Πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια από εκείνον τον Αύγουστο του 1992 όταν έγινε χρυσή Ολυμπιονίκης στη Βαρκελώνη και η περηφάνεια ακόμα μένει... Aπό τότε πόσα άλλαξαν μα εκείνη παρέμεινε η ίδια… Το Debut.gr θυμάται και τιμά την αγαπημένη Βούλα Πατουλίδου.

Η Βούλα Πατουλίδου δεν είναι η μοναδική περίπτωση γυναίκας που προσπάθησε να βρει την ταυτότητα της στον αθλητικό και μη κόσμο. Όμως είναι από τις ελάχιστες προσωπικότητες που πέραν της καθολικής αποδοχής που γνώρισαν ταυτίστηκαν τόσο έντονα με την αυθεντικότητα, την μαχητικότητα, το πείσμα, τον αέναο αγώνα να πετύχεις το αδύνατο. Ή αυτό που μοιάζει αδύνατο. Πράγματα τα οποία εκπροσώπησε και με το παραπάνω στην διάρκεια της αγωνιστικής της πορείας.

Μιας πορείας γεμάτη τραυματισμούς, δυσκολίες, απογοητεύσεις αλλά και μια σπουδαία στιγμή. Η οποία από μόνη της αρκούσε για να περάσει στην αθλητική αθανασία. Όταν το 1992 έγινε το πρόσωπο μιας Ολυμπιάδας και συνέδεσε το όνομα της με μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ιστορίας τους. Χαρίζοντας παράλληλα εθνική υπερηφάνεια σε έναν ολόκληρο λαό. Με αφορμή λοιπόν την σημερινή επέτειο των 30 χρόνων από τον θρίαμβο της στην Βαρκελώνη, το Debut.gr θυμάται την καριέρα της Βούλας Πατουλίδου.

Τα πρώτα χρόνια και η ξενιτιά

Η Παρασκευή Πατουλίδου όπως ήταν το πλήρες όνομα γεννήθηκε στον Τριπόταμο Φλώρινας στις 23 Απριλίου 1965. Κι ας συνέβη το παράδοξο πως είχε γενέθλια… νωρίτερα αφού δηλώθηκε από τους γονείς της στο ληξιαρχείο περίπου έναν μήνα πριν! Η ίδια ήταν ιδιαίτερη περίπτωση εκ γενετής. Καθότι σύμφωνα με τον μύθο που προέρχεται (και) εκ της… μαμάς, η ίδια περπατούσε πριν καν συμπληρώσει το πρώτο της έτος! Δείγμα θα έλεγε κάποιος του πόσο δραστήριο άτομο θα γινόταν…

Τα ιδιαίτερα και παράξενα ωστόσο της ζωής της δεν άργησαν να συναντηθούν με τις προκλήσεις και κακουχίες. Η δύσκολη τότε ζωή στην επαρχία ανάγκασε την οικογένεια της να πάρει έναν δρόμο ζόρικο, αλλά γνώριμο για τον μέσο Έλληνα (ειδικά) εκείνης της εποχής. Εκείνον της ξενιτιάς. Στην κεντρική Ευρώπη και την Γερμανία συγκεκριμένα. Με την μικρή Βούλα να αναγκάζεται να αφήσει το σπίτι της ακολουθώντας τους γονείς της παρότι πιο μελλοντικά βέβαια. Ενώ όπως είπε αργότερα και η ίδια δούλεψε από πολύ νεαρή ηλικία.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη Γερμανία μιλάμε για την δεκαετία του ’70 και ενώ ταυτόχρονα εκείνη ολοκλήρωνε τη βασική εκπαίδευση, ήρθαν τα πρώτα ιδιαίτερα ερεθίσματα. Όταν μια μέρα ένας καθηγητής επισήμανε στους γονείς το ταλέντο της στον αθλητισμό. Μάλιστα ήθελαν να την κρατήσουν εκεί. Όμως η οικογένεια δεν συμφώνησε καθότι από ένα σημείο και έπειτα ήταν αποφασισμένη να γυρίσει πίσω.

Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη και η ενασχόληση με τον αθλητισμό.

Η δεκαετία του ’80 έφερε την επιστροφή στην μητέρα πατρίδα. Μετακομίζοντας με την οικογένεια της αρχικά στα Γρεβενά και έπειτα στην Θεσσαλονίκη. Εκεί θα ξεκινούσε και την ενασχόληση της με τον αθλητισμό. Η πρώτη επαφή με τον στίβο ήρθε κατά το λύκειο. Όμως ένα ανήσυχο από τότε… πνεύμα σαν της Βούλας δεν δίστασε να κάνει πειραματισμούς.

Δοκιμάζοντας την τύχη της και σε άλλα σπορ όπως και του μπάσκετ. Αγωνιζόμενη με τη φανέλα του συλλόγου της Ηρακλή. Επέστρεψε πάλι στον στίβο τον οποίο επέλεξε οριστικά το 1986 στην ηλικία των 21 ετών. Οι συνεχείς τραυματισμοί, όμως, την ανάγκασαν να αλλάξει αγώνισμα και να στραφεί από το μήκος στα αγωνίσματα δρόμου και τις σκυτάλες.

Στο ενδιάμεσο δύο χρόνια νωρίτερα, ήρθε η γνωριμία με τον Δημήτρη Ζαρζαβατσίδη αθλητή της άρσης βαρών και όγδοο ολυμπιονίκη στην Μόσχα το 1980. Στο πρόσωπο του οποίου θα έβρισκε τον έρωτα και το στήριγμα της ζωής της. Έτσι από τα 19 βρέθηκε να έχει μια γεμάτη καθημερινότητα. Καθότι ήταν εν ενεργεία αθλήτρια, σπουδάστρια και τελικά απόφοιτος ΤΕΕΦΑΑ και παντρεμένη.

Το 1987 έδωσε το παρόν στους Μεσογειακούς Αγώνες, όμως η πρώτη εμπειρία από μια πολύ μεγάλη διοργάνωση θα ερχόταν έναν χρόνο αργότερα (1988) στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ. Η πρωταθλήτρια Ελλάδας συμμετείχε στους προκριματικούς των 100 μέτρων και την σκυταλοδρομία 4×100 των γυναικών. Στην δεύτερη μαζί με την ελληνική ομάδα προκρίθηκε στους ημιτελικούς και κατατάχθηκε συνολικά 15η με χρόνο 45.74. Επίδοση όχι συγκλονιστική, αλλά για τα πέτρινα χρόνια του ελληνικού κλασσικού αθλητισμού σίγουρα αξιόλογη.

Τα εμπόδια της βγήκαν σε καλό….

Λίγο μετά τη Σεούλ πήρε μια απόφαση που έμελλε να αποδειχθεί κομβική για την καριέρα της. Με παρότρυνση του προπονητή της Πλούταρχου Σαρασλανίδη πείθεται να αλλάξει αγώνισμα και να δοκιμάσει την τύχη της στα 100 μέτρα με εμπόδια. “Βούλα είσαι πολύ γρήγορη στα 100 μέτρα και αν αυτή την ταχύτητα την συνδυάσεις με την τεχνική των εμποδίων θα φτάσεις πολύ γρήγορα στην κορυφή”. Της είχε πει ο Σαρασλανίδης.

Παρότι στην αρχή δυσκολευόταν καθαρά από τεχνικής πλευράς (σ.σ στον πρώτο της αγώνα στα εμπόδια έκανε 14 δευτερόλεπτα !) σταδιακά προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις των εμποδίων. Το 1989 στο Βαλκανικό πρωτάθλημα ανοικτού Στίβου στις Σέρρες κάνει πανελλήνιο ρεκόρ με τον σαφώς πολύ καλύτερο χρόνο των 13.26 δευτερολέπτων.

