Ο Πελέ συνέδεσε το όνομά του με τα Παγκόσμια Κύπελλα, κατακτώντας τρία με τη Σελεσάο και γιγαντώνοντας ακόμα περισσότερο το μύθο του.

Ο Πελέ έγραψε μεγάλο μέρος της πλούσιας ιστορίας του στα Παγκόσμια Κύπελλα στα οποία συμμετείχε. Με τη Βραζιλία κατάφερε να ξεχωρίσει εύκολα, να ηγηθεί των συμπατριωτών του και να οδηγήσει τη «Σελεσάο» στην κατάκτηση τριών Μουντιάλ.

Μεταξύ άλλων, στα Παγκόσμια Κύπελλα ο Πελέ κατάφερε να γιγαντώσει τον μύθο του. Παίζοντας στη Σάντος για δύο δεκαετίες δεν έδωσε την ευκαιρία στον κόσμο να τον θαυμάσει. Με την τεχνολογία να μην έχει προχωρήσει τόσο, τα social media να μην υπάρχουν, ο κόσμος ήξερε για έναν μαγευτικό Βραζιλιάνο αλλά δεν τον είχε παρακολουθήσει. Το ταλέντο του Πελέ για πολύ κόσμο ήταν άγνωστο. Και μοναδική ευκαιρία για να τον θαυμάσει κανείς ήταν τα Μουντιάλ.

Παγκόσμιο Κύπελλο 1958 Πελέ

Η διοργάνωση αυτή ήταν η πρώτη αντίστοιχη με παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση.Η Βραζιλία δεν συμπεριλαμβάνονταν στα φαβορί, με τη Σουηδία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Σοβιετική Ένωση και την κάτοχο του τίτλου Δυτική Γερμανία να έχουν το προβάδισμα. Οι υπεύθυνοι της Βραζιλίας ξέχασαν να διανείμουν τους αριθμούς στους παίκτες τους και ένας Ιταλός από τη FIFA παρατήρησε το λάθος και αυτός ήταν που αρίθμησε τους μελλοντικούς παγκόσμιους πρωταθλητές. Έτσι, ο τερματοφύλακας είχε το 3 και ο Πελέ τυχαία πήρε το 10. Μέχρι τότε ως αναπληρωματικός φορούσε το νούμερο 13. Η ομάδα ήταν καλά προετοιμασμένη για τρεις μήνες και περιόδευσε στην Ευρώπη δίνοντας φιλικούς αγώνες, είχε εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές και πολύ καλά υποστήριξη από ειδικούς, γεγονός ασύνηθες την εποχή εκείνη. Ο ψυχολόγος της αποστολής, είχε συντάξει ειδικές εκθέσεις για τους παίκτες χαρακτηρίζοντας τον Πελέ ανώριμο προτείνοντας τη μη χρησιμοποίησή του. Στην αρχή του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 ο Πελέ (που δεν ήταν γνωστός έχοντας μόνο δύο διεθνείς συμμετοχές και επιπλέον εμφανώς πολύ μικρός σε ηλικία) ήταν τραυματίας στο γόνατο από αγώνα προετοιμασίας της εθνικής με την Κορίνθιανς. Ο προπονητής της «σελεσάο» Βισέντε Φεόλα δεν ρίσκαρε τη συμμετοχή του στους δύο πρώτους αγώνες. Μάλιστα, ο ίδιος ο παίκτης πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο είχε ζητήσει από τον προπονητή του να επιστρέψει στην πατρίδα καθώς ένιωθε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει. Ο μασέρ όμως της ομάδας, πήρε το θέμα προσωπικά και υποσχέθηκε να κάνει καλά τον νεαρό που είχε τραυματιστεί. Όσο για τη συμμετοχή του στη βασική ενδεκάδα αυτό ήταν υπόθεση του έμπειρου αμυντικού Νίλτον Σάντος. Ο αριστερός πλάγιος αμυντικός είχε εκτιμήσει τα προπονητικά συστήματα και ο Φέολα τον εμπιστευόταν. Έτσι μαζί με άλλα βασικά στελέχη τον έπεισαν να αφήσει εκτός ομάδας τους Αλταφίνι και Ντίντα και να χρησιμοποιήσει τους νεαρούς Πελέ και Γκαρίντσα. Στους αγώνες του τέταρτου ομίλου της πρώτης φάσης, ο κλοιός στένευε γύρω από τη Βραζιλία. Είχε ξεκινήσει με νίκη 3–0 επί των Αυστριακών, αλλά στη συνέχεια η «λευκή ισοπαλία» 0–0 (η πρώτη στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων) με την Αγγλία τους έβαζε όλους σε περιπέτειες. Ο αγώνας με την Σοβιετική Ένωση ήταν καθοριστικός και ο νεαρός Πελέ έπρεπε να παίξει. Στις 15 Ιουνίου 1958 στο Ούλεβι του Γκέτεμποργκ ήταν στην αρχική ενδεκάδα, ο νεότερος παίκτης στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων μέχρι τότε, 17 ετών και 235 ημερών. Ήδη στο πρώτο λεπτό ο Γκαρίντσα είχε σουτ στο δοκάρι και ο Πελέ ξεκίνησε εντυπωσιακά με ένα ακόμη δοκάρι στο δεύτερο λεπτό. Ο Βαβά σκόραρε στο τρίτο λεπτό και με ένα ακόμα γκολ αργότερα μετά από ασίστ του Πελέ έδωσε τη νίκη και την πρόκριση στους Βραζιλιάνους, αλλά ο Πελέ, αγωνιζόμενος ως δεύτερος επιθετικός πίσω από το Βαβά, ήταν αυτός που είχε εντυπωσιάσει τους ειδικούς του ποδοσφαίρου. Το όνομα του είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό και στην Ευρώπη, ενώ η «σελεσάο», παίζοντας με το πρωτοποριακό για την εποχή σύστημα 4–2–4 που αντέγραψαν αργότερα σχεδόν όλες οι ομάδες, ήταν πλέον στα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου.

