Ο Λάζαρος Αγαδάκος στο Debut.gr: «Αν είχα αφήσει τους τραυματισμούς να με επηρεάσουν, θα είχα σταματήσει το μπάσκετ από πολύ μικρός»
Ο Λάζαρος Αγαδάκος μίλησε αποκλειστικά στο Debut.gr για τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, την αγάπη του για τον Πανιώνιο, το σοβαρό ατύχημα που είχε το 2009 αλλά και για το αν θα άλλαζε κάτι από την καριέρα του.
Αναμφίβολα, πρόκειται για έναν άνθρωπο που όσες δυσκολίες κι αν του παρουσιάστηκαν δεν το έβαλε κάτω. Παρά τους τραυματισμούς και τα 12 χειρουργεία στα οποία υποβλήθηκε, πάντα έβρισκε την δύναμη να επιστρέφει. Μεγάλη του αγάπη ήταν και θα είναι ο Πανιώνιος. Εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την «πορτοκαλί θεά».
Ταλαντούχος, μαχητικός, δυναμικός. Αυτές είναι μερικές λέξεις με τις οποίες θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τον Λάζαρο Αγάδακο. Το Debut.gr είχε τη μεγάλη τιμή να επικοινωνήσει μαζί του και εκείνος έδωσε απαντήσεις σε πάρα πολλά ζητήματα. Πώς ήταν τα πρώτα του μπασκετικά χρόνια; Τι σημαίνει γι’ αυτόν ο Πανιώνιος; Πώς είναι να συνεργάζεσαι με τον «Δράκο» Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Βασίλη Σπανούλη; Ακόμα μας μίλησε για το σοβαρό ατύχημα που είχε το 2009 που θα μπορούσε να στοιχίσει και στη ζωή του, τον πιο δύσκολο αντίπαλο που έχει αντιμετωπίσει ποτέ αλλά και για το δημιούργημά του που δεν είναι άλλο από το WorkOnHall. Αυτά και άλλα πολλά θέματα στην αποκλειστική συνέντευξη του Λάζαρου Αγαδάκου στο Debut.gr.
Τα πρώτα βήματα
Έκανες τα πρώτα σου μπασκετικά βήματα στον Πανιώνιο. Βλέποντας τον εαυτό σου τότε φανταζόσουν ότι θα είχες αυτή την εξέλιξη και θα αγωνιζόσουν σε κάποιες από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ελλάδας;
Για να είμαι ειλικρινής όχι. Πιστεύω πως κανένα παιδί στα πρώτα του βήματα δεν το σκέφτεται αυτό. Εξάλλου εγώ ξεκίνησα σε μεγάλη ηλικία σχετικά το μπάσκετ. Ήμουν περίπου 13,5 χρονών. Υπήρξα όμως πολύ τυχερός γιατί στα 14 έγινε κλήση από την Εθνική ομάδα παίδων στην οποία υπήρξα και αρχηγός. Κάπως έτσι άρχισα να βλέπω το μπάσκετ πιο επαγγελματικά. Στα 15 κατάλαβα πως το μπάσκετ θα ήθελα να είναι το επάγγελμά μου.
Ποια ήταν η αφορμή για να ασχοληθείς με την «πορτοκαλί θεά»;
Είμαι παιδί της γενιάς του 1987. Εμείς ζήσαμε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πρώτα βήματα τόσο της Εθνικής ομάδας όσο και των συλλογικών ομάδων προς τις κορυφαίες θέσεις. Αποκορύφωμα φυσικά ήταν η κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ του 1987 από την ομάδα του Γκάλη, του Γιαννάκη και των άλλων παικτών. Ήδη ο Άρης είχε ξεκινήσει και έκανε πολύ καλές πορείες στην Ευρώπη. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός μέναμε μέσα στο σπίτι τις Πέμπτες για να δούμε αυτά τα ματς. Ακολούθησε ο ΠΑΟΚ με εξίσου σημαντικές επιτυχίες αλλά και ο Ολυμπιακός με τον Παναθηναϊκό. Το μπάσκετ εκείνη την περίοδο είχε φοβερή άνθηση και σε μένα μου άρεσε πάρα πολύ. Μπορεί οι περισσότεροι να ήθελαν να παίζουν ποδόσφαιρο όμως εγώ ήθελα να έχω μία μπάλα και να την βάζω μέσα σε έναν στόχο.
