδρειο Μέλαθρο (1964-1970)
Η συμμετοχή της ομάδας της Θεσσαλονίκης στο πρωτάθλημα της Α’ κατηγορίας, σίγουρα αποτελεί από μόνη της μία πολύ σημαντική επιτυχία. Μάλιστα, η πορεία της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποτυχημένη. Αντίθετα η πέμπτη θέση, με απολογισμό 11 νίκες-7 ήττες και με δυνατό όπλο την έδρα του (ηττήθηκε μόνο από την ΑΕΚ και τον Τρίτωνα) προδίκαζε πως κάτι καλό χτιζόταν στην Θεσσαλονίκη. Η επόμενη σεζόν βρίσκει τον Άρη σίγουρα πιο έμπειρο και διψασμένο να πετύχει. Η πρόοδος είναι εμφανέστατη και αυτό αποδεικνύεται με τη κατάκτηση της δεύτερης στο πρωτάθλημα Ελλάδος (πρωταθλήτρια η ΑΕΚ), με τελική συγκομιδή 13 νίκες και 5 ήττες. Για άλλη μία φορά η έδρα αποτέλεσε τον «έκτο παίκτη» της ομάδας ενώ για την περίοδο αυτή η κορυφαία πεντάδα απαρτιζόταν από τους Ιωαννίδη, Κατριό, Μπουσβάρο, Χατζόπουλο και Τσιτούρα.
Η χρονιά 1965-1966 έχει σημαδευτεί με την αλλαγή της έδρας και την μεταφορά του Άρη στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο. Η ομάδα με πρόεδρο τον Γιώργο Γρηγοριάδη, στελεχώθηκε κυρίως με παίκτες του εφηβικού προγράμματος, έχοντας ένα πολύ χαμηλό μπάτζετ. Παρόλα αυτά με ρεκόρ 15-3 κατάφερε να φτάσει ως τα τελικά όπου θα κοντραριζόταν ξανά με την ΑΕΚ. Στις 19 Ιουνίου του 1966, όμως, υπέκυψε στην ανωτερότητα της «Βασίλισσας» με σκορ 89-80, που είχε ως αποτέλεσμα ξανά τη δεύτερη θέση και ένα εισιτήριο για την συμμετοχή του στο Κύπελλο Κυπελλούχων της επόμενης σεζόν. Έτσι στις 12 Ιανουαρίου του 1967 αγωνίστηκε απέναντι στη Μακάμπι Τελ Αβίβ, όπου ηττήθηκε μέσα στο Ισραήλ με σκορ 101-71. Ο επαναληπτικός στο Αλεξάνδρειο ήταν όμως μία διαφορετική υπόθεση. Εκεί ο Άρης εξόντωσε την ισραηλινή ομάδα με σκορ 91-71, έχοντας ως πολυτιμότερους παίκτες τους Μπουσβάρο (17 π.) και Παρίση (16 π.). Η σεζόν έκλεισε με τον Άρη στη τρίτη θέση του πρωταθλήματος και με τελικό απολογισμό 16-6.
Με τις τρεις επόμενες σεζόν (1967-1968, 1968-1969,1969-1970) και την κατάληψη της τρίτης και δύο φορές της τέταρτης θέσης, αντίστοιχα, με μία συγκομιδή νικών που κατά σειρά ήταν 17,14 και ξανά 14, έκλεισε ένα πετυχημένος εξαετής κύκλος όπου η ομάδα του Ανέστη Πεταλίδη κατάφερε να καθιερωθεί στο top 3 των κορυφαίων ομάδων της Ελλάδος μαζί με την ΑΕΚ και τον Παναθηναϊκό.