Στα προημιτελικά αντίπαλος ήταν η Ουαλία. Η συνάντηση ήταν ισόπαλη χωρίς τέρματα έως τη στιγμή που ο Πελέ δέχθηκε πάσα από κεφαλιά. Στόπαρε άψογα τη μπάλα, και αφού την πέρασε κάτω από τα πόδια ενός αμυντικού σημάδεψε τη γωνία της εστίας. Ήταν το 66ο λεπτό και ο Βραζιλιάνος έγινε ο νεότερος σκόρερ στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων (17 ετών και 239 ημερών), επίδοση ρεκόρ που κατέχει ακόμα. Ο ίδιος περιέγραψε πολύ αργότερα το μοναδικό γκολ της συνάντησης ως ίσως το πιο σημαντικό στην καριέρα του. Ο ημιτελικός με τη Γαλλία ήταν ένας από τους καλύτερους αγώνες εκείνης της διοργάνωσης (ίσως ο καλύτερος) και διεξήχθη στο στάδιο Ρασούντα στις 24 Ιουνίου. Η Γαλλία ήταν η ομάδα με την αποτελεσματικότερη επίθεση μέχρι τότε, είχε όμως και την ασθενέστερη άμυνα. Δεν ήταν έκπληξη όταν η Βραζιλία πήρε το προβάδισμα μετά από λιγότερο από δύο λεπτά χάρη σε τέρμα από το Βαβά. Ο Ζυστ Φονταίν βρήκε το πίσω μέρος των διχτύων για άλλη μια φορά για να ισορροπήσει τα σκορ μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά. Η πρώτη μισή ώρα του παιχνιδιού ήταν γρήγορη και συναρπαστική, με δύο εξαιρετικά ταλαντούχες ομάδες γεμάτες επιθετικές προθέσεις να πηγαίνουν από το ένα τέρμα στο άλλο. Το παιχνίδι ήταν ισορροπημένο, όταν ο κεντρικός αμυντικός Ζονκέ τραυματίστηκε. Εκείνη την εποχή δεν επιτρέπονταν οι αλλαγές και ο τραυματισμός του στα 35 λεπτά άφησε τη Γαλλία για σχεδόν μία ώρα να παίζει ουσιαστικά με δέκα παίκτες καθώς η παρουσία του ήταν τυπική στο γήπεδο. Ένα γκολ από τον Ντίντι και ένα χατ τρικ από τον Πελέ μέσα σε 23 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο με σουτ μέσα στη μεγάλη περιοχή (52ο λεπτό – 75ο) έδωσαν στη Βραζιλία μια άνετη νίκη, με τελικό αποτέλεσμα 5–2. Ο Πελέ έγινε και παραμένει ο νεότερος παίκτης που πέτυχε χατ τρικ σε αγώνα τελικής φάσης της κορυφαίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης.

