Το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Μάικλ Τζόρνταν δεν επιβεβαίωσε απλά το στάτους του στο μπάσκετ αλλά και τη θέση του ως ο καλύτερος αθλητής όλων των εποχών.

Μετά την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Μάικλ Τζόρνταν υπήρξαν ορισμένοι που σχολίασαν υποτιμητικά την προσπάθειά του να αναδειχθεί ξανά στην επικαιρότητα. Υποστήριξαν ότι με αυτόν τον τρόπο επιχείρησε να κερδίσει ξανά τη δημοσιότητα που έχασε φυσιολογικά μετά την απόσυρσή του. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι με το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ ήθελε να υπενθυμίσει στον κόσμο ποιος είναι ο καλύτερος. Έχοντας μία ολόκληρη γενιά μεγαλώσει στην εποχή του Λεμπρόν, όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που είχαν εκθρονίσει τον MJ.

Όποιοι παρακολουθήσαμε σχολαστικά το “Last Dance” μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο Τζόρνταν επιδίωκε ακριβώς αυτό. Να γεφυρώσει, δηλαδή, ένα χάσμα γενεών. Προκειμένου οι νέοι να μαθαίνουν και να θυμούνται οι παλιότεροι. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πήρε την απόφαση να δημοσιεύσει όλο αυτό το ακυκλοφόρητο υλικό 1 μέρα μετά την κατάκτηση του ΝΒΑ από τους Καβαλίερς, το 2016. Μπορούσε επί χρόνια να το είχε κάνει αλλά περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Αυτή ήρθε όταν ο Λεμπρόν κατέκτησε το τρίτο του πρωτάθλημα. Η μνήμη του κόσμου χρειαζόταν ένα φρεσκάρισμα. Το τέρας ανταγωνιστικότητας ξύπνησε μέσα του εκείνη τη μέρα και πήρε την απόφαση για την κυκλοφορία του “Last Dance”.

Ο απόηχος λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία και των τελευταίων επεισοδίων τον δικαιώνει. Όλος ο κόσμος ασχολείται μαζί του και παρόλο που η αγιογραφία του “σπιλώθηκε”, το στόχο του τον πέτυχε. Η κουβέντα για τον GOAT του μπάσκετ άνοιξε και η ετυμηγορία από τη πλειοψηφία των παικτών και δημοσιογράφων ήταν σαφής. Καλός και χρυσός ο Λεμπρόν αλλά πολλοί δεν τον κατατάσσουν ούτε δεύτερο. Ο Τζόρνταν από την άλλη επανήλθε στη συλλογική μνήμη της κοινής γνώμης ως ο κορυφαίος παίκτης μπάσκετ όλων των εποχών.

Μήπως, όμως, είναι και κάτι παραπάνω; Μήπως δικαιούται να θεωρείται ο καλύτερος αθλητής όλων των εποχών; Κατά τη γνώμη μου το έχει κερδίσει για 4 λόγους.

1. Η αδιανόητη επιστροφή μετά από τέτοια αποχή

Το να πετύχει ένα 3peat είναι ένα πράγμα. Το να πετύχεις και δεύτερο είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό. Το να κατακτήσεις, όμως, 3 δαχτυλίδια για δεύτερη φορά ενώ απέχεις από το άθλημα για σχεδόν 2 χρόνια είναι εξωπραγματικό. Όταν, μάλιστα, επιστρέφεις από την αποχή σε ηλικία 32 ετών και μέχρι τα 35 παραμένεις στην κορυφή, τότε μένεις από λόγια. Πρόκειται για ένα κατόρθωμα που είναι ασύλληπτο να το κατανοήσει κάποιος που δεν έχει αθληθεί.

Δεν είναι μόνο ότι απείχε από το άθλημα. Είναι ότι μεταμόρφωσε εντελώς το σώμα του προκειμένου να προσαρμοστεί στις ανάγκες ενός άλλου. Του μπέιζμπολ στην προκειμένη περίπτωση. Κάτι τέτοιο από μόνο του θα ήταν αρκετό για τους περισσότερους για να ανακόψει την επιστροφή τους. Όχι όμως, για τον Μάικ. Συχνά βλέπουμε παίκτες με μικροτραυματισμούς που επιστρέφουν στην αγωνιστική δράση μετά από ολιγόμηνη αποχή αγνώριστους προς το χειρότερο. Και δεν επανακάμπτουν ποτέ. Ας σημειωθεί ότι στη δεύτερη επιστροφή του MJ από τη συνταξιοδότησε μετρούσε 22 πόντους μέσο όρο σε ηλικία 39 και 40 ετών.