Έκανες τα πρώτα σου βήματα στον Πανιώνιο και πολύ γρήγορα έγινες μέλος ομάδων της Β’ Εθνικής και της Α’2. Πώς ήταν τα πρώτα σου μπασκετικά χρόνια;
Ο Πανιώνιος εκείνα τα χρόνια λειτουργούσε πάρα πολύ καλά. Είναι η ομάδα της καρδιάς μου. Όπου και αν είναι η ομάδα και όπου και αν είμαι εγώ, μέσα μου θα υπάρχει πάντα ο Πανιώνιος. Εκεί μεγάλωσα και αγαπώ πάρα πολύ αυτή την ιδέα γιατί ο «Ιστορικός» δεν είναι απλά μία ομάδα. Έχει αυτές τις cult φιγούρες και εμένα αυτές οι εποχές με αντιπροσωπεύουν πάρα πολύ. Ο Πανιώνιος έβγαζε συνέχεια παίκτες που μπορούσαν να σταθούν στην Α’1. Όταν ήμουν 15 χρονών η ομάδα μου πρότεινε να πάω στην τότε Γιουγκοσλαβία. Εκεί δούλεψα πάρα πολύ δίπλα σε κορυφαίους προπονητές όπως τον Νίκολιτς, τον Ομπράντοβιτς και τον Ίβκοβιτς. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, ο Πανιώνιος με έστειλε να παίξω απευθείας σε Β’ Εθνική και Α’2 κατηγορία χωρίς καν να αγωνιστώ στο εφηβικό πρωτάθλημα. Κάπως έτσι ξεκίνησα να παίζω στην ανδρική ομάδα του Αρίωνα, αργότερα στην Ηλιούπολη και μετέπειτα στην Α’2 με την φανέλα του Παλαιού Φαλήρου όπου γνώρισα και τον πολύ καλό μου φίλο τον Γιάννη Καλαμπόκη.
Πείσμωσα όταν άκουσα τον Λευτέρη Σούμποτιτς να λέει πως δεν θα καταφέρω να παίξω εκείνη τη χρονιά λόγω της ρήξης χιαστού που έπαθα λίγο πριν την έναρξη της σεζόν.
Παλαιό Φάληρο: Μία δυνατή συνεργασία με πολλά οφέλη
Το 1998 γίνεσαι μέλος της ομάδας του Παλαιού Φαλήρου, μίας ομάδας που με σταθερά βήματα κατάφερε να εκπλήξει όλη την μπασκετική κοινότητα με τα κατορθώματά της. Πώς βίωσες εσύ αυτή την εμπειρία που σου δόθηκε αλλά και πως ήταν η συνεργασία σου με τον κόουτς Κώστα Σορώτο;
Πήρα πάρα πολλά τόσο από τη συνεργασία μου με την ομάδα του Φαλήρου αλλά και από τον κόουτς Σορώτο. Είναι ένας άνθρωπος που διακρίνεται για την μεθοδικότητά του αλλά και την μεταδοτικότητά του. Σαν άνθρωπος και σαν προπονητής μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Έχει μία συγκεκριμένη ιδεολογία η οποία είναι σωστή και δίκαια. Ήταν ένα πάρα πολύ καλό «σκαλοπάτι» το Παλαιό Φάληρο. Με βοήθησε πάρα πολύ.
