Το Debut.gr πάει πίσω το χρόνο και θυμάται την ιστορία του Μοασίρ Μπαρμπόσα, του τερματοφύλακα που στέρησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 από την Βραζιλία και έμελλε να το πληρώσει ακριβά.

Ημερομηνία: 16 Ιουλίου 1950
Τόπος: Μαρακανά, Ρίο Ντε Τζανέιρο

Τελικός του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με οικοδέσποινα τη μητέρα του ποδοσφαίρου, Βραζιλία. Μία χρονιά, σήμα κατατεθέν για την ιστορία του Μουντιάλ, όπως είναι ευρέως γνωστό, με τη διεκδίκηση του τροπαίου να μην γίνεται σε έναν τελικό αλλά σε μία τελική φάση με τέσσερις ομάδες.

Στο παιχνίδι που ουσιαστικά θα κρινόταν η Πρωταθλήτρια κόσμου, Ουρουγουάη και Βραζιλία διασταύρωσαν τα ξίφη τους σε έναν αγώνα χωρίς αύριο. Ένα παιχνίδι στο οποίο η «Σελεσάο» των Αντεμίρ, Τσίκο και Ζιζίνιο ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί για την κατάκτηση του πρώτου της βαρύτιμου τροπαίου. Αντίθετα, η Ουρουγουάη, ως… αουτσάιντερ στα χαρτιά θα διεκδικούσε το δεύτερο τρόπαιό της, είκοσι χρόνια μετά το πρώτο που είχε σηκώσει μέσα στο «σπίτι» της επικρατώντας με 4-2 της Αργεντινής.

Το κλίμα στη χώρα του καφέ, εξαιρετικό. Ακόμα και ο δήμαρχος του Ρίο Ντε Τζανέιρο αποκαλούσε ήδη τους διεθνείς «πρωταθλητές» και οι 180.000 περίπου Βραζιλιάνοι που πήγαν στο Μαρακανά περίμεναν να βρεθούν στο μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό πάρτι που έχει διοργανωθεί ποτέ.

Και πως να μην είναι άλλωστε; Πέρα από την ισοπαλία με την Ελβετία στην φάση των ομίλων, παιχνίδι στο οποίο οι δύο ομάδες αναδείχθηκαν ισόπαλες 2-2, η «Σελεσάο» ήταν… υπερηχητική. Σκόρπισε με 4-0 το Μεξικό, κυριάρχησε της Γιουγκοσλαβίας με 2-0 ενώ φιλοδώρησε με επτά και έξι γκολ αντίστοιχα τη Σουηδία και την Ισπανία, έχοντας δεχτεί από ένα τέρμα μόλις σε αυτές τις αναμετρήσεις.

Από την άλλη, η Ουρουγουάη, με μόλις ένα παιχνίδι από τη φάση των ομίλων (η Γαλλία είχε αποχωρήσει) δεν είχε καταφέρει να προετοιμαστεί ιδιαίτερα επικρατώντας 8-0 της αδύναμης Βολιβίας. Όσον αφορά το γκρουπ της τελικής φάσης, πήρε τον πόντο απέναντι στην Ισπανία στο νήμα, χάρη σε γκολ του Βαρέλα στο 73′ ενώ κόντρα στη Σουηδία παρά το γεγονός ότι βρέθηκε πίσω στο σκορ κατάφερε με δύο γκολ του Μίγκεζ στο 77′ και το 85′ να πάρει το δίποντο (τότε η νίκη μετρούσε μόνο για δύο πόντους) που ουσιαστικά έδωσε χαρακτήρα τελικού στην αναμέτρηση με την Βραζιλία.

Το μοιραίο παιχνίδι

Πάνω από 183 χιλιάδες θεατές περίμεναν με αγωνία τον Άγγλο ρέφερι, Τζορτζ Ρίντερ, να δώσει ζωή στο μεγάλο αυτό ραντεβού. Τρεις το μεσημέρι τοπική ώρα, το παιχνίδι ξεκινά και από τα πρώτα κιόλας λεπτά η Βραζιλία δείχνει τα δόντια της. Πιέζει ασφυκτικά τη «Σελέστε» προκειμένου να πάρει από νωρίς το προβάδισμα που θα της έδινε στο χέρι το τρόπαιο. Το γκολ αυτό δεν ήρθε στο πρώτο μέρος παρά την υπεροχή των Βραζιλιάνων στο χορτάρι.