Στον τελικό στο 5–2 με τη Σουηδία, ο Πελέ πέτυχε δύο γκολ, το πρώτο στο 55ο λεπτό που αύξησε τη διαφορά σε 3–1, έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα εντυπωσιακότερα στην ιστορία όλων των Παγκοσμίων Κύπελλων. Ήταν στενά μαρκαρισμένος από έναν αμυντικό, και υπήρχε ένας άλλος αμυντικός κοντά. Δέχτηκε ψηλή πάσα από τον Νίλτον Σάντος, την ελέγχει με το στήθος του, κρατώντας τον πρώτο αμυντικό πίσω του και αφήνει την μπάλα να πέσει στο έδαφος. Αυτή αναπηδά μια φορά και μετά καθώς δεύτερος αμυντικός τον κλείνει, κόβει τη μπάλα σχεδόν κατευθείαν στον αέρα. Ο Πελέ σκύβει γύρω του, έτσι ώστε όταν η μπάλα πέσει κάτω, να είναι ξεμαρκάριστος στη μέση της περιοχής μένοντας ελεύθερος να σουτάρει πετυχαίνοντας εύκολα το γκολ. Ο ίδιος το είχε χαρακτηρίσει σε συνέντευξή του το 2014 ως το πιο αξέχαστο της καριέρας του. Την ημέρα του τελικού ήταν 17 ετών και 249 ημερών, ο νεότερος παίκτης που είχε αγωνιστεί σε τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου, ρεκόρ που έχει μείνει ακόμα ακατάρριπτο. Ακατάρριπτη είναι και η επιτυχία του να σκοράρει και να κατακτήσει το κορυφαίο τρόπαιο σε τόσο νεαρή ηλικία. Ο ίδιος θεώρησε ότι αυτή ήταν η πιο ταλαντούχα (σε ατομικό επίπεδο) εθνική Βραζιλίας όλων των εποχών. Ήταν δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης με 6 τέρματα (ίδιο αριθμό με το Γερμανό Χέλμουτ Ραν). Ψηφίστηκε επίσης καλύτερος νέος παίκτης, δεύτερος καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης πίσω από το Ντίντι και στην καλύτερη ομάδα. «Ήθελα να χειροκροτήσω το πέμπτο γκολ», είπε ο Σουηδός αμυντικός Σίγκε Πάρλινγκ μετά το τέλος του αγώνα. Μετά το λήξη του τελικού, οι συμπαίκτες του σήκωσαν το παιδί θαύμα στους ώμους τους και πανηγύρισαν το πρώτο παγκόσμιο τρόπαιο. Ο Πελέ ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά του τερματοφύλακα Ζιλμάρ. Η Βραζιλία έγινε η πρώτη ομάδα μιας ηπείρου που κέρδισε τον τίτλο σε άλλη ήπειρο, και παρέμεινε η μόνη για δεκαετίες.

Η εμφάνιση ενός ποδοσφαιριστή σαν τον Πελέ ήταν τόσο εντυπωσιακή που το άθλημα δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο. Εγκαινίασε ένα νέο είδος ποδοσφαιριστή: ένας που μπορεί να κερδίσει παιχνίδια (ακόμα και αυτής της σημασίας) μόνο λόγω του ταλέντου του. Το περιοδικό Sports Illustrated τον χαρακτήρισε τότε ως «ιδιοφυΐα», χωρίς η συνέχεια να το διαψεύσει. Είχε ταξιδέψει στη Σουηδία ως πολύ νέος και άγνωστος παίκτης, χωρίς ακόμα να έχει ολοκληρωθεί η σωματική του διάπλαση, χωρίς εμπειρίες μεγάλης σημασίας αγώνων και χωρίς επαρκή αυτοπεποίθηση. Επέστρεψε στην πατρίδα του ως ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του αθλητισμού και ήρωας της Βραζιλίας και όλα τα νεαρά αγόρια σε όλο τον κόσμο ασκούνταν τότε ώστε να μπορούν να παίξουν με τον ίδιο τρόπο. Οι δημοσιογράφοι ονόμασαν τον τρόπο παιχνιδιού samba football, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το τζίντζα (ginga), ένας τρόπος ποδοσφαίρου βασισμένος στις βραζιλιάνικες παραδόσεις της σάμπα και της καποέιρα, που συνδυάζει πολεμικές τέχνες και χορό. Μία ισορροπία μεταξύ του αθλητισμού και της τέχνης, όπου η τέχνη, μεταξύ άλλων, ήταν να διατηρείται ο έλεγχος της μπάλας ενώ υλοποιούνταν μία εντυπωσιακή ντρίμπλα, με κύριους εκφραστές τους Πελέ και Γκαρίντσα. Το λεγόμενο futebol-arte είχε επικρατήσει απέναντι στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο που είναι υπερβολικά μηχανικό, χωρίς περιθώρια δημιουργικότητας, αναγνωρίζοντας τη σκληρή δουλειά και τη συλλογικότητα. Η νίκη της Βραζιλίας είχε αποκαταστήσει την υπερηφάνεια σε ένα έθνος του οποίου η ταυτότητα συνδέεται εγγενώς με την ποδοσφαιρική τους ικανότητα. Η κατάρα της ήττας του 1950 είχε αρθεί και η παγκόσμια καταξίωση του έθνους είχε επιτευχθεί έχοντας ως πρωταγωνιστή ένα μαύρο έφηβο που έγινε ήρωας στα μάτια ιδιαίτερα των μειονεκτούντων τμημάτων της κοινωνίας της χώρας. Η περίοδος της αθλητικής κυριαρχίας του έθνους του είχε μόλις ξεκινήσει.