Πανιώνιος: Μία όμορφη μπασκετική ιστορία
Την επόμενη σεζόν εντάχθηκες στην ομάδα του Πανιωνίου όπου μάλιστα παρέμεινες για 4 σεζόν. Τι είναι αυτό που θυμάσαι πιο έντονα από τη παρουσία σου στην ομάδα του «Ιστορικού»;
Στον Πανιώνιο έχω ζήσει πάρα πολλές στιγμές. Το κλειστό γήπεδο Αρτάκης, που τώρα δεν υπάρχει, είναι ριζωμένο στην καρδιά μου. Δέθηκα πάρα πολύ με την ομάδα, τρέφω απίστευτα συναισθήματα και πραγματικά θα μπορούσα να μιλάω ώρες για τον Πανιώνιο. Παρόλο που μεγάλωσα στην Ηλιούπολη, θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου μικρό στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Λυπάμαι για την κατάσταση στην οποία είναι τώρα ο Πανιώνιος. Έκανα δυνατές φιλίες τις οποίες διατηρώ μέχρι και σήμερα. Ήμασταν μία ομάδα με πολλούς νέους παίκτες διότι ο Πανιώνιος είχε μπει σε ένα σύστημα ειδικής εκκαθάρισης. Δεν είχε να πληρώσει τους ξένους παίκτες αλλά είχε κάνει μία αξιοπρεπή πορεία. Ο Πανιώνιος μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ και να υπάρξω συμπαίκτης με θρύλους του μπάσκετ. Όταν ήρθα στην ομάδα 15 χρονών συνεργάστηκα με τον Ζάρκο Πάσπαλιε και τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Αργότερα όταν έπαιξα στην Α’1 είχα συμπαίκτη τον Γιούρι Ζντόβτς, τον Νέναντ Μάρκοβιτς. Πήρα πολλά πράγματα από αυτές τις συνεργασίες. Θυμάμαι μία ιστορία που συνδέεται με το νούμερο 14 που φορούσα σε όλη μου την καριέρα. Ήμουν 13 χρονών, σκούπιζα το γήπεδο στον Πανιώνιο και ήρθε ο Πι Τζέι Μπράουν. Ένας σπουδαίος παίκτης που αργότερα έπαιξε και στο ΝΒΑ με μεγάλη επιτυχία. Μου είπε πως είμαι πάρα πολύ καλός και μου έδωσε την φανέλα του. Ο αριθμός της φανέλας του ήταν το 14. Αυτή ήταν η πρώτη μου συναισθηματική επαφή με έναν παίκτη του Πανιωνίου. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα είναι πως ήμασταν μία παρέα σε ηλικία 20 χρονών που μπαίναμε μέσα στο γήπεδο και κερδίζαμε παιχνίδια. Ήμουν εγώ, ο Γιώργος Διαμαντόπουλος, ο Βαγγέλης Σκλάβος, ο Γιώργος Μελάς, ο Γιάννης Κακιούζης και άλλοι νέοι παίκτες. Καταφέραμε όλοι να παίξουμε καλά, να κρατήσουμε όρθιο τον Πανιώνιο και στην συνέχεια να πάρουμε μεταγραφή.
Στην πρώτη σου χρονιά στην Α’1 αντιμετώπισες και έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό που ήταν η ρήξη χιαστών. Πόσο σε επηρέασε ψυχολογικά αυτός ο τραυματισμός σε εκείνη τη φάση της καριέρας σου;
Οι τραυματισμοί πάντα επηρεάζουν έναν αθλητή. Από κει και πέρα αν άφηνα και εμένα να με επηρεάσουν, θα το είχα σταματήσει το μπάσκετ από πολύ μικρός γιατί έχω κάνει δώδεκα χειρουργεία. Προπονητής μου εκείνη την περίοδο στον Πανιώνιο ήταν ο Λευτέρης Σούμποτιτς. Θα παίζαμε πρώτη αγωνιστική στην Θεσσαλονίκη απέναντι στον Άρη. Είχαμε προπόνηση την Πέμπτη και εγώ πήγαινα πάντα δύο ώρες νωρίτερα προκειμένου να κάνω ατομική και σουτ. Σε μία φάση έκανα μία ντρίπλα και έπαθα την ρήξη χιαστού. Παρόλα αυτά μετά από δύο μήνες κατάφερα και επανήλθα στο γήπεδο. Κάποια στιγμή περνούσα έξω από τα γραφεία και θυμάμαι τον Λευτέρη Σούμποτιτς να λέει πως δεν θα καταφέρω να παίξω φέτος. Αυτό που άκουσα πραγματικά με πείσμωσε. Στη σεζόν αυτή όχι μόνο κατάφερα να παίξω αλλά και στα play off απέναντι στην καλή ΑΕΚ, με παίκτες όπως τους Τσακαλίδη, Κακιούζη, Νιούσεφ, ήμουν βασικός. Σαν άνθρωπος δεν αφήνω κάτι να με επηρεάσει. Ότι και αν σου συμβεί πρέπει να το αντιμετωπίζεις.