Επειδή όμως, άνοιξε η συζήτηση για τον καλύτερο αθλητή όλων των εποχών ας συγκρίνουμε 2 παρόμοιες περιπτώσεις αθλητών που επιχείρησαν να επιστρέψουν μετά από μεγάλο διάστημα αποχής. Ο Μπιον Μπόργκ σε ηλικία 28 χρονών αποφάσισε να κρεμάσει τη ρακέτα του, επειδή δεν άντεχε την πίεση των μίντια. Σε ηλικία 34 ετών επιχείρησε να επιστρέψει. Το αποτέλεσμα; Ο Σουηδός που θεωρούταν ο καλύτερος τενίστας όλων των εποχών τότε, δε μπόρεσε να κερδίσει ούτε ένα σετ στα πρώτα του 9 παιχνίδια, με αποτέλεσμα να στεφθεί με αποτυχία αυτή του η προσπάθεια.

Μία διαφορετική περίπτωση ήταν αυτή του Ντιέγκο Μαραντόνα. Ένας παίκτης που από πολλούς μέχρι σήμερα θεωρείται ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Τον Μάρτιο του 1991 του επιβλήθηκε ποινή αποκλεισμού από τους αγωνιστικούς χώρες για 15 μήνες καθώς βρέθηκε θετικός σε κοκαΐνη σε ντόπινγκ τεστ. Μετά τη λήξη της ποινής του αγωνίστηκε στη Σεβίλλη και στη συνέχεια στη Μπόκα Τζούνιορς. Ωστόσο, η αποχή και φυσικά και ο εθισμός του στα ναρκωτικά τον είχαν μετατρέψει σε σκιά του εαυτού του.

2. Αψεγάδιαστο ρεκόρ

Για κάθε αθλητή που θεωρείται ο κορυφαίος στο άθλημα του υπάρχει ένα αντεπιχείρημα. Ο Φέντερερ ναι μεν έχει τα περισσότερα Grand Slam αλλά υπολείπεται στις μεταξύ τους αναμετρήσεις με τον Ναδάλ και τον Τζόκοβιτς. Ο Ναδάλ δε θεωρείται τόσο ολοκληρωμένος σε σχέση με τους άλλους 2 ενώ ο Τζόκοβιτς υπολείπεται σε Grand Slam. Ο Μέσι δεν έχει κερδίσει ποτέ τίποτα με την εθνική του ομάδα. Ο Κριστιάνο δεν κυριάρχησε στην Ισπανία έναντι του μεγάλου του αντιπάλου. Ο Λεμπρόν στο μπάσκετ μετράει 3 δαχτυλίδια σε 8 τελικούς. Ακόμα και ο Γιουσέιν Μπολτ στον τελευταίο του επίσημο αγώνα για τα 100 μ. στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2017 τερμάτισε τρίτος.

Προφανώς όλα αυτά δεν αφαιρούν τίποτα από μύθο που έχουν δημιουργήσει οι συγκεκριμένοι αθλητές. Εξάλλου, στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο τένις και στο στίβο υπάρχουν πολλά περισσότερα τουρνουά. Άρα και περισσότερες πιθανότητες να χάσεις.

https://twitter.com/GetUpESPN/status/1263862020673339398

Ωστόσο, αυτό το 6-0 που έχει ο Μάικλ Τζόρνταν σε τελικούς NBA μοιάζει τόσο “καθαρό”. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μπορεί o Τζόρνταν να αγωνιζόταν σε μόνο μία διοργάνωση κάθε χρόνο αλλά για να φτάσει μέχρι το τέλος έπρεπε να δώσει στην καλύτερη περίπτωση 97 παιχνίδια (σ.σ σε περίπτωση που σκούπιζε κάθε σειρά στα playoffs, κάτι που δεν έγινε ποτέ). Το γεγονός, μάλιστα, ότι κέρδισε απέναντι σε 5 διαφορετικές ομάδες αυξάνει το μύθο του. Επιπλέον, η κοινή εντύπωση των περισσότερων για τη δυναμικότητα του NBA την δεκαετία του 90΄είναι ότι το μπάσκετ τότε ήταν πολύ πιο σκληρό και υπήρχαν πολλές περισσότερες καλές ομάδες με πιο ολοκληρωμένα ρόστερ. Αντιθέτως, η εποχή που κυριάρχησε ο Φέντερερ για παράδειγμα στο τένις, κερδίζοντας τους περισσότερους τίτλους, ήταν αρκετά αδύναμη.