Παγκόσμιο Κύπελλο 1962

Το 1962 στη Χιλή πέτυχε ένα εξαιρετικό γκολ, θεωρείται από μερικούς ως το πιο εντυπωσιακό στα Παγκόσμια Κύπελλα περνώντας τέσσερις αμυντικούς στον πρώτο αγώνα με το Μεξικό. Πρόλαβε να δώσει ακόμα και μία ασίστ στο Μάριο Ζαγκάλο, αλλά τραυματίστηκε στην επόμενη συνάντηση με την Τσεχοσλοβακία και είδε από την εξέδρα την ομάδα του (που δεν είχε αξιοσημείωτες διαφορές από την προηγούμενη διοργάνωση) να κερδίζει τον τίτλο με κύριο πρωταγωνιστή τον Γκαρίντσα. Ο τραυματισμός του τον κράτησε εκτός δράσης για δύο μήνες. Το 2007 του δόθηκε το μετάλλιο του νικητή του Κυπέλλου (όπως και στους υπόλοιπους σε αντίστοιχη παρουσία), καθώς εκείνη την εποχή, αυτό αποδίδονταν μόνο σε όσους είχαν αγωνιστεί στον τελικό.

Τα επιτεύγματα αυτά και μετά τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1958 και του 1962, οδήγησαν αρκετές ομάδες του Ευρώπης να προσφέρουν μεγάλα ποσά για να αγοράσουν το εξαιρετικά ταλαντούχο παίκτη με σημαντικότερους διεκδικητές τη Ρεάλ Μαδρίτης, τη Γιουβέντους και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το πρώτο συμβόλαιό του έληξε εννέα ημέρες μετά τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 και πρώτη η Ίντερ κατάφερε να αποσπάσει την υπογραφή συμβολαίου, αλλά ο Άντζελο Μοράτι (πρόεδρος της Ίντερ 1955–68) αναγκάστηκε να τον απογοητεύσει μετά από επίθεση που υπέστη ο πρόεδρος της Σάντος από εξαγριωμένους οπαδούς, οι οποίοι μάλιστα πυρπόλησαν τα γραφεία του σωματείου. Ωστόσο, το 1961, η κυβέρνηση του προέδρου Ζάνιου Κουάντρους (έχοντας λάβει μέτρα χαμηλής δημοτικότητας) εκμεταλλεύτηκε τη δημοσιότητα του Πελέ και τον κήρυξε «εθνικό θησαυρό» για να αποφύγει οποιαδήποτε πιθανή μεταγραφή.

Παγκόσμιο Κύπελλο 1966 Πελέ

Στη διοργάνωση της Αγγλίας η «σελεσάο» διέθετε στη σύνθεσή της παίκτες που την οδήγησαν στην κατάκτηση του προηγούμενου Κυπέλλου, αλλά μεγάλους σε ηλικία όπως ο τερματοφύλακας Ζιλμάρ και ο Ντζάλμα Σάντος, ορισμένους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές όπως ο Τοστάο και ο Ζαϊρζίνιο, που ανέδειξαν το ταλέντο τους τέσσερα χρόνια αργότερα στα γήπεδα του Μεξικού και τους μεγάλους αστέρες Πελέ και Γκαρίντσα. Η ομάδα δεν διέθετε ομοιογένεια και η ανακοίνωση της 22άδας που θα ταξίδευε στην Ευρώπη έγινε μόλις δύο εβδομάδες πριν την έναρξη της διοργάνωσης. Ο Πελέ είχε τραυματιστεί στην αρχή της χρονιάς και συμμετείχε μόνο στους αγώνες προετοιμασίας της εθνικής.

