Πελέ, το ποδόσφαιρο πέθανε
Πελέ: Η πορεία του Βραζιλιάνου θρύλου στο ποδόσφαιρο - Τα πρώτα βήματα και η γιγάντωση του μύθου του σε όλο τον κόσμο.
Ζώντας στην εποχή του Ρονάλντο και του Μέσι και σε λίγο σε αυτήν του Εμπαπέ και του Χάαλαντ, λίγοι μνημονεύουν έναν από τους κορυφαίους που έγραψαν αλλιώς την ιστορία του ποδοσφαίρου. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον Πελέ. Ο θρυλικός Βραζιλιάνος έφυγε σήμερα από τη ζωή μετά από πολύμηνη μάχη που έδωσε με τις περιπέτειες υγείας και σκόρπισε πένθος στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Ποιος ήταν, όμως, ο Πελέ; Ο παίκτης πίσω από τον θρύλο. Από τα πρώτα βήματά του στα ποδοσφαιρικά γήπεδα μέχρι τη γιγάντωση του μύθου του.
Η εξέλιξη της αγάπης του για το ποδόσφαιρο
Γεννημένος σε μια κωμόπολη περίπου 300 χιλιόμετρα μακριά από το Ρίο Ντε Τζανέιρο στις 23 Οκτωβρίου του 1940, ως Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο, δεν άργησε να αναπτύξει το ταλέντο του με κάθε μέσο. Ο πατέρας του ήταν ποδοσφαιριστής στις χαμηλότερες κατηγορίες της Βραζιλίας και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την αγάπη του Πελέ για το άθλημα. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του, θα τον έβλεπες να τρέχει στους δρόμους κλωτσώντας μία αυτοσχέδια μπάλα από πανιά με τους φίλους του. Μαζί, δημιούργησαν μια ομάδα με το όνομα “Οι ξυπόλυτοι” (The Shoeless Ones) καθώς κανένας τους δεν είχε την δυνατότητα να αγοράσει παπούτσια.
Το παρωνύμιο Πελέ του το κόλλησε ένας συμμαθητής του στο σχολείο και μάλιστα ήταν η αφορμή για να τιμωρηθεί ο μικρός Έντσον με τρεις ημέρες αποβολή, καθώς τσακώθηκε με τον μικρό που του έβγαλε το παρατσούκλι. Υπάρχουν δύο εκδοχές για το τι πραγματικά σημαίνει και είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος επιμένει πως δεν γνωρίζει πως προέκυψε. Η πρώτη εκδοχή είναι πως μία ημέρα που έπαιζε ποδόσφαιρο, στα χωράφια του Τρες Κορασόες με τους φίλους του, με μία αυτοσχέδια μπάλα φτιαγμένη με πανιά και χαρτιά, κάποια στιγμή βρήκε πεταμένη κοντά σε σταθμό του τρένου μία παλιά, ξεφούσκωτη, χαλασμένη, αλλά δερμάτινη μπάλα. Έκτοτε προέκυψε και το pele που σήμαινε δέρμα σε πολλές λατινογενείς γλώσσες. Η άλλη εκδοχή είναι πως το όνομα αυτό του το κόλλησαν όταν ο ίδιος αποκαλούσε λανθασμένα τον αγαπημένο παίκτη του «Μπιλέ» ως «Πιλέ», τερματοφύλακα της Βάσκο ντα Γκάμα. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως το όνομα Πελέ δεν ήταν της αρεσκείας του και δεν υποδηλώνει κάτι στην πορτογαλική γλώσσα. Ωστόσο πολύ αργότερα ένας θεολόγος του είπε ότι η λέξη αυτή υπάρχει στη Βίβλο και στα εβραϊκά σημαίνει θαύμα, γεγονός που άλλαξε την άποψή του για το όνομα.