3. Τον θεωρούμε κορυφαίο χωρίς να τον έχουμε δει

Αυτό, όμως, το οποίο κανείς αθλητής δεν απολαμβάνει στο βαθμό που το γεύεται ο Τζόρνταν είναι η αναγνώριση προς το πρόσωπό του ανεξαρτήτου ηλικίας. Στο ποδόσφαιρο για παράδειγμα, η άποψη για τον καλύτερο όλων των εποχών διφέρει ανάλογα με το έτος γέννησης. Η νέα γενιά θα σου πει τον Κριστιάνο και το Μέσι. Οι μεσήλικες θα σου ονομάσουν τον Κρόιφ ή τον Μαραντόνα. Και οι ηλικιωμένοι θα θυμηθούν τον Πελέ, τον οποίο έβλεπαν κάθε 4 χρόνια στο Μουντιάλ.

Αντίστοιχα στο τένις, οι νεότεροι θα προφέρουν το όνομα του Φέντερερ, οι μεσήλικες τον Μποργκ και οι παλιότεροι τον Ροντ Λέιβερ, ο οποίος έπαιζε με ξύλινες ρακέτες. Αντιθέτως, στο στίβο υπάρχει συμφωνία σε μεγάλο βαθμό προς το πρόσωπο του Γιουσέιν Μπολτ. Στο μπάσκετ συμβαίνει το ίδιο αλλά σε υπερθετικό βαθμό λόγω της μεγαλύτερης απήχησης του αθλήματος. Ακόμα και ο 20χρονος που δεν βλέπει πολύ μπάσκετ μένει με το στόμα ανοιχτό βλέποντας τα επιτεύγματα του Τζόρνταν.

https://twitter.com/CarpGaboRomero/status/1262954629970694146

Σίγουρα, υπάρχουν κάποιοι που ψιθυρίζουν το όνομα του Λεμπρόν. Αυτοί, όμως, αποτελούν εξαίρεση. Ο Τζόρνταν χρωστάει στο Youtube την διαιώνιση της μνήμης του. Όταν σχεδόν μία ολόκληρη γενιά που δεν σε έχει δει να αγωνίζεσαι σε θεωρεί τον καλύτερο όλων των εποχών τότε σταματάει κάθε συζήτηση.

4. Η επιρροή του ξεπέρασε το άθλημα.

Το τελευταίο επιχείρημα ίσως είναι και το πιο δυνατό. Επειδή η σύγκριση είναι δύσκολη εκ των πραγμάτων λόγω της διαφορετικής φύσης των αθλημάτων, αυτό που πρέπει να κοιτάξουμε περισσότερο είναι η επιδραστικότητα του Τζόρνταν στο άθλημα. Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεται ένα στατιστικό ενδεικτικό της επιρροής του MJ στο μπάσκετ. Στην απαρχή της δυναστείας των Μπουλς, 92 χώρες είχαν αγοράσει τα τηλεοπτικά δικαιώματα του NBA. Όταν αποσύρθηκε για δεύτερη φορά 215 χώρες είχαν βάλει στις τηλεοράσεις των πολιτών τους το NBA.

Θα πει κάποιος ότι τόσο ο Φέντερερ όσο και ο Γιουσέιν Μπολτ παγκοσμιοποίησαν τα αθλήματα τους. Αυτό, όμως, που ξεχνάει ο κόσμος, είναι ότι το έκαναν στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ταχύτητας της πληροφορίας. Ο Μάικλ Τζόρνταν κατόρθωσε να το πετύχει σε μία εποχή που οι περισσότεροι δε γνώριζαν να χειρίζονται υπολογιστή.

Όπως, όμως, είπε και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα, ο Μάικλ Τζόρνταν πήγε ένα βήμα παραπέρα. Δεν άλλαξε μόνο το άθλημά του. Επηρέασε μία ολόκληρη κουλτούρα και τη συνείδηση του κόσμου για τα σπορ αλλά και για τους Αφρο-Αμερικάνους.

“Υπάρχουν σπουδαίοι παίκτες που δεν έχουν αντίκτυπο πέρα από το άθλημα τους. Και υπάρχουν και κάποιες αθλητικές προσωπικότητες που εξελίσσονται σε μία μεγαλύτερη πολιτιστική δύναμη. Ο Τζόρτναν κατάφερε να κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται με διαφορετικό τρόπο για τους Αφρο-Αμερικάνους. Ένα διαφορετικό τρόπο, με τον οποίο ο κόσμος έβλεπε τα σπορ ως μέρος της επιχείρησης της διασκέδασης. Μετατράπηκε σε έναν εξαιρετικό πρέσβη όχι μόνο για το άθλημα αλλά και για της ΗΠΑ σε όλο τον πλανήτη ως μέρος της αμερικανικής κουλτούρας. Ο Τζόρνταν και οι Μπουλς άλλαξαν την κουλτούρα”