Το 1990 στους Βαλκανικούς Αγώνες της Κωνσταντινούπολης κατέκτησε το χρυσό στα 100μ. και στα 100 μετ’ εμποδίων και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Σπλιτ σημείωσε πανελλήνιο ρεκόρ με 13.10 δευτερόλεπτα στα εμπόδια. Επιδόσεις αρκετές για της χαρίσουν τον τιμητικό τίτλο της αθλήτριας της χρονιάς για την Ελλάδα.

Το 1991, ήταν η πρώτη της σπουδαία χρονιά σε διεθνές επίπεδο. Στους Μεσογειακούς Αγώνες που έγιναν στην Αθήνα και το ΟΑΚΑ, κέρδισε συνολικά τρία μετάλλια. Ένα χρυσό στα 100μ., ένα ασημένιο στα 100μ. με εμπόδια και ένα χάλκινο στην σκυταλοδρομία 4×100 των γυναικών. Την ίδια χρονιά θα αγωνιζόταν και για πρώτη φορά σε παγκόσμιο πρωτάθλημα. Στο Τόκιο της Ιαπωνίας όμως, θα έμενε απλά με τη χαρά της συμμετοχής. Η μεγάλη της στιγμή δεν είχε έρθει ακόμη…

Βαρκελώνη 1992: Ο μεγάλος άθλος.

Όντας από τη μια αιχμάλωτη της μετριότητας που την “στοίχειωνε” στις διεθνείς διοργανώσεις και “χορτασμένη” από την άλλη στις εγχώριες διακρίσεις, η Πατουλίδου αναζητούσε κάτι μεγάλο. Όσο κι αν δεν τολμούσε να το πει. Όσο κι αν δεν γέμιζε το μάτι ως αθλήτρια σε κάποιους. Όσο κι αν εκείνη είχε επηρεαστεί από τις ατυχίες και αποτυχίες του παρελθόντος. Εκείνη το πίστευε κι ήταν αποφασισμένη να αποδείξει ότι μπορεί. Τότε ήρθε και η στιγμή που θα δικαιωνόταν θριαμβευτικά.

Το καλοκαίρι του 1992, η χώρα μας πήγαινε στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης όντας συγκρατημένα απαισιόδοξη. Καθώς ο ελληνικός αθλητισμός δεν ήταν στα καλύτερα του. Τουλάχιστον σε διεθνές επίπεδο. Ενώ και οι μοναδικές του ελπίδες για κάτι αξιόλογο εξανεμίστηκαν νωρίς. Ο Λάμπρος Παπακώστας στο ύψος (σ.σ τον Ιούνιο εκείνο είχε κάνει τρομερό πανελλήνιο ρεκόρ στα 2.36μ.) είχε μια άτυχη στιγμή και δεν βρέθηκε σε top επίπεδο κατά τους αγώνες. Ενώ και η Εθνική ομάδα μπάσκετ γύριζε νωρίς στην πατρίδα μετά την αποτυχία στο Προολυμπιακό τουρνουά της Μούρθια και της Σαραγόσα.

Η 27χρονη τότε Πατουλίδου (που νωρίτερα είχε εκφράσει την επιθυμία της να αλλάξει ξανά αγώνισμα) ταξίδεψε στην Ισπανία με ατομικό ρεκόρ 13.13 και στόχο την πρόκριση στα ημιτελικά. Στη Βαρκελώνη όμως, ξεπέρασε και με το παραπάνω τον εαυτό της. Στον πρωινό προκριματικό της 5ης Αυγούστου προκρίθηκε ως τέταρτη με 13.14 και στον προημιτελικό ως τρίτη με 13.05. Στον ημιτελικό έκανε τον καλύτερο αγώνα της ζωής της (μέχρι τον επόμενο…) τερματίζοντας ξανά τρίτη με 12.88. Σημειώνοντας έτσι πανελλήνιο ρεκόρ και γράφοντας ιστορία ως η πρώτη Ελληνίδα που προκρινόταν σε τελικό Ολυμπιακών Αγώνων σε οποιοδήποτε αγώνισμα. Με την ίδια να το πανηγυρίζει έξαλλα.