Λίγο αργότερα άρχισε να παίζει για μια ομάδα νεών. Εκεί τον ανακάλυψε ο Ουάλντεμαρ ντι Μπρίτο, τέως ποδοσφαιριστής της εθνικής Βραζιλίας και νυν προπονητής. Ο ντι Μπρίτο καταλάβει από πολύ νωρίς ότι η περίπτωση του Πελέ ήταν μοναδική. Μάλιστα, όταν προσπάθησε να τον πουλήσει στη Σάντος, ανέφερε ότι τότε ήταν πολύ καλός αλλά θα μπορούσε να εξελιχθεί στον καλύτερο παίκτη όλων των εποχών.
Ακόμα σε θυμούνται η Σάντος κι ο Πελέ
Οι στίχοι από τον ύμνο του Ολυμπιακού δείχνουν πόσο αλληλένδετοι έχουν μείνει την ιστορία ο Πελέ και η Σάντος. Δεν άργησε να δικαιώσει τον Μπρίτο και άρχισε να δείχνει αμέσως τις ικανότητές του. Στην πρώτη του πλήρη σεζόν με τη Σάντος – σε ηλικία 15 ετών – ο Πελέ ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας. Έμενε στο οικοτροφείο του σωματείου και προτού κλείσει τα 16 του, στις 7 Σεπτεμβρίου 1956 έκανε το ντεμπούτο του με την ομάδα ανδρών της Σάντος σε φιλικό αγώνα με την Κορίνθιανς Σάντο Αντρέ (Corinthians Santo André, 7–1) μπαίνοντας σαν αλλαγή και σκοράροντας μία φορά στο 81ο λεπτό το έκτο γκολ της ομάδας. Στη Σάντος τον αποκαλούσαν αρχικά Gasolina (βενζίνη), ένα ψευδώνυμο που του έδωσαν για την ταχύτητά του. Ο τραυματισμός του Βάλτερ Βασκονσέλος (Válter Vasconcelos) το Δεκέμβριο του 1956, βασικού στελέχους της ομάδας που φορούσε το νούμερο 10, του έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστεί στη βασική ενδεκάδα από τις αρχές της επόμενης χρονιάς φορώντας το νούμερό του.
Η Σάντος δεν ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Βραζιλίας όταν ο νεαρός Πελέ πήγε στην ομάδα. Το γήπεδό της Βίλα Μπελμίρο είχε χωρητικότητα μόνο 25.000 θεατές και είχε κατακτήσει μέχρι τότε δύο τίτλους πρωταθλήματος Παουλίστα, το 1955 και ένα στο μακρινό 1935. Το πρωτάθλημα Παουλίστα κυριαρχόταν από την Κορίνθιανς με 15 τίτλους και τη Σάο Πάολο με 11. Η κατάκτηση του δεύτερου συνεχόμενου τίτλου το 1956 έδειξε ότι ήταν η ανερχόμενη δύναμη του ποδοσφαίρου της χώρας. Ο σύλλογος δεν ήταν οικονομικά εύρωστος, είχε ένα νεανικό και ταλαντούχο σύνολο και η παρουσία του εκκολάπτοντα αστέρα οδήγησε την ομάδα αρχικά στην κορυφή της χώρας με την κατάκτηση του Πρωταθλήματος Παουλίστα το 1958 και του τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο για πρώτη φορά στην ιστορία της το 1959, τίτλο που κατέκτησε άλλες τρεις φορές. Λίγα χρόνια μετά, είχε βοηθήσει την ομάδα να εξασφαλίσει αρκετούς εθνικούς και διηπειρωτικούς τίτλους. O Πελέ έμεινε, συνολικά, στην Σάντος για 18 χρονία, από το 1956 μέχρι το 1974.