Τα αντιαθλητικά μαρκαρίσματα των Βουλγάρων και των Πορτογάλων αμυντικών (ειδικά των δεύτερων έως και σε προκλητικό βαθμό), στέρησαν από τον Πελέ τη συνέχεια των αγώνων. Στον αγώνα με τη Βουλγαρία σκόραρε ένα γκολ με απευθείας εκτέλεση φάουλ και έγινε ο πρώτος παίκτης που σκόραρε σε τρεις συνεχόμενες διοργανώσεις. Κατόπιν απουσίασε από το παιχνίδι με την Ουγγαρία για να αναρρώσει, με την ήττα της Βραζιλίας να διακόπτει την αήττητη ακολουθία 13 αγώνων σε Παγκόσμια Κύπελλα, ρεκόρ που εξακολουθεί να παραμένει. Ο Πελέ επανήλθε στον αγώνα με την Πορτογαλία, όπου και δέχθηκε το σκληρότερο μαρκάρισμα από το Ζοάο Μοράις, που δεν τιμωρήθηκε από τον Βρετανό διαιτητή που θα δικαιούταν αποβολή. Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα σοβαρότερα σφάλματα διαιτησίας στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων.

Ο Πελέ παρέμεινε στον αγωνιστικό χώρο, αλλά δεν μπορούσε να προσφέρει στην ομάδα. Εκτός αυτού, με τον Γκαρίντσα σκιά του παλιού καλού εαυτού του, η Βραζιλία απέτυχε να περάσει τη φάση των ομίλων, προκαλώντας μία από τις πολλές εκπλήξεις της διοργάνωσης. Ο αντιαθλητικός τρόπος αντιμετώπισής του που έμεινε ατιμώρητος από τους διαιτητές, δημιούργησε υποψίες και για ευρωπαϊκή πλεκτάνη για να ξαναγυρίσει το τρόπαιο στη γηραιά ήπειρο, ενώ τα ποικίλα παράπονα ομάδων, δημοσιογράφων ακόμα και των φωτογράφων ήταν διαρκή. Μετά τον αγώνα με την Πορτογαλία, ο Πελέ αποφάσισε να μην αγωνιστεί ξανά με την εθνική ομάδα ενοχλημένος από τον αντιαθλητικά τρόπο αντιμετώπισής του και μεταπείστηκε δύο χρόνια μετά επανερχόμενος σε αγώνα με την Παραγουάη (4–0) σημειώνοντας δύο τέρματα. Στις 31 Αυγούστου 1969 στο Μαρακανά και μπροστά σε 183.341 φιλάθλους πέτυχε το μοναδικό γκολ της νίκης και πρόκρισης της Βραζιλίας στον αγώνα με την Παραγουάη.

