Πριν ξεκινήσω θα ήθελα να πως πως ποτέ δεν υπήρξα οπαδός του Μίκαελ Σουμάχερ. Γεννημένος για να είμαι πάντα… μακριά από τα φαβορί, μου ήταν αδύνατο να ταυτιστώ με έναν σαρωτικό υπερπρωταθλητή. Βλέπετε, όταν είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου Formula 1 (ή αλλιώς το 2004), ήμουν ακόμα μπόμπιρας. Είχα την τύχη (τότε νόμιζα […]

Πριν ξεκινήσω θα ήθελα να πως πως ποτέ δεν υπήρξα οπαδός του Μίκαελ Σουμάχερ. Γεννημένος για να είμαι πάντα… μακριά από τα φαβορί, μου ήταν αδύνατο να ταυτιστώ με έναν σαρωτικό υπερπρωταθλητή. Βλέπετε, όταν είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου Formula 1 (ή αλλιώς το 2004), ήμουν ακόμα μπόμπιρας. Είχα την τύχη (τότε νόμιζα πως ήταν ατυχία) να δω την πιο κυριαρχική σεζόν που έχει καταγράψει ποτέ πιλότος στην ιστορία του αθλήματος.

Με τα κόκκινα μονοθέσια να κυριαρχούν, εγώ είχα βρει την πλευρά που θα στήριζα. Έναν Ισπανό με ιδιαίτερες φαβορίτες, που οδηγούσε ένα μπλε-κίτρινο μονοθέσιο. Η ειρωνεία είναι μάλιστα πως ο πρόγονος αυτών των μονοθέσιων, είχε φέρει τον Σούμι στο Μαρανέλο. Και τα επόμενα χρόνια θα τον έβλεπα να αποκαθηλώνει τον πιλότο-θρύλο, που δικαίως είχε το μεγαλύτερο κοινό στον πλανήτη με το μέρος του. Χρειάστηκε να περάσουν 15 χρόνια για να καταλάβω και να εκτιμήσω πραγματικά τον άνθρωπο και κατ’ επέκταση τον πιλότο Σουμάχερ.

To ενήλικο λιοντάρι αναγνωρίζει ποιο νέο θέλει να ηγηθεί της αγέλης

Την περίοδο που ο Μίκαελ Σουμάχερ μπήκε τελείως απροσδόκητα (η αλήθεια είναι) στον χάρτη της Φόρμουλα 1, δεν υπήρχε κάποιος καλύτερος από τον Θεό τον ίδιο. Μπορεί οι τεράστιοι Αλέν Προστ, Νάιτζελ Μάνσελ και Νέλσον Πικέ, όμως όλοι ήξεραν πως ο Άιρτον Σένα ήταν ο καλύτερος. Ήταν ο πιο «αγνός», ένας πραγματικός οδηγός αγώνων από την γέννηση του. Η αίσθηση που είχε στον δρόμο και γενικά με ό,τι είχε να κάνει με το αυτοκίνητο ήταν ασυναγώνιστη. Και από ένα τέτοιο ένστικτο, ήταν αδύνατο να περάσει στα ψιλά ένας μικρός αλλά ανερχόμενος Σουμάχερ.

Ο νεαρός Γερμανός σε μια όχι και τόσο ανταγωνιστική Jordan στο ντεμπούτο του, κέρδισε τις εντυπώσεις. Έτσι, η σαφώς ισχυρότερη Benetton έσπευσε να τον υπογράψει για τους υπόλοιπους 5 αγώνες της σεζόν. Και πάρα πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν είχαν ένα ακατέργαστο διαμάντι στα χέρια τους, αλλά ένα μονόπετρο. Ήδη επιχρυσωμένο.

Με μηδενική εμπειρία σε επίπεδο πάνω από την Φόρμουλα 3, ο Σούμι ξεχώρισε άμεσα από τους υπόλοιπους πιλότους του grid. Σχεδόν ίδιος σε ταχύτητα με τους προαναφερθέντες, ο Σένα ξεχώρισε το νεαρό αρσενικό λιοντάρι που πλέον περιπλανιόταν κοντά στην δική του περιοχή. Και όταν πάτησε σε αυτήν τις επόμενες σεζόν, έδειξε πως αυτή η αγέλη είχε ακόμα βασιλιά.