Με την επιστροφή, ωστόσο, των δύο ομάδων από τα αποδυτήρια, οι οικοδεσπότες βρίσκουν δίχτυα. Στο 47′ και μετά από φάση διαρκούς πολιορκίας των καρέ του Μάσπολι, ο Φριάκα χρίστηκε σκόρερ για την ομάδα του, με το πλήθος να ξεσπά σε πανηγυρισμούς. Ένα γήπεδο που σειόταν κυριολεκτικά από τις ιαχές και τα χειροκροτήματα, σώπασε απότομα είκοσι περίπου λεπτά αργότερα.

Ο Γκίγκια ανέβηκε με προϋποθέσεις σε μία από τις κλασικές του κούρσες, έβγαλε την σέντρα και ο Σκιαφίνο από κοντά νίκησε τον Μπαρμπόσα κάνοντας το 1-1. Κάτι λιγότερο από μισή ώρα παιχνιδιού απέμενε, αλλά στο μυαλό των παικτών -και όχι μόνο- της Βραζιλίας, ο χρόνος είχε παγώσει. Η Ουρουγουάη δεν άργησε να καταλάβει και κατόπιν να εκμεταλλευτεί το πλήρες… blackout των αντιπάλων της. Με σαφώς πιο ψύχραιμη προσέγγιση του αγώνα και από εκεί που ο Μάσπολι την είχε σώσει κυριολεκτικά από τον διασυρμό, η «Σελέστε» κατάλαβε ότι είχε την απόλυτη ευκαιρία να πάρει το ματς. Και το έκανε.

Έντεκα λεπτά πριν το σφύριγμα της λήξης, σε ένα ακόμα ανέβασμα του Γκίγκια από τα δεξιά, ο σκόρερ του γκολ της ισοφάρισης, Σκιαφίνο, παίρνει θέση στην περιοχή. Όλα έδειχναν πως ο Γκίγκια θα επιχειρήσει μία φάση… καρμπόν της ισοφάρισης. Ακόμα και ο «κέρβερος» της Βραζιλίας, Μπαρμπόσα, έπεσε στην παγίδα και βγήκε ελάχιστα από την εστία του για να ελέγξει την πορεία της σέντρας. Αλλά όχι. Ο Γκίγκια είχε διαφορετική άποψη. Αιφνιδιάζοντας τους πάντες, σημάδεψε την αριστερή γωνία του τέρματος, «πυροβόλησε» και σκόραρε. Όλα έγιναν υπερβολικά γρήγορα για να προλάβει ο Μπαρμπόσα να αντιδράσει. Ίσα που ακούμπησε την μπάλα στην τροχιά της για τα δίχτυα. Είχε κάνει επίσημα την χειρότερη εκτίμηση της καριέρας του. Εκτίμηση που θα τον σημάδευε για μια ζωή.

Τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά αργά, η Βραζιλία έδειχνε «παγωμένη» και ανήμπορη να διεκδικήσει την ισοπαλία που θα την έστεφε Πρωταθλήτρια κόσμου και κάπως έτσι το τελευταίο σφύριγμα του Ρίντερ σήμανε και την αρχή μίας πρωτοφανούς τραγωδίας. Συντετριμμένοι οπαδοί από την απρόσμενη ήττα, πηδούσαν από τις κερκίδες του «Μαρακανά» βάζοντας τέλος στη ζωή τους ενώ πολλοί ακόμα αυτοκτόνησαν το ίδιο βράδυ και τις επόμενες ημέρες. Ποτέ δεν έγινε γνωστός ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Μέχρι και η στέψη της Εθνικής ομάδας της Ουρουγουάης πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες πλήρους μυστικότητας.

«Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το “Μαρακανά” να σωπάσει με μία κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κι εγώ» θα δήλωνε υπεροπτικά αρκετό χρόνο αργότερα ο σκόρερ του “χρυσού” γκολ της Ουρουγουάης, Γκίγκια.