Τα νέα της πρόκρισης της Βούλας διαδόθηκαν γρήγορα. Και αφού είχε προηγηθεί και το χρυσό μετάλλιο του Πύρρου Δήμα νωρίτερα (26 Ιουλίου) όλα συνέβαλαν στο να δημιουργηθούν προσδοκίες γύρω από το όνομά της. Και φτάνουμε στις 6 Αυγούστου 1992. Τη μέρα του μεγάλου τελικού. Τα σπουδαία ονόματα της κούρσας, όπως η Γιορντάνκα Ντόνκοβα από την Βουλγαρία, η Ισπανοκουβανή Αλιούσκα Λόπεζ, οι τρεις Αμερικανίδες με σημαντικότερη το μεγάλο φαβορί την Γκέιλ Ντίβερς (σ.σ η οποία λίγες μέρες πριν πήρε το χρυσό στον συναρπαστικότερο τελικό σε κατοστάρι γυναικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες) δεν πτόησαν την Πατουλίδου. Εκείνη είδε μια ιστορική ευκαιρία μπροστά της και δεν ήταν πρόθυμη να την αφήσει να φύγει…

Η εκκίνηση ήταν σχετικά καλή με την Πατουλίδου, ωστόσο να βρίσκεται μεταξύ τρίτης και πέμπτης θέσης. Πίσω από την Ντίβερς και την συμπατριώτισσα της Τόλμπερτ. Από το πέμπτο εμπόδιο όμως και έπειτα άρχισε να ανεβαίνει με εκπληκτικό τρόπο. Ο ρυθμός της μοιάζει ικανός για μετάλλιο. Και τότε έρχεται το αναπάντεχο. Η Ντίβερς σκοντάφτει στο τελευταίο εμπόδιο και πέφτει πάνω στην γραμμή τερματισμού την ώρα που η Ελληνίδα αθλήτρια περνάει πρώτη.

Η νίκη της Πατουλίδου ήταν γεγονός, το 12.64 ήταν πανελλήνιο ρεκόρ και η Ελλάδα πανηγύριζε το πρώτο της χρυσό στον στίβο μετά το 1912. Η πρώτη γυναίκα Ολυμπιονίκης της χώρας μας, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί άρχισε να τρέχει στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ψάχνοντας παράλληλα και τον σύζυγο της για να πανηγυρίσει. Όλοι (την) χειροκροτούσαν με την συμμετοχή και του τότε προέδρου της ΔΟΕ Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ. Ενώ οι στιγμές έγιναν ακόμη πιο ανεπανάληπτες όταν η Εθνική ομάδα πόλο μπήκε στο στάδιο και την σήκωσε στα χέρια.

” Για την Ελλάδα ρε γαμώτο! “

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι δηλώσεις της στη μεικτή ζώνη μετά το τέλος του αγώνα ήρθαν να δώσουν ακόμη επικότερη διάσταση στην ιστορία:

” Έχω τρελαθεί. Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Απλά μπήκα ευτυχισμένη που ήμουν στον τελικό και το μόνο που σκέφτηκα ήταν ότι για την Ελλάδα ρε γαμώτο θα τρέξω για κανέναν άλλο. Όλα για την Ελλάδα, αξίζει να κάνει κάποιος τα πάντα για αυτήν. Πέτυχα αυτό που κανείς δεν πίστευε, πλην δύο τριών ανθρώπων “.

Και συνέχισε:  ” Έλεγα στον εαυτό μου ότι μπορώ να πάρω το χάλκινο μετάλλιο. Και τελικά πάλεψα και πήρα το χρυσό. Όταν ήρθα στη Βαρκελώνη βρήκα τους Έλληνες αθλητές με πεσμένο ηθικό. Ίσως από την ατυχία του Παπακώστα. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία και αυτό με πείσμωσε τρομερά. Νομίζω ότι έκανα τη κούρσα της ζωής μου. Στις προπονήσεις έτρεχα συχνά κοντά στο 12.70, αλλά στους αγώνες δεν μου έβγαινε η επίδοση. Ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Τώρα τι να πω, έχω τρελαθεί “ .