Μόλις στην πρώτη του γεμάτη χρονιά με την Benetton, οι ικανότητες του Σουμάχερ πλησίαζαν αυτές του Βραζιλιάνου μύθου των αγώνων. Μεγαλώνοντας τα χρόνια εκτόξευσης του Σένα, ο Γερμανός τον είχε ως ίνδαλμα. Βασικά κάθε πιλότος που σεβόταν τον εαυτό του και είχε στόχο μόνο τα αστέρια, είχε ως είδωλο λατρείας τον Σένα. Γρήγορος κυριολεκτικά σαν αστραπή, ο αείμνηστος θρύλος του Σάο Πάολο έριχνε δευτερόλεπτα σε άλλους πιλότους στις κατατακτήριες (!). Και όχι σε πιο αδύναμα μονοθέσια, αλλά στους κορυφαίους του grid.

Η μεγάλη μάχη που δυστυχώς δεν είδαμε ποτέ

Ένα από τα μεγάλα κοινά που είχε ο Μίκαελ με τον Σένα, ήταν ο τρόπο αντίληψης τους μέσα στην πίστα. Δεν υποχωρώ για κανέναν, δοκιμάζω αυτό που δεν θα κάνει ο άλλος. «Όταν πλέον δεν πας για προσπέραση μόλις δεις κενό, δεν είσαι πια οδηγός αγώνων« είναι μια από τις πλέον γνωστές κουβέντες που βγήκαν ποτέ από το στόμα του Σένα. Οι περισσότεροι θα έλεγαν πως είναι λόγια τρελού, όμως όχι ο Σουμάχερ. Αυτός μπορούσε να καταλάβει, γιατί είχε το ίδιο mindset. Όπως είπαμε και πιο πάνω όμως, το ενήλικο λιοντάρι αντιλαμβάνεται το νεαρό που έχει φιλοδοξίες.

Το λάθος του Σουμάχερ να εμβολίσει τον Σένα (Γαλλία-1992), έφερε τον πρώτο προειδοποιητικό βρυχηθμό του αρχηγού της αγέλης. Με κυνικό τρόπο, ο Σένα εξέφρασε την δυσαρέσκεια του στον Μίκεαλ κατ’ ιδίαν  με το που τελείωσε ο αγώνας. Σεβόταν περισσότερο τον νεαρό οδηγό από το να κάνει παιχνίδια με τον Τύπο, κάτι που άλλωστε δεν ήταν του στυλ του. Ήταν πιο ξεκάθαρος από κάθε άλλον πιλότο. Χαρακτηριστικό που είχε και ποιος άλλος βέβαια; Σας αφήνω να μαντέψτε.

Μάνσελ και Προστ αποχώρησαν το 1992 και το 1993 αντίστοιχα, βγάζοντας στην επιφάνεια τους πιλότους που βρισκόντουσαν σε διαφορετικό επίπεδο. Και με τον αριθμό αυτόν να είναι το δύο, Σουμάχερ και Σένα ετοιμάστηκαν για την μεγάλη τους μονομαχία της σεζόν 1994. Η μοίρα όμως είχε δυστυχώς άλλα σχέδια. Η Williams του Βραζιλιάνου, παρότι τρομακτικά γρήγορη ήταν ένα… πραγματικό θηρίο στο κλουβί. Οι αλλαγές κανονισμών (και) στις αναρτήσεις έκαναν την FW16 μια ωρολογιακή βόμβα. Μια βόμβα η οποία δυστυχώς έσκασε στα χέρια του Σένα, ο οποίος προσπαθούσε μάταια να «μαζέψει» το ατίθασο μονοθέσιο και να παλέψει για τον τίτλο.