Προσπάθειες Αναγέννησης (1971-1979)
Η νέα σεζόν (1970-1971) ξεκινά, βρίσκοντας την ομάδα ελλιπέστατη, με τρανταχτές αδυναμίες και δικαίως χαρακτηρίζεται ως ομάδα των «πέντε παικτών». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μόλις 14 νίκες σε 26 παιχνίδια και μία θέση στη μέση του βαθμολογικού πίνακα. Η κατάσταση αυτή δεν θα βελτιωθεί ούτε την επόμενη σεζόν. Παρά την παρουσία ενός αρκετά δυνατού συνόλου, καθώς και του μετέπειτα μεγάλου αστεριού της ομάδας, Χάρη Παπαγεωργίου, η έλλειψη ψηλού είναι κάτι παραπάνω από φανερή, αποτελώντας μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της ομάδας. Έτσι η κατάληψη της όγδοης θέσης είναι κάτι παραπάνω από κολακευτική. Αποκορύφωμα της άσχημης αυτής η τριετίας αποτελεί η σεζόν 1972-1973. Μπορεί η θέση του να παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη σεζόν (8η) όμως η γενικότερη παρουσία της ομάδας, σε συνδυασμό με τις εντός έδρας ήττες από ομάδες όπως το Μαρούσι, Απόλλων Καλαμαριάς, Πανελλήνιος κ.α. έδειξε πως η ομάδα χρειάζεται μία ριζική ανανέωση και ένα νέο δυναμικό ξεκίνημα.
Στόχος της ομάδας, όπως είναι αναμενόμενο, ήταν η επιστροφή στις επιτυχίες. Έτσι το «χρίσμα» δόθηκε σε έναν παλιό γνώριμο που γνώριζε καλύτερα από τον καθένα τις καταστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει και αυτός ήταν ο Φαίδωνας Ματθαίου. Η χρονιά άφησε στο τέλος μία γλυκόπικρη γεύση καθώς η τρίτη θέση, ναι μεν αποτελεί μία άκρως αισθητή βελτίωση σε σχέση με τις προηγούμενες σεζόν, αλλά δεν δικαίωσε τις αρχικές προσδοκίες που είχαν γεννηθεί στους φιλάθλους από τις μεταγραφικές κινήσεις που είχαν γίνει το καλοκαίρι. Φυσικά με τη πορεία του αυτή ο Άρης εξασφάλισε τη συμμετοχή για το κύπελλο Κόρατς της επόμενης σεζόν. Βέβαια η βελτίωση αυτή δεν κράτησε για πολύ καθώς η σεζόν 1974-1975 ήταν καταστροφική. Τα οικονομικά προβλήματα ήταν αρκετά και δυσβάσταχτα, κάτι που οδήγησε τους παίκτες σε συνεχόμενες διαμαρτυρίες και αντιδράσεις, χαλώντας το κλίμα και την αρμονία των αποδυτηρίων. Έτσι στη τελική κατάταξη θα βρεθεί στην ένατη θέση ενώ στο Κύπελλο Κόρατς θα αποκλειστεί από τη Λέφσκι Σόφιας με μία νίκη και ήττα αντίστοιχα. Η απογοήτευση της προηγούμενης χρονιάς, επηρέασε στο έπακρο τόσο την ομάδα όσο και τους ίδιους τους «Αρειανούς». Στο ρόστερ δεν πραγματοποιήθηκε κάποια αλλαγή ενώ τη τεχνική ηγεσία είχε αναλάβει ο Ελληνοαμερικανός προπονητής Χάρι Παππάς. Έχοντας τον Χάρη Παπαγεωργίου σε εκπληκτική κατάσταση όλη τη χρονιά (αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 723 πόντους) κατέλαβε την δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα εκείνης της περιόδου (1975-1976), μη μπορώντας να κοντράρει τον αήττητο, εκείνης της σεζόν, Ολυμπιακό.