Ένα από τα μεγάλα «κρίματα» της ιστορίας του Πελέ, όμως, είναι πως κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών κορύφωσης της καριέρας του, δεν έπαιξε ποτέ σε επαγγελματική ομάδα στην Ευρώπη. Τα επιτεύγματα αυτά και μετά τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1958 και του 1962, οδήγησαν αρκετές ομάδες του Ευρώπης να προσφέρουν μεγάλα ποσά για να αγοράσουν το εξαιρετικά ταλαντούχο παίκτη με σημαντικότερους διεκδικητές τη Ρεάλ Μαδρίτης, τη Γιουβέντους και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το πρώτο συμβόλαιό του έληξε εννέα ημέρες μετά τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 και πρώτη η Ίντερ κατάφερε να αποσπάσει την υπογραφή συμβολαίου, αλλά ο Άντζελο Μοράτι (πρόεδρος της Ίντερ 1955–68) αναγκάστηκε να τον απογοητεύσει μετά από επίθεση που υπέστη ο πρόεδρος της Σάντος από εξαγριωμένους οπαδούς, οι οποίοι μάλιστα πυρπόλησαν τα γραφεία του σωματείου. Ωστόσο, το 1961, η κυβέρνηση του προέδρου Ζάνιου Κουάντρους (έχοντας λάβει μέτρα χαμηλής δημοτικότητας) εκμεταλλεύτηκε τη δημοσιότητα του Πελέ και τον κήρυξε «εθνικό θησαυρό» για να αποφύγει οποιαδήποτε πιθανή μεταγραφή.
Χρησιμοποιώντας τη φήμη και τα επιτεύγματά της αλλά κυρίως διαθέτοντας στις τάξεις της το «βασιλιά» του αθλήματος, η Σάντος ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους αντιμετωπίζοντας πολυάριθμες ομάδες σε φιλικές συναντήσεις. Πριν εισαχθούν οι ηπειρωτικοί διαγωνισμοί, ήταν συνηθισμένο για μεγάλες ομάδες να περιοδεύσουν σε άλλες χώρες. Η δημοφιλία του Βραζιλιάνου παίκτη αυξήθηκε κατακόρυφα σε όλο τον πλανήτη. Οι σημαντικότεροι σύλλογοι των χωρών αυτών αγωνιζόταν σε αυτές τις συναντήσεις στοχεύοντας πάντα στη νίκη απέναντι στη μεγάλη αντίπαλο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή του κόσμου. Για πολλές από αυτές τις ομάδες και τους παίκτες τους η επιτυχής αντιμετώπισή του ήταν μέχρι και η σημαντικότερη στιγμή στην καριέρα τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνάντηση με τη Ρεάλ Μαδρίτης το 1959, τότε τέσσερις φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης που έγινε στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου μπροστά σε 110.000 θεατές και έληξε με 5–3 υπέρ της «βασίλισσας» της Ευρώπης του Αλφρέδο Ντι Στέφανο (που δεν σημείωσε γκολ, ο Πελέ ένα). Μετά τον αγώνα ο πρόεδρος της Ρεάλ έκανε πρόταση (την πρώτη από τις τρεις) στον Βραζιλιάνο βλέποντάς τον ως διάδοχο του 33χρονου Ντι Στέφανο αλλά ο Πελέ αρνήθηκε. Οι εντυπωσιακές του εμφανίσεις στη Γαλλία την ίδια χρονιά οδήγησαν την L’Équipe να γράψει ότι «Έχουμε δει τώρα το ανώτατο έργο τέχνης. Ο Πελέ διεισδύει στους αντιπάλους του, όπως η νοβοκαΐνη μέσα στους ιστούς ενός άρρωστο».
Το 1969 στη δεύτερη από τις τρεις περιοδείες στην Αφρική, οι δύο παρατάξεις που πολεμούσαν στον εμφύλιο πόλεμο στη Νιγηρία συμφώνησαν σε 48ωρη εκεχειρία για να δουν το παιχνίδι της Σάντος σε ένα φιλικό στο Λάγος με τη Νιγηριανή ομάδα Stationary Stores FC που διεξήχθη στις 26 Ιανουαρίου. Τον αγώνα παρακολούθησαν 25.000 θεατές και έληξε ισόπαλος 2–2 με δύο τέρματα του Πελέ.