Ο χαμός του Σένα χτύπησε άσχημα τον Σουμάχερ, Μπορεί από ίνδαλμα του να ήταν πλέον ο μεγάλος ανταγωνιστής του, όμως ήταν ακόμα μια φιγούρα με ειδική θέση στο μυαλό του. Κάτι που ο Γερμανός, μετά τον θάνατο του Σένα δεν μπορούσε να κρύψει. Τόσο μέσα στο ίδιο έτος, όσο και μετά από χρόνια, όταν θα κατέρριπτε τα ρεκόρ του.

Η απόφαση που διαχωρίζει έναν πιλότο από έναν πρωταθλητή

Μέσα από την ομάδα της Benetton, ο Σούμι θα κατάφερνε να στεφθεί Παγκόσμιος πρωταθλητής, τόσο το 1994 όσο και έναν χρόνο αργότερα. Ακαταμάχητος, το 1996 ο Γερμανός πήρε την απόφαση που… κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα έπαιρνε. Εκείνη την περίοδο η Benetton μαζί με την McLaren ήταν με διαφορά τα καλύτερα μονοθέσια. Στα παιδικά του χρόνια στα καρτ, ο Σουμάχερ νικούσε τους πάντες στα καρτ με το πιο αδύναμο μονοθέσιο. Κάτι που πάντα εξίταρε τον Μίκαελ. Και με αυτό το σκεπτικό πήγε στην ομάδα που κάθε πιλότος που σέβεται τον εαυτό του θέλει να αγωνιστεί. Και αυτή είναι φυσικά η Ferrari.

Εκείνη την περίοδο όμως, η ομάδα του Μαρανέλο απείχε πολύ από τους ανταγωνιστές της για το πρωτάθλημα. Με το τελευταίο πρωτάθλημα κατασκευαστών το 1983 και οδηγών το 1979, το «αλογάκι» βρισκόταν πιο χαμηλά από εκεί που του επέτρεπε η ιστορία της ομάδας. Αυτό ακριβώς όμως ήθελε να αλλάξει ο Σουμάχερ. Να ανεβάσει την σημαντικότερη ομάδα στην ιστορία του μηχανοκίνητου αθλητισμού στην κορυφή.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η δυσκολότερη αντεπίθεση που έπρεπε να κάνει ο Σούμι στην καριέρα του. Από ένα μέτριο μονοθέσιο με προβλήματα αξιοπιστίας, έπρεπε να βγάλει ένα μονοθέσιο ικανό για νίκη. Για να γίνει αυτό όμως, άπαντες έπρεπε να πέσουν με τα μούτρα στην δουλειά. Πρώτος, έδωσε το παράδειγμα ο δύο φορές Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Μόνο και μόνο που είχε αυτό τον «τίτλο», ο Σούμι θα μπορούσε να έχει τον σεβασμό όλων. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για τον ίδιο. Έπρεπε να δείξει πως δουλεύει όσο κάθε άλλος στην ομάδα. Ένιωθε πως έπρεπε να δείξει πως δεν επαναπαύεται στο παρελθόν και καταβάλει την ίδια, αν όχι περισσότερη προσπάθεια με όλους. Έπρεπε να δείξει ότι πλέον στην Ferrari ήταν οικογένεια, όχι απλά μια ομάδα.

Στο Μαρανέλο, τις πρώτες 4 χρονιές έφτασε πολύ κοντά στα όρια του. Η επιθυμία του να φτάσει στην κορυφή τον έκανε μάλιστα να τα υπερβεί στην εκπνοή της σεζόν του 1997, με το γνωστό σε όλους πλέον σκηνικό με τον Ζακ Βιλνέβ. Μια ενστικτώδης κίνηση, που για το υπερανταγωνιστικό πνεύμα του ίδιου, εκείνη την ώρα του φάνηκε φυσιολογική.

Η τελική δικαίωση του Σουμάχερ

Μπορεί ένα τέτοιο φάουλ στο ιστορικό του να ήταν βαρύ, αλλά ήταν αδύνατο να επισκιάσει τις προσπάθειες ολόκληρων ετών. Τις επόμενες δύο χρονιές ο «ιπτάμενος Φινλανδός», Μίκα Χάκινεν , με την ασυναγώνιστη McLaren θα κατακτούσε ισάριθμους τίτλους. Απουσιάζοντας από 6 αγώνες στο τέλος της σεζόν λόγω σπασμένου ποδιού, ο Σουμάχερ είδε τους κόπους του στο πρώτο μισό να γκρεμίζονται. Η Ferrari θα έφτανε στην κορυφή, κάνοντας δικό της το πρωτάθλημα κατασκευαστών το 1999, κυρίως λόγω της ασυνέπειας του Ντέιβιντ Κούλθαρντ.