Η απονομή ήταν τουλάχιστον συναισθηματική. Η Βούλα επιτέλους ζούσε το κρυφό της όνειρο. Βιώνοντας την απόλυτη ευφορία όταν της απονεμόταν ευλαβικά το χρυσό μετάλλιο. Τα χέρια της γεμάτα από την ανθοδέσμη των διοργανωτών και το παιδικό της παιχνίδι. Τον Αρκούδο. Το γούρι της όπως έλεγε η ίδια. Τον ιδιαίτερο φίλο που τη συντρόφευε σε όλη της τη ζωή. Από τα χρόνια της Γερμανίας μέχρι την πιο μεγάλη της στιγμή.

Και την ίδια να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο χαμόγελο και τη συγκίνηση που την διακατείχαν την ώρα που ο εθνικός ύμνος ακουγόταν στο Ολυμπιακό Στάδιο της Βαρκελώνης. Για την ιστορία το βάθρο συμπλήρωσαν η ασημένια ολυμπιονίκης Λαβόνα Μάρτιν (ΗΠΑ) και η χάλκινη Ντόνκοβα (Βουλγαρία). Όμως η Πατουλίδου ήταν το μεγάλο πρόσωπο.

Η υποδοχή της στην Ελλάδα μαζί με τον Πύρρο Δήμα και τους υπόλοιπους Ολυμπιονίκες ήταν ακόμη πιο συγκλονιστική. Από την αυτοκινητιστική πομπή μέχρι την μεγάλη γιορτή που στήθηκε προς τιμή τους στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο. Η Βούλα Πατουλίδου κέρδιζε πλέον μια θέση στις καρδιές όλων των Ελλήνων. Και γινόταν ένας ζωντανός θρύλος για τον αθλητικό και μη κόσμο. Οσό για την περίφημη φράση της, το “για την Ελλάδα ρε γαμώτο” οχι απλά δεν κατακρίθηκε, αλλά υιοθετήθηκε. Έγινε σύνθημα, λαϊκό μότο, τραγούδι μέχρι και τίτλος επιθεώρησης.

H μετά – 1992 καριέρα

Η μετά την Βαρκελώνη εποχή βρήκε την καταξιωμένη πλέον Πατουλίδου να κάνει στροφή 180 μοιρών. Αφήνοντας τα εμπόδια και επιστρέφοντας στο αρχικό της αγώνισμα το άλμα εις μήκος. Το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο και οι αρκετοί τραυματισμοί που την ταλαιπώρησαν δεν της επέτρεψαν να διεκδικήσει άλλη μιας διεθνή επιτυχία. Πόσο μάλλον την επανάληψη του Ολυμπιακού της άθλου. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε την ίδια να συνεχίσει. Επηρεασμένη από την “ίντριγκα” του μεγάλου της πάθους  εξακολούθησε να δοκιμάζεται στο υψηλότερο επίπεδο.

Το 1996 στην Ολυμπιάδα της Ατλάντα, προκρίθηκε στον τελικό του μήκους -παρότι τραυματισμένη- καταλαμβάνοντας την δέκατη θέση. Λίγες μέρες πριν, είχε τη μεγάλη τιμή να συμμετάσχει στην τελική λαμπαδηδρομία της τελετής έναρξης των αγώνων. Μαζί με τον Εβάντερ Χόλιφιλντ και την Τζάνετ Έβανς. Το 2000 στο Σίδνεϋ, συμμετείχε για τέταρτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες με την ελληνική ομάδα της σκυταλοδρομίας 4×100. Mε την οποία και έφτασε ως τα ημιτελικά καταλαμβάνοντας την 13η θέση. Ενδιάμεσα κατέγραψε και άλλες τρεις παρουσίες στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου (1995 Γκέτεμποργκ, 1997 Αθήνα, 1999 Σεβίλλη).