Το 1974, μετά από 19 χρόνια με τη Σάντος, ο Πελέ αποφάσισε να αποσυρθεί από το ποδόσφαιρο έχοντας κερδίσει 10 τίτλους Πρωταθλήματος Παουλίστα, έξι Πρωταθλήματα Βραζιλίας στη σειρά από το 1961 ως 1965 (με τη μορφή του Taça Brazil που είχε αυτό το ρόλο) και ένα το 1968 με τη μορφή του τουρνουά Ρομπέρτο Γκόμες Πεντρόσα, τρία τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο, δύο Κόπα Λιμπερταδόρες, δύο Διηπειρωτικά Κύπελλα και ένα Σούπερ Διηπειρωτικό Κύπελλο. Τα τελευταία του δύο γκολ του για την ομάδα τα σημείωσε στις 22 Σεπτεμβρίου 1974 απέναντι στη Γκουαρανί (2–2) για το πρωτάθλημα Παουλίστα. Το τελευταίο παιχνίδι του με την ομάδα ήταν στην έδρα της απέναντι στην Πόντε Πρέτα για το πρωτάθλημα Παουλίστα στις 2 Οκτωβρίου 1974 που έληξε με νίκη της γηπεδούχου με 2–0. Ο Πελέ έπαιξε 21 λεπτά εξαιτίας ενός μικρού τραυματισμού, και αποχώρησε αποθεώμενος από τους 20.258 θεατές της συνάντησης.
Σε ατομικό επίπεδο είχε 11 πρωτιές ως κορυφαίου σκόρερ του πρωταθλήματος Παουλίστα, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ, ενώ κατέχει τις τέσσερις καλύτερες επιδόσεις στην ιστορία του θεσμού, ο μόνος που ξεπέρασε τα 40 τέρματα σε μία χρονιά. Μεταξύ 1957 και 1970, ήταν κορυφαίος σκόρερ σε έξι διαφορετικές διοργανώσεις, στο Πρωτάθλημα Παουλίστα, το τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο, το Taça Brazil, το Κόπα Λιμπερταδόρες, το Διηπειρωτικό Κύπελλο και το Πρωτάθλημα Ένοπλων Δυνάμεων της Βραζιλίας.
Σε τρεις περιπτώσεις, ήταν πρώτος σκόρερ περισσότερες από μία φορές. Σημείωσε 643 τέρματα σε 659 επίσημους αγώνες (660 σύμφωνα με την ανακοίνωση της RSSSF – 2021) με τη Σάντος, ρεκόρ κόσμου για παίκτη σε ένα σύλλογο σύμφωνα με τη FIFA που καταρρίφθηκε το 2020. Συμπεριλαμβανομένων των φιλικών αγώνων το γενικό σύνολο σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του συλλόγου είναι 1.091 τέρματα από οποία τα 567 σε αγώνες πρωταθλημάτων με 467 στο Πρωτάθλημα Παουλίστα. Η RSSSF αναγνωρίζει ως σύνολο τερμάτων τα 1.089.
Το κεφάλαιο Σελεσάο
Ο Πελέ έπαιξε τόσο καλά με την Σάντος που η ένταξη του στην εθνική ομάδα της Βραζιλίας ήταν το επόμενο, φυσικό βήμα. Στα 17 του χρόνια οδήγησε την ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 στη Σουηδία. Εξακολουθεί να είναι ο νεότερος παίκτης που έχει σκοράρει ποτέ στο μεγαλύτερο παγκόσμιο τουρνουά ποδοσφαίρου.
Μεταξύ 1958 και 1970, ο Πελέ έπαιξε σε τέσσερα τουρνουά Παγκοσμίου Κυπέλλου – και κέρδισε τρεις φορές – πρωταγωνιστώντας με την Σελεσάο. Ήταν αυτά τα Μουντιάλ που τον έκαναν γνωστό σε όλη την υφήλιο.
Κάθε φίλαθλος, σε κάθε γωνιά της γης, άκουσε, και αργότερα είδε, τον μάγο να σκοράρει και να κάνει πράγματα που κανείς έως τότε δεν είχε καταφέρει.
Αγωνίστηκε, συνολικά, σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα και κλείνοντας την πορεία του στις διοργανώσεις ήταν δεύτερος σκόρερ της ιστορίας του θεσμού με 12 τέρματα σε 14 συναντήσεις, πίσω μόνο από το Γάλλο Ζυστ Φονταίν των 13 γκολ του 1958. Τα στατιστικά στοιχεία όμως είναι δευτερεύοντα (παρά τον αριθμό των ρεκόρ που διατηρεί) μπροστά στον αντίκτυπο του παιχνιδιού του στην κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση.