Πιο πεισμωμένος από ποτέ και ίσως κοντά στο δικό του κρίσιμο σημείο, η αλλαγή του αιώνα αποδείχθηκε τυχερή για τον Μίκαελ και την Ferrari. Ασυναγώνιστος καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, ο Σουμάχερ έκανε το repeat στους κατασκευαστές και έφερε τον πρώτο τίτλο πιλότου ξανά στην ιταλική ομάδα. Οι κόποι τόσων ετών επιτέλους απέδωσαν, κάτι που πέταξε επιτέλους ένα δυσβάσταχτο βάρος από τους ώμους του. Είχε συμβάλει όσο κανένας άλλος στην επάνοδο της μυθικής ομάδας στην κορυφή. Χωρίς άγχη πλέον, ο Σούμι οδηγούσε πάλι γιατί το απολάμβανε, όχι με τον φόβο πως πρέπει να αποδείξει κάτι. Και δημιούργησε ίσως την μεγαλύτερη αυτοκρατορία στην ιστορία του σπορ.

Τα 5 πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα θα τελείωναν όλα με νικητή τον Σουμάχερ και την Ferrari. Δύο μάλιστα από αυτές τις χρονιές (2002,2004) ήταν οι πιο κυριαρχικές από άποψη μονοθέσιου, καθώς η ιταλική ομάδα είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Ένα ταχύτατο μονοθέσιο όμως που κυριολεκτικά άνηκε στον Μίκαελ, καθώς είχε κάνει ό,τι ο ίδιος μπορούσε για την εξέλιξή του τα προηγούμενα χρόνια. Και θα το έκανε ξανά μερικά χρόνια αργότερα, σε μια γερμανική ομάδα. Όχι για να αποδείξει κάτι, δεν είχε ανάγκη. Απλά επειδή μπορούσε.

Επίλογος

Αυτό που εμένα μου διέφευγε για πολλά χρόνια ήταν το πόση προσπάθεια κατέβαλε μέσα από καθετί καταπιανόταν. Μπορεί να ήταν άσχετος από αεροδυναμική σε σύγκριση με έναν μηχανικό της ομάδας, όμως η επιμονή του ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να εμπνευστεί κάτι. Σχεδόν μόνος του κατάφερε να βγάλει μια ομάδα που είχε καταντήσει σχεδόν ανέκδοτο από τον βάλτο και να την ανεβάσει στα ουράνια.

Ίσως ο Σένα ήταν γρηγορότερος, όμως ο Βραζιλιάνος είναι μια άλλη ιστορία. Ο Σουμάχερ όμως ήταν τόσο αφοσιωμένος και δουλευταράς, που αποτελούσε λαμπρότερο παράδειγμα προς τους συναδέλφους του σε μια ομάδα. Ένας από τους πλέον επιτυχημένους ανθρώπους του αθλήματος, Πατ Σίμοντς, επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό. Ο Σίμοντς είχε την τύχη να εργαστεί τόσο με τον Σουμάχερ, όσο και τους Αλόνσο και Σένα. Και σε ερώτηση για το ποιος ήταν ο αγαπημένος του απάντησε απλά. «Ο Μίκαελ απλά είχε τον τρόπο να σε μαγνητίσει όσο κανένας άλλος. Ήταν εξαιρετικά καλός σε κάθε κατηγορία. Για εμένα είναι ο καλύτερος που δούλεψα ποτέ μαζί».

*Προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους, είτε τους αρέσει ο αθλητισμός είτε όχι, να δουν το ντοκιμαντέρ για την ζωή του Σουμάχερ. Εμένα τουλάχιστον μου χάρισε μια οπτική του Γερμανού θρύλου που για 24 χρόνια δεν την είχα.