Παγκόσμιο Κύπελλο 1970

Το 1970 στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού, το καλύτερο σύμφωνα με τους αθλητικογράφους, ο Πελέ μαζί με τους Ριβελίνο, Ζαϊρζίνιο, Ζέρσον, Τοστάο, Κάρλος Αλμπέρτο σχημάτισαν μία από τις καλύτερες ομάδες που έχουν παίξει ποδόσφαιρο στον πλανήτη – και για πολλούς η καλύτερη σε μία διοργάνωση – τόσο από πλευράς θεάματος όσο και από πλευράς αποτελεσμάτων. Η διοργάνωση ήταν η πρώτη που μεταδόθηκε έγχρωμα και δορυφορικά απευθείας στο τηλεοπτικό κοινό και έμεινε στη μνήμη όσων το παρακολούθησαν και για τις αλλαγές στους κανονισμούς (κάρτες, αλλαγές παικτών). Στη προκριματική φάση η εθνική Βραζιλίας είχε κερδίσει και τα έξι παιχνίδια με τέρματα 23–2 από τα οποία τα έξι του Πελέ. Μαζί με το ταλέντο τώρα, ο κορυφαίος Βραζιλιάνος διέθετε και την ανάλογη εμπειρία, ενώ ο ρόλος του ήταν σε πιο οπισθοχωρημένη θέση, όπως συνέβαινε και στο σύλλογό του.[465][466] Όμως αυτό αύξησε και τις ευθύνες και το άγχος του ως του πιο έμπειρου παίκτη της εθνικής, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η ομάδα ήταν η πιο νεανική της διοργάνωσης με πέντε παίκτες στο σύνολο κάτω των 21 ετών. Προτού τη διοργάνωση ο ομοσπονδιακός προπονητής Ζοάο Σαλτάνια είχε έρθει σε ρήξη με ορισμένους παίκτες, μεταξύ τους και ο Πελέ. Στις 4 Μαρτίου του 1970 η Βραζιλία έχασε στο Πόρτο Αλέγκρε σε φιλικό από την Αργεντινή με 2–0. Ο Σαλτάνια «φόρτωσε» έμμεσα την ήττα στον Πελέ επισυνάπτοντάς του ότι «δεν βλέπει καλά» και ότι δεν αμύνεται καθόλου και δήλωσε ότι θα τον απέκλειε από την αποστολή του Κυπέλλου. Στις 8 Μαρτίου η Βραζιλία κέρδισε την Αργεντινή με 2–1 με ένα γκολ του Πελέ, που έδειξε έτοιμος για την επερχόμενη μεγάλη διοργάνωση, αλλά στις 14 Μαρτίου η εθνική έφερε απρόσμενα ισοπαλία με 1–1 σε ανεπίσημο αγώνα με τη Μπάνγκου. Στις 24 Απριλίου η Βραζιλία έφερε ισοπαλία 0–0 σε φιλικό αγώνα με τη Βουλγαρία, στο Σάο Πάολο και ο Σαλτάνια άφησε στον πάγκο τον Πελέ χρησιμοποιώντας τον ως αλλαγή, προκαλώντας εντονότατες αντιδράσεις. Ο Ζοάο Χαβελάνζε (τότε πρόεδρος της Βραζιλιάνικης Συνομοσπονδίας Αθλητισμού απομάκρυνε τον τεχνικό και ανέθεσε την ομάδα στον 39χρονο Μάριο Ζαγκάλο, ο οποίος το 1958 και το 1962 ήταν βασικό στέλεχος των ομάδων που στέφθηκαν παγκόσμιες πρωταθλήτριες. Ο νέος προπονητής στάθηκε και τυχερός γιατί ο προκάτοχός του είχε δημιουργήσει ένα πανίσχυρο σύνολο. Ο Ζαγκάλο πήρε πέντε παίκτες οι οποίοι ήταν όλοι τους «δεκάρια» στις ομάδες τους και τους έβαλε στη βασική ενδεκάδα ταυτόχρονα πρωτοτυπώντας: χρησιμοποίησε λοιπόν μαζί τους Πελέ (Σάντος), Ριβελίνο (Κορίνθιανς), Ζαϊρζίνιο (Μποταφόγκο), Ζέρσον (Σάο Πάολο) και Τοστάο (Κρουζέιρο). Έτσι η ομάδα έμεινε στην ιστορία ως η «ομάδα των πέντε δεκαριών», εφαρμόζοντας σύστημα που έμοιαζε περισσότερο με 4–3–3 και τον Πελέ να κινείται ελεύθερα στην αριστερή γραμμή κέντρου – επίθεσης.

Η «σελεσάο» είχε έντονο επιθετικό προσανατολισμό και προσπαθούσε διαρκώς να σκοράρει περισσότερες φορές από τον αντίπαλο. Μπορεί να δέχθηκε 7 γκολ στη διοργάνωση, τα περισσότερα για πρωταθλήτρια από τότε μέχρι σήμερα, αλλά πέτυχε και 19, περισσότερα από κάθε άλλη πρωταθλήτρια ομάδα από τότε μέχρι σήμερα. Με έξι νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια πέτυχε ρεκόρ, παρά το γεγονός ότι η προετοιμασία της ομάδας δεν ήταν η καλύτερη δυνατή (παρά τη δίμηνη απομόνωσή της) και με έντονη παρασκηνιακή δράση.

Παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν πίσω στο σκορ στο 10ο λεπτό από το γκολ του Λάντισλαβ Πέτρας, οι Ριβελίνο, Πελέ και δύο φορές ο Ζαϊρζίνιο σκόραραν και οδήγησαν στην ανατροπή και στη νίκη με 4–1 επί της Τσεχοσλοβακίας στην πρεμιέρα (3 Ιουνίου 1970). Ο Πελέ έγινε ο δεύτερος παίκτης με διαφορά τριών λεπτών από τον πρώτο Ούβε Ζέελερ που σκόραρε σε τέσσερις διαφορετικές διοργανώσεις του Παγκόσμιου Κυπέλλου (ακολούθησαν ο Μίροσλαβ Κλόζε, ο Κριστιάνο Ρονάλντο και ο Λιονέλ Μέσι). Μία προσπάθεια του «βασιλιά» να «κρεμάσει» με λόμπα από τουλάχιστον 55 μέτρα τον Τσέχο τερματοφύλακα Ίβο Βίκτορ (που είχε απομακρυνθεί από την εστία του) δεν στέφθηκε με επιτυχία για λίγο βρίσκοντας το πίσω μέρος των διχτυών, όμως καταγράφηκε στην ιστορία ως η πρώτη απόπειρα επίτευξης ενός τέτοιου γκολ. Η Βραζιλία επιβλήθηκε της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Αγγλίας με 1–0 σε μία από τις μεγαλύτερες μονομαχίες του Κυπέλλου με τέρμα του Ζαϊρζίνιο μετά από ασίστ του Πελέ. Απέναντι στη μαχητική Ρουμανία ο Πελέ σημείωσε δύο γκολ, το ένα με απ’ ευθείας εκτέλεση φάουλ, από τις καλύτερες της καριέρας του (τελικό 3–2). Στα προημιτελικά, το Περού του Τεόφιλο Κουμπίγιας δεν προέβαλε μεγάλη αντίσταση και η Βραζιλία νίκησε με 4–2, η εμφάνιση δε του Πελέ ήταν εξαιρετική χωρίς όμως να στεφθεί τελικά σκόρερ της συνάντησης. Στα ημιτελικά στις 17 Ιουνίου, η μεγάλη μάχη με την Ουρουγουάη βρήκε ξανά νικήτρια τη «σελεσάο» με 3–1. Η Βραζιλία είχε αποκτήσει τη συμπαράσταση του κόσμου με τον εντυπωσιακό τρόπο παιχνιδιού της και υποστηρίχθηκε από τους Μεξικανούς φιλάθλους.

Ο τελικός χαρακτηρίστηκε με ακρίβεια ως futebol arte (ποδόσφαιρο τέχνη) εναντίον futebol de resultado (ποδόσφαιρο για το αποτέλεσμα) και αποτελεί μία από τις καλύτερες επιδείξεις επιθετικού ποδοσφαίρου από μία ομάδα στην ιστορία του θεσμού. Στο Στάδιο Αζτέκα της πόλης του Μεξικού απέναντι στην πρωταθλήτρια Ευρώπης Ιταλία (21 Ιουνίου) μπροστά σε 112.000 θεατές, από τους οποίους 10.000 Βραζιλιάνοι, ο Πελέ άνοιξε το σκορ στο 19ο λεπτό με εντυπωσιακή κεφαλιά (ο δεύτερος παίκτης στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων που σκόραρε σε δεύτερο τελικό μετά το Βαβά) με την ισοφάριση του Ρομπέρτο Μπονισένια να μην είναι δυνατό να σταματήσει τη βραζιλιάνικη μηχανή. Η Ιταλία είχε δεχθεί στη διοργάνωση μόνο τέσσερα γκολ σε έξι συναντήσεις αλλά ο Ζέρσον έκανε το 2–1, ο Ζαϊρζίνιο έδωσε προβάδισμα δύο γκολ και ο Κάρλος Αλμπέρτο στο 85ο λεπτό, σε μία από τις επελάσεις του, σημείωσε εκείνο το ιστορικό γκολ που τον «άκουσε» ο Πελέ δίνοντάς του τη μπάλα και στο τέλος σήκωσε πρώτος το τρόπαιο. Συνολικά οκτώ παίκτες της Βραζιλίας αντάλλαξαν τη μπάλα με προτελευταίο αποδέκτη τον Πελέ που έδωσε την εξαίσια τελική πάσα στο σκόρερ που την έστειλε με ισχυρό σουτ στα δίχτυα. Ο Ιταλός αμυντικός Ταρτσίσιο Μπούρνιτς που τον αντιμετώπισε στον τελικό, είπε για τον Πελέ μετά τον αγώνα: «Πηδήξαμε μαζί, αλλά όταν ήμουν πίσω στο έδαφος, ήταν ακόμα στον αέρα. Είχα σκεφτεί να ενθαρρύνω τον εαυτό μου: Είπα στον εαυτό μου πριν από το παιχνίδι, είναι φτιαγμένος από σάρκα και οστά όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά έκανα λάθος». Το γκολ του Πελέ ήταν το τρίτο σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ των Βαβά και Τζεφ Χερστ.