Με την εθνική Βραζιλίας αγωνίστηκε 92 φορές, σημείωσε 77 τέρματα και 95 σε 113 εμφανίσεις συμπεριλαμβανομένων των ανεπίσημων φιλικών, έχοντας 67 νίκες, 14 ισοπαλίες και 11 ήττες. Επιπλέον μοίρασε και 47 ασίστ. Η επίδοση των τερμάτων αποτελούσε εθνικό ρεκόρ, το οποίο παραμένει και ήταν η δεύτερη καλύτερη επίδοση στον κόσμο την εποχή του μετά τα 84 γκολ του Φέρεντς Πούσκας. Παρέμεινε κάτοχος του ρεκόρ διεθνών τερμάτων της CONMEMBOL ως το Σεπτέμβριο του 2021. Πέτυχε επτά χατ τρικ ισοφαρίζοντας την επίδοση του Ούγγρου Σάντορ Κότσις (τρίτη καλύτερη στον κόσμο εκείνη την εποχή). Παίζοντας μαζί Πελέ και Γκαρίντσα, η Βραζιλία δεν γνωρίσε ποτέ την ήττα (40 αγώνες, 36 νίκες, 4 ισοπαλίες).
Τα συμβόλαια και οι ταινίες
Λίγο πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, σύμφωνα με τους Los Angeles Times, Puma και Adidas δημιούργησαν το “Σύμφωνο Πελέ”. Οι δύο κολοσσοί συμφώνησαν να μην επιδιώξουν να υπογράψουν τον Πελέ, καθώς ένας πόλεμος προσφορών θα έφτανε σε τόσο υψηλά ποσά, που με λίγα λόγια θα κατέστρεφε όποιον κέρδιζε .Ο Πελέ δεν γνώριζε για τη συμφωνία και υπέγραψε με τη Στάιλο, μια μικρή εταιρεία παπουτσιών με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ωστόσο, ο Χανς Χένγκσεν, ένας αθλητικός δημοσιογράφος και φίλος του Πελέ, εργαζόταν επίσης για την Puma. Χωρίς να το γνωρίζουν οι προϊστάμενοί του, προσέφερε στον Πελέ 25.000 δολάρια για να φορέσει τα παπούτσια της εταιρείας του στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Η συμφωνία περιλάμβανε άλλα 100.000 δολάρια για να τα φορέσει για τέσσερα ακόμη χρόνια. Επιπλέον, ο Πελέ θα έπαιρνε και μέρος των εσόδων που προέκυπταν από τα αθλητικά παπούτσια με το σήμα του. Όπως ήταν αναμενόμενο, πολλά πλάνα του Μουντιάλ επικεντρώθηκαν στα παπούτσια του Πέλε. Μάλιστα, σε κάποια από αυτά φαίνεται να φοράει αυτά της Puma.
Το brand του Πελέ, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν περιορίστηκε στο στις τέσσερις γραμμές των γηπέδων. Ο Βραζιλιάνος μύθος εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες στην Βραζιλία, από κωμωδίες μέχρι δράματα. Ακόμα και πριν κρεμάσει τα παπούτσια του. Πιθανότατα όμως, ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός ρόλος του ήρθε στην ταινία Victory το 1981. Η ταινία αποτελούσε μια ιστορία αιχμαλώτων πολέμου που παίζουν ποδόσφαιρο εναντίον της γερμανικής εθνικής ομάδας στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία. Ο Πελέ υποδύθηκε τον Λουίς Φερνάντεζ, έναν στρατιώτη που τυχαίνει να είναι σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Στην ταινία συμπρωταγωνίστησε με τον Σιλβέστερ Σταλόνε και το Μάικλ Κέιν.