Η νέα χρονιά (1976-1977) δεν ξεκίνησε με τις καλύτερες συνθήκες καθώς ο Άρης θα έπρεπε να παραταχθεί στα πρώτα πέντε παιχνίδια του πρωταθλήματος με τρεις τεράστιες απουσίες που αποτελούσαν και τα βαρόμετρα της ομάδας. Οι παίκτες αυτοί ήταν ο Παπαγεωργίου, ο Ιωαννίδης και ο Αλεξανδρής. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά καθώς η ομάδα της Θεσσαλονίκης έχασε και τα πέντε παιχνίδια. Ένα κακό ξεκίνημα το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί και να κυνηγήσει ο Άρης το κάτι καλύτερο. Εν τέλει κατετάγη τέταρτος καθώς στα εναπομείναντα 17 παιχνίδια σημείωσε 13 νίκες και μόλις 4 ήττες. Αν αναλογιστεί κανείς το κάκιστο ξεκίνημα το τελικό αποτέλεσμα ήταν θετικό αλλά όχι αρκετό για να ικανοποιηθούν οι στόχοι και τα όνειρα που έχουν οι φίλαθλοι για την ομάδα. Στην τρίτη του ευρωπαϊκή συμμετοχή για το κύπελλο Κόρατς αποκλείστηκε από την Ιταλική ΙΒΡ. Η κακή αυτή χρονιά δεν έγινε «μάθημα» στον Άρη, που άρχιζε χρόνο με το χρόνο να παραπαίει. Η καταστροφική χρονιά του 1978 ίσως να αποτέλεσε και την αφορμή της αλλαγής και της ανάκαμψης. Ας δούμε όμως τι έγινε εκείνη τη χρονιά. Αρχικά τα οικονομικά προβλήματα του συλλόγου ήταν τέτοια που δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του Παπαγεωργίου, ο οποίος με τη σειρά του προχώρησε σε αποχή από την ενεργό δράση. Τα πράγματα δεν σταματούν εκεί καθώς ο Άρης στο πρωτάθλημα θα πραγματοποιήσει το χειρότερο ξεκίνημά του. Στους έξι πρώτους αγώνες δεν σημείωσε καμία απολύτως νίκη. Το 67-68 κατά του Παναθηναϊκού στην Αθήνα για την 7η αγωνιστική, αποτέλεσε την πρώτη νίκη του «Αυτοκράτορα» για το πρωτάθλημα της περιόδου. Η σεζόν αυτή ολοκληρώθηκε με τον Άρη να βρίσκεται στην όγδοη θέση στο πρωτάθλημα (10 νίκες-12 ήττες), αποκλεισμός από το κύπελλο Κόρατς με απολογισμό δύο ήττες από την Γαλλική Λε Μαν και η απογοήτευση όλο και μεγάλωνε.
Μέσα σ’ ένα κλίμα έντονης αμφισβήτησης, τη τεχνική ηγεσία ανέλαβε ο μόλις αποσυρθέντας από την ενεργό δράση, Γιάννης Ιωαννίδης. Πρώτο μέλημα της ομάδας ήταν να λυθεί το θέμα που είχε δημιουργηθεί, από την προηγούμενη σεζόν, με τον Χάρη Παπαγεωργίου. Μάλιστα με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις κατάφερε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του σε αυτή τη νέα προσπάθεια που ξεκινούσε, με πρωτεργάτη φυσικά τον «Ξανθό». Στην πορεία, μάλιστα, αποδείχθηκε πως οι κινήσεις αυτές ήταν κάτι παραπάνω από κομβικές. Έπρεπε να περάσουν 49 ολόκληρα χρόνια προκειμένου ο Άρης να επιστέψει στην κορυφή της Ελλάδος για δεύτερη φορά στην ιστορία του, παίζοντας ένα άκρως αποτελεσματικό μπάσκετ, με τον Ιωαννίδη σε ρόλο οργανωτή και τον Παπαγεωργίου σε ρόλο εκτελεστή. Με ρεκόρ 24-2 και με κάποιες εμφατικές νίκες όπως αυτές απέναντι στον Ολυμπιακό (85-82 στην Θεσσαλονίκη, 54-58 υπέρ του Άρη στο 31 και διακοπή του ματς λόγω επεισοδίων στο Πειραιά) και επί του αιωνίου αντιπάλου ΠΑΟΚ (82-103 και 91-90 στην παράταση), κατάφερε να ανατρέψει όλα τα προγνωστικά και ως το αουτσάιντερ να κατακτήσει το τίτλο. Μεγάλος πρωταγωνιστής δεν ήταν άλλος από τον Χάρη Παπαγεωργίου που αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 924 πόντους, έχοντας ως ρεκόρ τους 60 πόντους στο 104-76 εναντίον του Σπόρτιγκ. Το ρόστερ της ομάδας αποτελούσαν οι Αλεξανδρής, Παπαγεωργίου, Παραμανίδης, Νάστος, Σπηλιώτης Ανανιάδης, Βαμβακούδης, Χωλόπουλος, Σκόνδρας, Καλαντίδης, Σπάρταλης, Βορεάδης, Στυλιανού και Δεγερμεντζής. Η χρονιά αυτή, μάλιστα, έμελλε να αποτελέσει εφαλτήριο για την αυτοκρατορία του Άρη στο χώρο του μπάσκετ.