Πόσο λυπηρό είναι να βλέπουμε μία τόσο ιστορική ομάδα όσο ο Πανιώνιος να αγωνίζεται αυτή τη στιγμή στη Β΄ Εθνική;
Εννοείται πως με λυπεί που η ομάδα που ανδρώθηκα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση. Η θέση του «Ιστορικού» είναι στην Α’1. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα. Έχουμε μείνει ακόμα στην εποχή του Φάνη και του Μπόμπαν. Μου αρέσει να υπάρχει ρομαντισμός και να σκεφτόμαστε τον Μάκη Δενδρινό, τον Κώστα Μίσσα και τον Ανδρέα Βαρίκα. Πρόσωπα, δηλαδή, που είναι «θρύλοι» για την ομάδα του Πανιωνίου. Όμως πρέπει να προχωράμε παρακάτω και να υπάρξει μία αναγέννηση τόσο στους συλλόγους αλλά και στο ίδιο το άθλημα.
Ηγέτης γεννιέσαι και ο Βασίλης Σπανούλης ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Θες να πας στον «πόλεμο μαζί του».
Η μεταγραφή στο Μαρούσι και η συνεργασία με τον Βασίλη Σπανούλη
Συνεχίζεις το «μπασκετικό ταξίδι» και επόμενος προορισμός σου είναι το Μαρούσι. Μία ομάδα που εκείνη την περίοδο ήταν αρκετά ψηλά στον βαθμολογικό πίνακα. Τι ήταν αυτό που σε έπεισε να πάρεις μεταγραφή στην αθηναϊκή ομάδα;
Το 1993 προπονητής μου στον Πανιώνιο ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που με ζήτησε και στο Μαρούσι. Με είχε πάρει τηλέφωνο πρώτα ο Χρήστος Μαρμαρινός, που ήταν γυμναστής στην ομάδα του Αμαρουσίου, και μου είπε πως ο κόουτς με ήθελε στην ομάδα. Δεν το σκέφτηκα καθόλου και πήγα άμεσα να υπογράψω. Παίξαμε πάρα πολύ καλά σαν ομάδα, τερματίσαμε δεύτεροι στο πρωτάθλημα ενώ παίξαμε και τελικό του FIBA Europe League.
Πώς είναι να συνεργάζεσαι με τον «Δράκο» Παναγιώτη Γιαννάκη;
Αρχικά, είναι μία μεγάλη τιμή. Ο κόουτς είναι αρκετά μεταδοτικός και βλέποντάς τον στην άκρη του πάγκου θες να παίζεις γι’ αυτόν. «Κερδίζει» αμέσως τους παίκτες του. Είναι σημαντικό κατόρθωμα για τον εκάστοτε προπονητή, όταν ένας παίκτης που αγωνίζεται με 200 παλμούς κατά τη διάρκεια του αγώνα, να θέλει να παίζει για εκείνον.
Στο Μαρούσι είχες σπουδαίους συμπαίκτες και ένας εξ’ αυτών ήταν και ο Βασίλης Σπανούλης. Φαινόταν από τότε πως ο Βασίλης θα έκανε μία τόσο σπουδαία καριέρα; Τι ήταν αυτό που διέκρινες εσύ σε εκείνον;
Όπως τον είδε ο κόσμος να σκοράρει και να παίρνει επιθέσεις στα κρίσιμα λεπτά, όταν η μπάλα «έκαιγε», το ίδιο έκανε και σε μικρή ηλικία. Δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο. Το μόνο που άλλαξε ήταν στο να γίνεται καλύτερος και να βελτιώνει τα ατομικά του στοιχεία. Ο χαρακτήρας του έχει μείνει ακριβώς ο ίδιος. Ηγέτης γεννιέσαι και ο Βασίλης ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Πολλοί συγκρίνουν τον Βασίλη Σπανούλη με τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί παίκτες, Ο Δημήτρης είναι ένα «πολυεργαλείο» μέσα στο γήπεδο που ξέρεις πως θα είναι παντού και θα πάρει το τελευταίο σουτ. Θες να τον έχεις συμπαίκτη σου. Σε εμένα σαν ψηλό θα μου δίνει δέκα ασίστ σε κάθε αγώνα, στα δύσκολα σημεία θα οργανώσει το παιχνίδι με ηρεμία, στην άμυνα θα κλείνει όλες τις «τρύπες» που μπορεί να υπάρξουν και ο παίκτης που μαρκάρει δεν θα βάλει πόντο. Ο Βασίλης είναι κάτι άλλο. Όταν η μπάλα «καίει» θα είναι εκεί για να βάλει εκείνος την μπάλα στο καλάθι. Είναι ένας παίκτης που θες να πας στον «πόλεμο μαζί του». Σου μεταδίδει κάτι πολύ δυνατό.
