Ο Ντάρκο Μίλιτσιτς είναι ένας από τους ιδιαίτερους πρωταθλητές στην ιστορία του NBA που πλέον πολύ λίγοι θυμούνται την καριέρα του στη λίγκα.

Κεφάλαιο Ντάρκο Μίλιτσιτς. Ένας από τους πιο πολλά υποσχόμενους παίκτες που έφτασαν στο NBA από την Ευρώπη και γενικά από τα μεγαλύτερα what if της λίγκα. Ως εκεί. Ο Σέρβος μόλις από τα 14 του χρόνια κοιτούσε τον κόσμο από τα 2 μέτρα και 13 εκατοστά. Το πρωτοφανές του ύψος και συνάμα η πίεση του πατέρα του, τον ανάγκασαν από νωρίς να κρατήσει την «σπυριάρα».

Ο ίδιος ποτέ δεν συμφιλιώθηκε με την ιδέα καθώς δεν του άρεσε ιδιαίτερα το μπάσκετ αλλά έβλεπε το potential αυτού του δρόμου. Μεγάλωσε άλλωστε σε δύσκολες περιόδους, όταν ο πόλεμος χτύπησε τη χώρα του. Μπροστά στα δεινά που είχε ζήσει, η ευκαιρία που του παρουσιάστηκε με το μπάσκετ ήταν δώρο Θεού. Ένα δώρο που το δέχτηκε αλλά δεν αξιοποίησε στο έπακρο.

Το double double κόντρα στο Μαρούσι και η σύντομη πορεία του στην Ευρώπη

Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε μόνος του στο Βρσατς, μια πόλη κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία, προκειμένου να ενταχθεί στα τμήματα υποδομής της τοπικής ομάδας, η οποία τότε ήταν γνωστή ως Χέμοφαρμ.

Έφηβος ακόμη, στα 16 του, προωθήθηκε στην επαγγελματική ομάδα και την αγωνιστική περίοδο 2001/02 πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στη YUBA League. Ολοκλήρωσε τη χρονιά με 18 συμμετοχές και στατιστικά 5,4 πόντων και 3,1 ριμπάουντ σε περίπου 19 λεπτά συμμετοχής ανά παιχνίδι. Παράλληλα, αγωνίστηκε στο Κύπελλο Κόρατς εκείνης της σεζόν έχοντας μέσους όρους 7,9 πόντων και 4,7 ριμπάουντ ανά αγώνα. Έκανε, μάλιστα, νταμπλ νταμπλ στην επαναληπτική εκτός έδρας αναμέτρηση για τη φάση των «16» κόντρα στο Μαρούσι, όπου παρά την ήττα-αποκλεισμό της ομάδας του σκόραρε 15 πόντους και μάζεψε 10 ριμπάουντ.

Την επόμενη σεζόν, συμμετείχε στο Τσάμπιονς Καπ, φτάνοντας ως το Final Four της διοργάνωσης. Εκεί, η Χέμοφαρμ ηττήθηκε στον ημιτελικό από τον γηπεδούχο και κατόπιν τροπαιούχο Άρη.

Μίλιτσιτς

Το Νο.2 pick στο draft και το δαχτυλίδι στη rookie season

Το όνομα του Μίλιτσιτς δεν άργησε να ακουστεί στο NBA. Τα σωματικά του προσόντα και το στυλ παιχνιδιού σε συνδυασμό με την ηλικία του, προσέλκυσαν τα βλέμματα πολλών ομάδων του ΝΒΑ. Και όχι άδικα. Σκάουτερ γέμισαν την Σερβία και ο ίδιος ήξερε πως η ζωή του θα άλλαζε σύντομα. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν θα ήταν έτοιμος. Στο draft του 2003 επιλέχθηκε δεύτερος στον πρώτο γύρο πίσω μόνο από τον ΛεΜπρον Τζέιμς και μπροστά από τα ιερά τέρατα Ντουέιν Γουέιντ, Κρις Μπος και Καρμέλο Άντονι.

Στην rookie season του, είχε περιορισμένο χρόνο συμμετοχής αφενός διότι κρίθηκε ανέτοιμος για να συνεισφέρει ενεργά στο επίπεδο του πρωταθλήματος. Άλλωστε, οι Πίστονς είχαν βλέψεις για το δαχτυλίδι με τους Μπίλαπς, Μπεν και Ρασίντ Γουάλας και Χάμιλτον να δίνουν βαρύτητα στο ρόστερ. Βαρύτητα που το Νο.2 του draft δεν μπορούσε να ακολουθήσει.

Ο Μίλιτσιτς πραγματοποίησε το επίσημο ντεμπούτο του την 31η Οκτωβρίου του 2003 στην εκτός έδρας επικράτηση επί των Μαϊάμι Χιτ, αγωνιζόμενος για περίπου 1,5 λεπτό, χωρίς να σκοράρει. Η ολοκλήρωση της κανονικής περιόδου τον βρήκε με 34 παρουσίες και περιορισμένο χρόνο συμμετοχής, ενώ στα πλέι οφ που ολοκληρώθηκαν με την κατάκτηση του πρωταθλήματος, αγωνίστηκε στις 8 από τις 23 αναμετρήσεις των Πίστονς, παίρνοντας ακόμη λιγότερο χρόνο.