Το πένθος

Το κλίμα που επικρατούσε, πένθιμο. Οι εφημερίδες που κυκλοφόρησαν το επόμενο πρωί είχαν τίτλο «Το ποδόσφαιρο πέθανε». Ο θρήνος που επικράτησε στη χώρα σταμάτησε μετά από πολλές μέρες. Και τότε είναι που ξεκινούσε το μαρτύριο του «εγκληματία», Μπαρμπόσα. Για δύο μέρες ο μοιραίος γκολκίπερ έμεινε κρυμμένος σε φιλικό σπίτι φοβούμενος για τη ζωή του. Και πως να μη φοβάται άλλωστε;

«Τον βλέπεις αυτόν; Αυτός είναι ο άνθρωπος που έκανε όλη τη Βραζιλία να κλαίει» θρυλείται πως είπε μία μητέρα στο παιδί της δείχνοντας τον Μπαρμπόσα έξω από ένα σούπερ μάρκετ. Και αυτό είναι πραγματικά το λιγότερο. Οι φίλοι και οι συμπαίκτες του τον απέφευγαν ενώ όσα πρωταθλήματα και αν κατάκτησε, πάντα το φάντασμα εκείνου του χαμένου τελικού θα τον στοίχειωνε. Αυτό το απροσδόκητο σουτ του Γκίγκια έμελλε να τον γεμίζει ιδρώτα και εφιάλτες για πολλά βράδια μετά τη μοιραία εκείνη νύχτα.

Το αποκορύφωμα της καταδικασμένης αυτής ζωής που πέρασε μετά από το ασυγχώρητο λάθος του ήρθε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αμερικής το 1994. Σαραντατέσσερα ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από την αποφράδα εκείνη αναμέτρηση και ο Μπαρμπόσα θέλησε να εμψυχώσει τους διεθνείς της Βραζιλίας στα προκριματικά του Μουντιάλ εκείνου. Όπως φάνηκε όμως μόνο στο παρελθόν δεν το είχαν αφήσει το συμβάν οι συμπατριώτες του, οι οποίοι τον έδιωξαν κακήν κακώς πιστεύοντας ότι θα γρουσούζευε το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της πατρίδας του.

«Στη Βραζιλία η εσχάτη των ποινών για ένα έγκλημα είναι τριάντα χρόνια κάθειρξη. Πάνε 44 χρόνια που τιμωρούμαι για ένα έγκλημα που δεν έκανα» είχε δηλώσει με παράπονο.

Ένας άνθρωπος που υπήρξε κάτι παραπάνω από υπόδειγμα επαγγελματία σε όλη του την καριέρα, αλλά καταδικάστηκε για ένα σφάλμα λίγων δευτερολέπτων. Ένα σφάλμα που δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να διορθώσει. Ήταν άλλωστε πολύ μεγάλος για να αγωνιστεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, το πρώτο που κατέκτησε η «Σελεσάο» και έμελλε να αποτελέσει το… βάπτισμα του πυρός για μία λαμπρή πορεία σε έναν από τους ιστορικότερους θεσμούς του ποδοσφαίρου.

Το άδοξο τέλος

Τα χρόνια περνούσαν, το μένος προς το πρόσωπό του είχε σβήσει αλλά το γκολ του Γκίγκια κάθε άλλο παρά είχε ξεχαστεί. Σκηνικό ανάλογο με αυτό του Μουντιάλ της Αμερικής μπορεί να μην συνέβη αλλά ο Μπαρμπόσα παρέμενε στο μυαλό μίας ολόκληρης χώρας ως ο άνθρωπος που τους στέρησε το πρώτο τους Παγκόσμιου Κύπελλο. Ο άνθρωπος που είχε κάνει την Βραζιλία να κλάψει όπως είχε πει εκείνη η μητέρα.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον βρήκαν να ζει φιλοξενούμενος στο σπίτι της κουνιάδας του, έχοντας ως μοναδικό εισόδημα τη σύνταξή του. Έξι χρόνια μετά το περιστατικό του 1994, ο Μπαρμπόσα αφήνει την τελευταία του πνοή, προδομένος από την καρδιά του. Το ημερολόγιο έγραφε 7 Απριλίου του 2000 και ο Μπαρμπόσα θα έφευγε για το μεγάλο ταξίδι χωρίς να του συγχωρέσουν ποτέ το λάθος του. Με το παράπονο ότι αδικήθηκε και σημαδεύτηκε για όλη του τη ζωή, για ένα λάθος βήμα. Με ένα μεγάλο «γιατί», για το ότι έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου ως ο άνθρωπος που έφταιγε. Μας πως να μην φταίει όμως; Αφού «το ποδόσφαιρο δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Είναι κάτι περισσότερο», όπως είχε πει πολύ σοφά ο Σάνκλι αναφερόμενος στη Βραζιλία.