Ολυμπιακός: «Περίεργες» χρονιές με πολλά οφέλη
Τότε έρχεται η πρόταση από τον Ολυμπιακό. Ποια ήταν τα συναισθήματα σου όταν μία ομάδα τέτοιου βεληνεκούς ενδιαφέρθηκε για σένα;
Όλοι οι παίκτες που αγωνιζόμασταν στο Μαρούσι εκείνη την περίοδο, ήμασταν σε πολύ καλή κατάσταση και είχαμε αρκετές προτάσεις στα χέρια μας. Δεν το σκέφτηκα και πολύ. Ήθελα να αγωνιστώ σε μία μεγάλη ομάδα. Εκείνο το διάστημα ο Ολυμπιακός είχε και κλειστό διετές συμβόλαιο με την Ευρωλίγκα οπότε ήθελα να αγωνιστώ στο υψηλότερο επίπεδο. Βέβαια τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Εγώ υπέγραψα με πρόεδρο τον Σωκράτη Κόκκαλη ο οποίος στην πορεία αποχώρησε. Για αρκετό διάστημα δεν είχαμε προπονητή και επικρατούσε μία περίεργη ατμόσφαιρα.
Βρέθηκες σε μία περίοδο όπου ο Ολυμπιακός βρισκόταν σε φάση ανασυγκρότησης. Παρόλα αυτά εσύ ως αθλητής πήρες πράγματα τα οποία σε βοήθησαν και στη συνέχεια της καριέρας σου;
Πάντα ένας αθλητής παίρνει πράγματα με όποιον προπονητή και αν συνεργάζεται και σε όποια ομάδα και αν είναι. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να λέγεται σωστός αθλητής. Εκτός από τα τεχνικά και τα τακτικά χαρακτηριστικά ενός παίκτη μέσα στο γήπεδο, πολύ σημαντικό είναι και το μυαλό να βρίσκεται στη θέση του. Να ξέρεις πότε είναι η κατάλληλη περίοδος για να κάνεις το σωστό. Το ίδιο ισχύει και για την εξωγηπεδική σου ζωή. Να αφουγκράζεσαι, να έχεις αντίληψη και να παίρνεις πράγματα συνέχεια. Με τον Ολυμπιακό κάναμε τότε μία πολύ κακή χρονιά αλλά μέσα από αυτό έγινα πιο σκληρός. Όταν αγωνίζεσαι απέναντι σε μεγάλες ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ, ο Άρης, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μακάμπι πρέπει να δίνεις το 100% σου. Το άγχος που έχεις από την προπόνηση μέχρι την ώρα του αγώνα σε κάνει να αντιμετωπίζεις το κάθε παιχνίδι σαν να είναι ένας τελικός. Όταν πήγα στον Ολυμπιακό, το σκεπτικό ήταν να είμαι το δεύτερο πεντάρι της ομάδας και σιγά σιγά να βρίσκω τα πατήματά μου. Στην πορεία και λόγω των προβλημάτων που υπήρχαν στον Ολυμπιακό έπαιζα βασικός απέναντι σε ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα και ευχαριστώ πάρα πολύ τον Ολυμπιακό για την ευκαιρία που μου έδωσε.
Ήμουν έτοιμος να υπογράψω συμβόλαιο συνεργασίας με την Μπιλμπάο όμως είχα ένα πάρα πολύ σοβαρό ατύχημα με την μηχανή. Ήμουν σε μία «καταθλιπτική» κατάσταση. Δεν σκεφτόμουν καθόλου ότι θα παίξω ξανά μπάσκετ. Όμως μαζί με τον γιατρό μου τα καταφέραμε.