Η μεταγραφή στις ΗΠΑ
Παρά το γεγονός ότι αποτελούσε ένα εξαγώγιμος “πόρο” της Βραζιλίας, ο Πελέ παράκαμψε αυτούς τους κανόνες το 1975, όταν υπέγραψε με τους New York Cosmos της στην Λίγκας της Βόρειας Αμερικής.
Σύμφωνα με τους New York Times, ο Πελέ συμφώνησε σε τριετές συμβόλαιο αξίας 7 εκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό τον έκανε τον πιο ακριβοπληρωμένο αθλητή ομαδικού αθλήματος στον πλανήτη. Στον πρώτο του αγώνα, τον Ιούνιο του 1975 εναντίον των Dallas Tornado, ο Πελέ σημείωσε ένα γκολ και μια ασίστ. Τον είδαν δέκα εκατομμύρια τηλεθεατές. Ένας αριθμός-ρεκόρ για την εποχή.
Μέχρι το τέλος της σεζόν, οι θεατές της Cosmos τριπλασιάστηκαν και μέχρι να φύγει ο Πελέ από τη λίγκα το 1977, οι θεατές ολόκληρης της λίγκας είχαν διπλασιαστεί.
Το παράδειγμα μεταγραφής στις ΗΠΑ του Βραζιλιάνου ακολούθησαν και άλλοι μεγάλοι ποδοσφαιριστές στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κυρίως Ευρωπαίοι, όπως ο Γιόχαν Κρόιφ, ο Εουσέμπιο, ο Τζορτζ Μπεστ, ο Γκερντ Μίλερ, ο Γκόρντον Μπανκς, ο Μπόμπι Μουρ.
Τελείωσε την πρώτη του σεζόν με πέντε γκολ και τέσσερις τελικές πάσες (ασίστ) σε εννέα παιχνίδια πρωταθλήματος. Την επόμενη χρονιά σημείωσε 15 γκολ και είχε 19 ασίστ σε 24 παιχνίδια και το 1977 σκόραρε 17 φορές και έδωσε επτά ασίστ. Οι δύο πρώτες χρονιές με την ομάδα της Νέας Υόρκης ήταν ομαδικά αποτυχημένες με το επίπεδο των συμπαικτών του, ειδικά την πρώτη χρονιά, να βρίσκεται πολύ χαμηλότερα σε σχέση με αυτό που είχε συνηθίσει να αγωνίζεται.
Το τέλος της καριέρας
Το 1977, ο ΟΗΕ του έδωσε τον τίτλο «πρεσβευτής στον κόσμο» ή πιο απλά «πολίτης του κόσμου», όπως αναφέρεται στο δίπλωμα που του επέδωσε ο τότε γενικός γραμματέας Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ. Τον Απρίλιο του 1994, ο Πελέ ορίστηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της ΟΥΝΕΣΚΟ. Το διάστημα 1994–2000 ήταν διευθυντής εξωτερικών υποθέσεων και συντονιστής των τμημάτων βάσης της Σάντος.
Το 1995, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Φερνάντο Καρντόσο τον όρισε στη θέση του υπουργού αθλητισμού, ο πρώτος μαύρος υπουργός στην ιστορία της χώρας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πρότεινε νομοθεσία για τη μείωση της διαφθοράς στο ποδόσφαιρο της Βραζιλίας που είχε διογκωθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, εξασφάλιζε την ανεξαρτησία της αθλητικής δικαιοσύνης, έδινε δικαιώματα στους ποδοσφαιριστές στις σχέσεις τους με τα σωματεία και δημιουργούσε δυνατότητες συλλογής κεφαλαίων για τα ολυμπιακά αθλήματα, η οποία έγινε γνωστή ως «νόμος Πελέ». Απομακρύνθηκε από τη θέση του το 1998, σε αναδιάταξη του υπουργικού συμβουλίου έχοντας αντιδράσεις από αρκετούς προέδρους μεγάλων συλλόγων της χώρας για τη νομοθετική του πρωτοβουλία. Παρόλα αυτά ο νόμος τέθηκε σε εφαρμογή το 2001 όπως προβλεπόταν στον αρχικό του σχεδιασμό. Κατηγορήθηκε επίσης ότι συμμετείχε σε σκάνδαλο διαφθοράς που καταχράστηκε 700.000 δολάρια από τη UNICEF, αν και δεν αποδείχθηκε τίποτα και η UNICEF το αρνήθηκε.