Σε ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η δεύτερη σεζόν του στους Πίστονς. Λίγο περισσότερος χρόνος συμμετοχής αλλά τίποτα αξιόλογο. Στα μέσα της τρίτης χρονιάς, οι Πίστονς είχαν σταματήσει εντελώς να πιστεύουν σε εκείνον και τον παραχώρησαν στους Μάτζικ.

Το Ορλάντο, το Μέμφις και οι περιπέτειες του Μίλιτσιτς στη λίγκα

Στο υπόλοιπο της σεζόν 2005-06, ο Μίλιτσιτς είχε σταθερή παρουσία στο παρκέ με 21 λεπτά συμμετοχής μέσο όρο, χωρίς να αιτιολογεί πάντα, ωστόσο, την χρησιμότητά του. Οι Μάτζικ, όμως, τον πίστευαν. Τον πίστευαν πολύ. Την επόμενη χρονιά τον χρησιμοποίησαν σε 80 από τους 82 αγώνες (!) πρωταθλήματος. Πέρασαν στα playoffs, όπου και έπεσαν πάνω στους Πίστονς. Παρά τον αποκλεισμό τους, ο Σέρβος έκανε πολύ αξιοπρεπείς εμφανίσεις με μέσο όρο 12.3 πόντους. Μετά το τέλος της σεζόν μπήκε σε συζητήσεις με τους Ορλάντο Μάτζικ για την ανανέωση της συνεργασίας των δύο πλευρών ως restricted free agent. Εν τέλει αποδεσμεύτηκε πλήρως προκειμένου να βρεθεί χώρος στο μπάτζετ της ομάδας για την απόκτηση του Ρασάρντ Λιούις.

Επόμενη στάση, Μέμφις. Τον Ιούλιο του 2007 ο Μίλιτσιτς υπέγραψε τριετές συμβόλαιο συνεργασίας με τους Μέμφις Γκρίζλις. Στην ομάδα έμεινε για δύο σεζόν, διάστημα κατά το οποίο έμεινε δυσαρεστημένος από τις συνθήκες που συνάντησε, γεγονός που στην πορεία είχε αντίκτυπο στην ψυχολογία του αλλά και στη συμπεριφορά του τόσο εντός όσο και εκτός αγωνιστικών χώρων.

Μετά το Μέμφις… το χάος

Μετά τους Γκρίζλις, η κατρακύλα. Ακολούθησε η Νέα Υόρκη το 2009 για λογαριασμό των Νικς, όπου έπαιξε μόνο 8 αγώνες. Μεσούσης της σεζόν μετακόμισε στη Μινεσότα για τους Τίμπεργουλβς όπου και παρέμεινε μέχρι το 2012. Συνολικά μέτρησε 122 συμμετοχές με μέσους όρους 7,7 πόντων και 4,8 ριμπάουντ, αγωνιζόμενος συνήθως στη βασική πεντάδα. Θέση την οποία έχασε όταν έκανε την εμφάνισή του ο Νίκολα Πέκοβιτς και οι Γουλβς αποφάσισαν να… σοβαρευτούν.

Μετά τη Μινεσότα, σειρά είχε η Βοστόνη και οι Σέλτικς. Ο Μίλιτσιτς, όντας μόλις 27 χρονών, ήταν αποφασισμένος να κάνει ένα ολικό restart στην καριέρα του. Είχε ταλαιπωρηθεί από μικροτραυματισμούς, είχε καταστεί ήδη ένα από τα χειρότερα first round picks, αλλά εκείνος ήταν αποφασισμένος. Το δήλωνε ξανά και ξανά. Δύο μήνες μετά την έλευσή του στη Βοστόνη, ο αποφασισμένος Μίλιτσιτς αποδεσμεύτηκε μετά από δικό του αίτημα, έχοντας προλάβει να παίξει μόλις λίγα λεπτά με τους «Κέλτες».

Έκτοτε δεν αγωνίστηκε σε άλλον σύλλογο, ενώ το 2014 έγινε γνωστή η οριστική του απόσυρσή του. Πριν καλά καλά κλείσει τα τριάντα. Στα τέλη του 2019 επανήλθε προσωρινά στην ενεργό δράση αγωνιζόμενος σε ερασιτεχνικό επίπεδο με την KK I Came To Play, ομάδα της δ΄ κατηγορίας του σερβικού πρωταθλήματος μαζί με άλλους βετεράνους όπως οι Ντράγκαν Τσέρανιτς και Γιόβο Στανόγεβιτς.

Ποιος είναι ο Ντάρκο Μίλιτσιτς τελικά;

Ένα από τα χειρότερα first round picks της ιστορίας του ΝΒΑ, όπως έλεγαν οι Αμερικάνοι; Ίσως.

Ένας καλός παίκτης που λόγω των συνθηκών ζωής του κυνήγησε τις ανέσεις και όχι το μπάσκετ; Μπορεί.

Όπως γίνεται πάντα με τα what if στη ζωή, έτσι και στον αθλητισμό, δεν θα μάθουμε ποτέ.