Η παρουσία του Πελέ στον τελικό ήταν χαρακτηριστική του αλτρουισμού του χωρίς καμία επίδειξη ατομικών δεξιοτήτων αποφεύγοντας να κάνει έστω και μία ντρίμπλα. Ένας Ιταλός παίκτης πήρε την «πολυπόθητη» φανέλα του στα πλαίσια της ανταλλαγής φανέλας η οποία δημοπρατήθηκε για 260.000 ευρώ το 2002. Οι στιγμές μαγείας του «βασιλιά» που έχουν καταγράψει οι κάμερες από εκείνη τη διοργάνωση είναι πολλές με κορυφαίες αυτές δύο σημαντικών συναντήσεων: στο 19ο λεπτό στον αγώνα με την παγκόσμια πρωταθλήτρια Αγγλία και ενώ το παιχνίδι ήταν στο 0–0 έκανε καρφωτή κεφαλιά που χάρισε την ευκαιρία στον Γκόρντον Μπανκς να κάνει την «απόκρουση του αιώνα». Ο Πελέ έχοντας περάσει τον Άγγλο αμυντικό σηκώθηκε τόσο ψηλά, που και ο Μπανκς θεωρώντας ψηλή τη σέντρα, δεν περίμενε ότι θα ήταν δυνατό να μπορέσει αντίπαλος να τη φτάσει. Κατάφερε όμως να τη διώξει σχεδόν πάνω στη γραμμή του τέρματος στη δεξιά γωνία του με το ένα χέρι και με το Βραζιλιάνο να αναφωνεί «γκολ». Στον ημιτελικό με την Ουρουγουάη ξεγελώντας τον σπουδαίο τερματοφύλακα Μαζουρκιέβιτς με μία μοναδικής έμπνευσης κίνηση, αρχικά διαφορετική από την κατεύθυνση της μπάλας και προλαβαίνοντάς την λίγα εκατοστά πριν εκείνη ακουμπήσει τη γωνία της μικρής περιοχής στα αριστερά και χωρίς πάλι να καταφέρει να σκοράρει με το τελικό σουτ να φεύγει για λίγα εκατοστά έξω από τα δίχτυα. Λειτουργώντας πρωτίστως ομαδικά άφησε τις πιο έντονες ποδοσφαιρικά μνήμες για τις προσπάθειες που δεν ευστόχησε. Σημείωσε όμως τέσσερα γκολ και μοίρασε έξι ασίστ που η FIFA αναγνωρίζει ακατάρριπτο ρεκόρ σε μία διοργάνωση, συμβάλλοντας έτσι σε 10 από τα 19 γκολ της Βραζιλίας. Τόσο η επίδοση αυτή, όσο και ο συνολικός αριθμός των ασίστ σε Παγκόσμια Κύπελλα (10) παραμένουν ρεκόρ στην ιστορία του θεσμού. Ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης και στην καλύτερη ενδεκάδα για δεύτερη φορά. Στις 25 Οκτώβριου της ίδιας χρονιάς το νεόδμητο στάδιο της Μασεϊό εγκαινιάστηκε έχοντας το δικό του όνομα (Estádio Rei Pelé, Στάδιο Βασιλιάς Πελέ), ο πρώτος ποδοσφαιριστής που του έγινε τέτοια τιμή εν ενεργεία.

Κερδίζοντας στον τελικό την Ιταλία με 4–1 η Βραζιλία κατέκτησε το τρόπαιο Ζυλ Ριμέ για τρίτη φορά και το κράτησε για πάντα στην τροπαιοθήκη της. Ο Πελέ συμμετείχε και στα τρία κερδισμένα Παγκόσμια Κύπελλα και παραμένει έως σήμερα ο μόνος που έχει κατακτήσει το τρόπαιο τρεις φορές ως παίκτης. Έχοντας αγωνιστεί σε ομάδες της εθνικής Βραζιλίας με ιδιαίτερα ταλαντούχους συμπαίκτες, ικανότατους σκόρερ, σπουδαίους δημιουργούς, πολύ υψηλού επιπέδου τεχνίτες του αθλήματος και σε δύο διαφορετικές συνθέσεις της εθνικής με διαφορετικό προπονητή και τρόπο λειτουργίας, ο Πελέ ήταν σχεδόν πάντα ο πρωταγωνιστής διαθέτοντας όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά.

Πληροφορίες από Wikipedia, The Guardian, ESPN, Goal.com