Μετά το τέλος της καριέρας του, ο Πελέ συμμετείχε σε διαφημίσεις για αρκετές πολυεθνικές εταιρείες, ανέπτυξε δική του επιχειρηματική δραστηριότητα αποκομίζοντας υψηλά εισοδήματα με αρκετούς επικριτές του να τον κατηγορούν ότι ξέχασε από που προήλθε. Ήδη από μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, άρχισε να προωθεί ένα ευρύ φάσμα προϊόντων στη Βραζιλία και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που δεν είχαν καμία σχέση με τον αθλητισμό. Υπήρξε όμως επιλεκτικός προσέχοντας το μήνυμα που στέλνει στα παιδιά αρνούμενος να διαφημίσει προϊόντα καπνού ή αλκοόλ. Είχε επικριθεί επίσης ότι έχει αγαπήσει τη δύναμη του χρήματος όμως η ιστορία έδειξε ότι απλά βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για τον τύπο του επαγγελματισμού που τελικά επικράτησε. Εγκατέλειψε την επιχειρηματική δραστηριότητα το 2013. Το 1993 κατηγόρησε δημόσια τον πρόεδρο της Βραζιλιάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Ρικάρντο Τεχέιρα για τη διαφθορά μετά την απόρριψη της τηλεοπτικής εταιρείας του Πελέ σε διαγωνισμό για τα δικαιώματα της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Οι κατηγορίες αυτές οδήγησαν σε οκταετή διαμάχη μεταξύ τους. Ως συνέπεια της υπόθεσης, ο πρόεδρος της FIFA Ζοάο Χαβελάνζε (που είχε χρησιμοποιήσει τη φήμη του Πελέ στην προεδρική του εκλογή το 1974), απαγόρευσε στον Πελέ να συμμετάσχει στην κλήρωση για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Ο Πελέ είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα των Η.Π.Α. αποκτώντας αντιπάθειες στο κοινό της πατρίδας του, η οποία ήταν επίσης υποψήφια. Του επισυνάφθηκε ότι θα είχε μεγάλο οικονομικό όφελος από την ανάληψη της διοργάνωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η δική του τοποθέτηση ήταν ότι η Βραζιλία δεν ήταν οικονομικά και πολιτικά έτοιμη.
Το Δεκέμβριο του 1999 ήρθε ίσως η σημαντικότερη τιμητική διάκριση, αυτή του «Αθλητή του αιώνα» από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.), παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχε σε Ολυμπιακούς Αγώνες κατά τη διάρκεια της αθλητικής σταδιοδρομίας του. Ψηφίστηκε πρώτος μπροστά από τους χρυσούς Ολυμπιονίκες Μοχάμεντ Άλι (2ος), Καρλ Λιούις (3ος), Μάικλ Τζόρνταν (4ος) και Μαρκ Σπιτς (5ος). Το 2020 στην επέτειο των 80ών γενεθλίων του ο πρόεδρος της Δ.Ο.Ε. Τόμας Μπαχ ευχήθηκε δηλώνοντας ότι ο Πελέ είναι «Ολυμπιακός αθλητής επειδή έζησε με τις Ολυμπιακές αξίες σε όλη την καριέρα του».Το 2000, σε παγκόσμια δημοσκόπηση της FIFA στο διαδίκτυο για την ανάδειξη του καλύτερου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, ήρθε δεύτερος με 18,5 %, ενώ πρώτος με 53,6 % ήρθε ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ενώ αντίθετα, στην ψηφοφορία της FIFA «Football family» και των αναγνωστών του περιοδικού FIFA Magazine ο Πελέ ήρθε πρώτος με 72,7 % των ψήφων. Την ίδια χρονιά η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) τον βράβευσε ως τον κορυφαίο σκόρερ πρώτης κατηγορίας του 20ού αιώνα με 541 τέρματα σε 560 αγώνες.