Το Debut.gr γυρνά το χρόνο πίσω στο 1963, χρονιά που η Μίλαν κατακτούσε το Κύπελλο Πρωταθλητριών και ανέβαινε στο ψηλότερο σκαλί της Ευρώπης.

Το ημερολόγιο γράφει 22 Μαΐου 1963.

Το Λονδίνο έχει βάλει τα γιορτινά του αφού φιλοξενεί στο «Γουέμπλεϊ» τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών μεταξύ της Μίλαν και της Μπενφίκα.

Είναι μία από τις σπουδαιότερες στιγμές του νεοσύστατου θεσμού, ο οποίος συμπλήρωνε οκτώ χρόνια από τη «γέννησή» του, με το τρόπαιο, ωστόσο, να έχει καταλήξει μόλις σε δύο διαφορετικές ομάδες.

Τη Ρεάλ Μαδρίτης και τη φιναλίστ εκείνης της χρονιάς Μπενφίκα. Ακόμα περισσότερο εντυπωσιακό όμως ήταν το γεγονός ότι σε επτά τελικούς της συγκεκριμένης διοργάνωσης υπήρχε πάντα μία ισπανική ομάδα.

Το 1963 ήταν η πρώτη χρονιά που κανένας σύλλογος από τη χώρα της ιβηρικής χερσονήσου δεν θα διεκδικούσε την κορυφή.

Η ώρα του μεγάλου ραντεβού

Όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει το σπουδαίο αυτό παιχνίδι. Κάτι παραπάνω από σαρανταπέντε χιλιάδες θεατές είχαν πάρει θέση στο «Γουέμπλεϊ» και περίμεναν το εναρκτήριο λάκτισμα.

Σαφέστατο φαβορί η back to back πρωταθλήτρια Ευρώπης και υπερασπίστρια του τίτλου της, Μπενφίκα.

Είχε άλλο… αέρα πλέον η ομάδα του Ριέρα μετά τις δύο συνεχόμενες κατακτήσεις του τροπαίου και με τους «δαιμόνιους» Εουσέμπιο, Χοσέ Τόρες και Γιοακίμ Σαντάνα προκαλούσε σε όλους τους αντιπάλους φόβο.

Όχι όμως στη Μίλαν.

Η ομάδα του Ρόκο ήταν τόσο καλοκουρδισμένη, τόσο αρμονικά δεμένη που παρά το γεγονός ότι ήταν άτυπα το αουτσάιντερ, όλοι πίστευαν πως αν μπορούσε κάποια ομάδα να βάλει τέλος στην κυριαρχία των «αετών», θα ήταν αυτή.

Και πράγματι έτσι έγινε.

Μία ενδεκάδα με εξέχοντες τους Τραπατόνι, Μαλντίνι, Αλταφίνι και του νεαρού τότε Ριβέρα, θα στεκόταν επάξια απέναντι στη Μπενφίκα και όχι μόνο θα τολμούσε να κοιτάξει στα μάτια με θρασύτατο τρόπο την εις διπλούν Κυπελλούχο αλλά θα κατάφερνε στο τέλος της βραδιάς να της έχει αρπάξει μέσα από τα χέρια το στέμμα και να έχει στρογγυλοκαθίσει στο θρόνο της.

Let the game begin

Ο Βρετανός ρέφερι της μεγάλης αυτής αναμέτρησης, Άρθουρ Χόλαντ, πλησίαζε τη σφυρίχτρα στο στόμα του και έδινε ζωή στον σπουδαίο τελικό.

Οι «ροσονέρι» μπαίνουν καλύτερα στον αγωνιστικό χώρο, βρίσκουν πιο γρήγορα τα πατήματά τους στο χορτάρι και με «μπροστάρηδες» τους Μαλντίνι και Τραπατόνι περιορίζουν τις επιθετικές βλέψεις των Πορτογάλων.

Κόντρα στη ροή του αγώνα, ωστόσο, η Μπενφίκα είναι αυτή που κατάφερε να βρει πρώτη δίχτυα στο παιχνίδι με τον Εουσέμπιο να εκμεταλλεύεται μία στιγμή αδράνειας της άμυνας των Μιλανέζων και με ωραίο διαγώνιο σουτ να νικά τον Γκέτσι ανοίγοντας το σκορ για την ομάδα του.

Η Μίλαν «πάγωσε». Και ήταν λογικό. Προσπάθησε να μη δώσει χώρους στη Μπενφίκα, τα είχε καταφέρει και από μία μόνο στιγμή «απροσεξίας» βρέθηκε να… κυνηγάει στο σκορ τους πρωταθλητές Ευρώπης.

Δεν είχε πει όμως την τελευταία της κουβέντα.

Οι «ροσονέρι» πήγαν στα αποδυτήρια έχοντας στην πλάτη τους αυτό το 1-0, κάτι που όμως τους επέτρεψε να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους και να παλέψουν με όλες τους τις δυνάμεις για την ανατροπή της εις βάρος τους κατάστασης.

Και τα κατάφεραν. Με τη συμπλήρωση μίας ώρας παιχνιδιού και έχοντας αναλάβει και πάλι τα ηνία του αγώνα, η Μίλαν έφτασε στο γκολ της ισοφάρισης όταν ο Αλταφίνι δοκίμασε το πόδι του περίπου από τα 17 μέτρα και έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα του Περέιρα.

Η ανατροπή των «ροσονέρι» ολοκληρώθηκε δώδεκα λεπτά μετά, όταν και πάλι ο Αλταφίνι βρέθηκε απέναντι από τον τερματοφύλακα της Μπενφίκα και με δεύτερη προσπάθεια χρίστηκε ξανά σκόρερ κάνοντας το 2-1 και βάζοντας τη Μίλαν σε θέση οδηγού.

Ο «αέρας» της Μπενφίκα είχε γίνει πια ιδρώτας στα πρόσωπα όλων στο στρατόπεδο των «αετών».

Ο χρόνος ήταν λίγος και η Μίλαν δεν επέτρεπε τη δημιουργία πολλών φάσεων μπροστά από τα καρέ του Γκέτσι. Το σφύριγμα της λήξης πλησίαζε και η Μπενφίκα δεν είχε βρει απάντηση στα γκολ των Ιταλών.

Και ούτε θα έβρισκε.

Ο Χόλαντ θα σφύριζε τη λήξη του αγώνα, η οποία θα έβρισκε τη Μίλαν πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της θα βρισκόταν στην κορυφή της Γηραιάς Ηπείρου.

Εκεί που δεν είχε βρεθεί άλλη ιταλική ομάδα μέχρι τότε.