Μια από τις ομορφότερες ιστορίες στα Παγκόσμια Κύπελλα είναι αυτή της Τουρκίας, η οποία τερμάτισε τρίτη εκεί που δεν την περίμενε κανείς.

Το ποδόσφαιρο είναι ιστορίες. Όμορφες και άσχημες. Την ιστορία την γράφουν ομάδες με τις πορείες τους στις διοργανώσεις. Που ευελπιστούν να τις θυμούνται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Για να γνωρίζουν πως οι κόποι τους δεν πήγαν χαμένοι. Έτσι είναι και η ιστορία της Τουρκίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002.

Ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια μετά, παρά τα όσα είχαμε δει σε εκείνη τη διοργάνωση η πορεία της έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη. Δεν κατάφεραν να την επισκιάσουν ούτε η τρομερή πορεία των Βραζιλιάνων μέχρι την κατάκτηση του τροπαίου. Ούτε το μυθικό «σπρώξιμο» που είχαν οι Νοτιοκορεάτες σε όλη τη διάρκεια.

Οι Τούρκοι μπόρεσαν παίζοντας ωραία μπάλα να κάνουν ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη να τους προσέξει. Για να γράψουν έτσι μία από τις ομορφότερες ιστορίες που είδαμε, τερματίζοντας στην τρίτη θέση όταν κανείς δεν τους περίμενε.

Η ζόρικη φάση των ομίλων

Το σύνολο του Σενόλ Γκιουνές τοποθετήθηκε στον τρίτο όμιλο παρέα με Βραζιλία, Κόστα Ρίκα και Κίνα. Εξαιρώντας προφανώς τη «Σελεσάο» καμία ομάδα δεν μπορούσε να τρομάξει. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν την πορεία τους απέναντι στην παρέα των Ρονάλντο, Ροναλντίνιο και Ριβάλντο.

Οι «κόκκινοι» κοιτάξαν κατάματα την ομαδάρα του Σκολάρι, όμως ηττήθηκαν με σκορ 2-1 αν και προηγήθηκαν με τον Χασάν Σας. Παρόλα αυτά ο δρόμος ήταν ανοιχτός στα δύο επόμενα ματς. Η Κόστα Ρίκα βρέθηκε απέναντί τους, αλλά και πάλι δεν ήρθε το «τρίποντο». Το 1-1 (Εμρέ Μπελόζογλου) άφηνε τη μοίρα στα χέρια τους και στο ματς με την Κίνα.

Η πρώτη νίκη τελικώς ήρθε αρκετά άνετα. Δύο γρήγορα τέρματα των Χασάν Σας και Μπιουλέντ Κορκμάζ απλοποίησαν τα πράγματα, με τον Ουμίτ Νταβαλά να διαμορφώνει το τελικό 3-0. Έτσι η πρόκριση ήρθε μέσω της δεύτερης θέσης στον όμιλο.

Η… ρέντα της Τουρκίας και το deja vu

Στη φάση των «16» ήρθε το εμπόδιο των διοργανωτών Ιαπώνων. Μια καλή ομάδα με αρκετούς εξαιρετικούς παίκτες. Όμως και πάλι οι Τούρκοι σκόραραν νωρίς με κεφαλιά του Ουμούτ Νταβαλά. Ένα γκολ που ήταν αρκετό για τους στείλει στα προημιτελικά.

Επόμενος αντίπαλος τα «άλογα» της Σενεγάλης. Ένα σύνολο που επίσης είχε εκπλήξει τους πάντες και ήταν μια άψογα δουλεμένη ομάδα που μπορούσε να τα βάλει με οποιονδήποτε αντίπαλο. Οι Αφρικανοί δεν θα έπεφταν τόσο εύκολα και αυτό αποδείχθηκε στο γήπεδο. Έπειτα από 90 στείρα λεπτά το ματς οδηγήθηκε στην παράταση. Εκεί ήταν που χρειάστηκε ο κανόνας του «χρυσού γκολ», καθώς στο 94′ ο Ιλχάν Μανσίζ σκόραρε και έβαλε τέλος στα πάντα.

Το deja vu για τους Τούρκους ήρθε στα ημιτελικά. Ξανά απέναντι στην Βραζιλία. Για άλλη μία φορά η Τουρκία δεν θα αποτελούσε εύκολο εμπόδιο για τη «Σελεσάο». Ο εμβληματικός τερματοφύλακας, Ρουστού Ρετσμπέρ είχε… κατεβάσει ρολά και δεν άφηνε τους Λατινοαμερικάνους να χαρούν. Ωστόσο, όσο ανίκητος κι αν έμοιαζε, ο Ρονάλντο ήταν εκείνος που έδωσε τη λύση στην ομάδα του και την πρόκριση στον τελικό.

Η απόλυτη δικαίωση για την τρίτη θέση

Το ταξίδι για τους Τούρκους δεν είχε τελειώσει ακόμα όμως. Απέμενε μια τελευταία αποστολή. Η κατάκτηση της τρίτης θέσης απέναντι στη Νότια Κορέα. Ο μικρός τελικός της Νταεγού «φιλοξένησε» το γρηγορότερο τέρμα που σημειώθηκε ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο, με τον Χακάν Σουκούρ να ανοίγει το σκορ στο 11ο δευτερόλεπτο.

Οι Κορεάτες απάντησαν οκτώ λεπτά μετά, όμως ο Ιλχάν Μανσίζ έδωσε εκ νέου το προβάδισμα στην ομάδα του. Με τη συμπλήρωση μισής ώρας αγώνα και πάλι ο Μανσίζ βρήκε δίχτυα, ανεβάζοντας τον δείκτη του σκορ στο 3-1. Η ομάδα του Σενόλ Γκιουνές κράτησε μέχρι το τέλος και παρότι δέχθηκε τη μείωσε στις καθυστερήσεις του ματς, έφτασε σε μια τεράστια νίκη.

Όπως ήταν λογικό οι πανηγυρισμοί ήταν έξαλλοι. Όχι μόνο από τους παίκτες, αλλά από μια ολόκληρη χώρα. Είχαν περάσει 48 χρόνια από την τελευταία παρουσία της Τουρκίας σε τελικά Μουντιάλ. Μια επιστροφή που η «χρυσή» αυτή γενιά φρόντισε να την κάνει να αξίζει.

Αυτή ομάδα κατάφερε να πάρει… σπίτι το χάλκινο μετάλλιο, κόντρα σε όλες τις πιθανότητες. Κατάφερε να καταγράψει τη δική της μεγάλη πορεία και κατάφερε να μείνει στην ιστορία. Ο κόσμος δεν θα ξεχάσει ποτέ τους «ατρόμητους πολεμιστές» του Γκιουνές που τόλμησαν να ονειρευτούν και να πετύχουν, πίσω στο μακρινό 2002…