To 2004 της δόθηκε τιμητική θέση για να συμμετάσχει με την γυναικεία ομάδα της σκυταλοδρομίας 4×100 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Συμμετέχοντας για πέμπτη φορά στην καριέρα της σε μια ολυμπιάδα στην ηλικία των 39 ετών. Ενώ ακόμη μια συγκλονιστική στιγμή ήταν στην τελετή έναρξης στο Ολυμπιακό Στάδιο. Όταν επιλέχθηκε ως η μοναδική γυναίκα από τους προτελευταίους πέντε λαμπαδηδρόμους. Μαζί με τους Νίκο Γκάλη, Μίμη Δομάζο, Κάχι Καχιασβίλι και Ιωάννη Μελισσανίδη. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς θα έγραφε και επίσημα τον επίλογο της καριέρας της.

Η ζωή μετά τον αθλητισμό

Μετά το τέλος της καριέρας της κλήθηκε να δοκιμαστεί σε έναν άλλον στίβο. Αυτόν της πολιτικής. Το 2006 εντάχθηκε στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ με το οποίο ήταν και υποψήφια για την Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Το 2014 στις δημοτικές εκλογές εξελέγη αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης όντας μέρος του συνδυασμού του Απόστολου Τζιτζικώστα και επανεκλέγει το 2019 στη συγκεκριμένη θέση που διατηρεί μέχρι σήμερα.

Μπορεί να αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης ζωής της στα κοινά και στην ανατροφή του 22χρονου σήμερα γιου της (και μητέρα αφού), όμως αυτό δεν την εμπόδισε να ζήσει την ζωή της με τον τρόπο της. Δοκιμάζοντας γενικώς νέα πράγματα. Όπως για παράδειγμα την συγγραφή βιβλίων ή ακόμα και την υποκριτική. Συμμετέχοντας μάλιστα ανά διαστήματα σε θεατρικές παραστάσεις ή όπως πρόσφατα που έκανε μέχρι και γκεστ εμφάνιση σε γνωστή κωμική σειρά της ελληνικής τηλεόρασης. Διατηρώντας πάντα ένα χαμόγελο και στο βάθος την αγάπη για τον αθλητισμό και τις αξίες του. Πράγματα τα οποία ποτέ δεν ξέχασε.

Αντί επιλόγου…

Εάν κάτι μένει από την περίπτωση της Βούλας Πατουλίδου δεν είναι μόνο ο άθλος της ή τα συναισθήματα που χαρίζει ακόμα σε παλαιότερους και νεότερους με την ανάμνηση της 6ης Αυγούστου 1992. Είναι η γενικότερη στάση ζωής της και η περσόνα πίσω από αυτή. Μιας περσόνα πολυδιάστατη. Μια περσόνα χωρίς φίλτρα. Μια περσόνα η οποία με κάποιον τρόπο καταφέρνει και συνδυάζει τη σοβαρότητα με την τρέλα που όλοι θα θέλαμε να έχουμε. Πράγμα φανερό είτε την βλέπεις από κοντά είτε κάπου να μιλάει στην τηλεόραση.

Μα κυρίως μιας περσόνας που διαχρονικά δεν συμβιβάστηκε με τίποτα λιγότερο από το να είναι αγωνίστρια. Όντας ένα ζωντανό παράδειγμα του ότι κόντρα σε κάθε αναποδιά, αντιξοότητα, κριτική ή αμφισβήτηση το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι ό,τι κι αν κάνεις να προσπαθείς να “φτάσεις εκεί που δεν μπορείς”. Όπως είχε πει ο μεγάλος και τυχαία αγαπημένος της Νίκος Καζαντζάκης.

Βούλα σε ευχαριστούμε για όλα ρε γαμώτο…!