Κεφάλαιο Θεσσαλονίκη
Και τότε μπαίνει στη ζωή σου η Θεσσαλονίκη. Πρώτα ο ΠΑΟΚ το 2006 και μετέπειτα ο Άρης (2007-2009). Πώς ήταν το πέρασμά σου από αυτές τις δύο ομάδες αλλά και ποιες ήταν οι διαφορές που συνάντησες ανάμεσα στα δύο σωματεία;
Παρόλο που είχα προτάσεις από το εξωτερικό, αποφάσισα να πάω στον ΠΑΟΚ για να είμαι ξανά συμπαίκτης με τον Γιάννη Καλαμπόκη. Με τον Γιάννη είχαμε συνεργαστεί στο Φάληρο αλλά και στον Ολυμπιακό. Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που πήγα στον ΠΑΟΚ. Οι δύο σύλλογοι έχουν διαφορές μεταξύ τους. Ο ΠΑΟΚ είναι πιο πολύ ποδοσφαιρικό σωματείο παρόλο που έχει μεγάλη ιστορία και σπουδαίες επιτυχίες με τον Μπάνε Πρέλεβιτς και τους άλλους παίκτες. Στον Άρη αισθανόσουν ότι έπαιζες στο γήπεδο που είχε μεγαλουργήσει ο Γκάλης και ο Γιαννάκης. Το γήπεδο ήταν πάντα κατάμεστο. Έβγαινες έξω και δεν έβλεπες από τα χαρτάκια. Ποιος δεν θέλει να παίζει σε μία τέτοια ατμόσφαιρα. Σε λίγα γήπεδα της Ευρώπης έχω συναντήσει κάτι αντίστοιχο.
Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να πάρεις την απόφαση να μετακομίσεις από τον ΠΑΟΚ στον Άρη δεδομένης της αντιπαλότητας που υπάρχει ανάμεσά τους;
Έκανα μία πορεία από τον Ολυμπιακό στον ΠΑΟΚ και από εκεί στον Άρη. Δηλαδή από τον έναν αντίπαλο στον άλλο. Όμως επαγγελματίας είμαι και τα κατάφερα. Ο ΠΑΟΚ και ο Άρης είναι δύο μεγάλες ομάδες που κουβαλούν μεγάλη ιστορία. Όταν με κάλεσε ο Άρης και πιο συγκεκριμένα ο Θανάσης Παπαχατζής που ήταν βοηθός προπονητή στην ομάδα, πάλι δεν το σκέφτηκα καθόλου. Πήγα και υπέγραψα δύο χρόνια στην ομάδα.
Το 2009 όλα έγιναν διαφορετικά όμως ο Λάζαρος Αγαδάκος δεν το έβαλε κάτω
Και φτάνουμε στο 2009 όπου είχες ένα πολύ σοβαρό ατύχημα το οποίο θα μπορούσε να στοιχίσει και στη ζωή σου. Πόσο δύσκολη ήταν εκείνη η περίοδος για σένα; Σκέφτηκες ποτέ να τα παρατήσεις;
Με πήρε τηλέφωνο ο μάνατζερ μου, ο Κώστας Παπαδάκης, για να μου πει ότι παίρνω μεταγραφή στην Μπιλμπάο με συμβόλαιο για δύο χρόνια. Είχα μία μηχανή με την οποία κυκλοφορούσα μόνο μέσα στην πόλη. Είπα στον μάνατζερ μου πως θα πάω γρήγορα για να υπογράψω το συμβόλαιο και έγινε αυτό το ατύχημα το οποίο ήταν πάρα πολύ σοβαρό. Πρώτα από όλα είχα αποφασίσει ότι δεν θα έχω χέρι. Ήμουν σε μία «καταθλιπτική» κατάσταση. Δεν σκεφτόμουν καθόλου ότι θα παίξω ξανά μπάσκετ. Παρόλα αυτά δεν το έβαλα κάτω. Έψαχνα τρόπους για να ανταπεξέλθω στη ζωή μου αλλά και τι πρέπει να κάνω από εδώ και πέρα. Ήμουν μπερδεμένος γιατί μου συνέβησαν γρήγορα κάποια πράγματα. Από την μία μέρα στην άλλη σταμάτησα να είμαι αθλητής. Όμως μαζί με τον γιατρό μου, τον Γιώργο Τσικούρη, τα καταφέραμε. Κάναμε δύο χειρουργεία. Περίμενα πολύ και ξεκίνησα ξανά από την αρχή. Είχα χάσει πολλά κιλά αλλά ήμουν αποφασισμένος να επιστρέψω. Μετά πήγα στο Περιστέρι και θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην ομάδα και στον κόουτς Σκουρτόπουλο που μου έδωσαν αυτή την ευκαιρία να επιστρέψω στην Α’1.
Η μεγάλη επιστροφή
Τον Φεβρουάριο του 2010 ανακοινώνεσαι και επίσημα από το Περιστέρι. Είχες τελειώσει την αποθεραπεία σου και ήσουν έτοιμος να πατήσεις ξανά παρκέ. Περίμενες και συ εναγωνίως την επιστροφή σου στη δράση; Πώς κύλησε η συνεργασία σου με το Περιστέρι;
Μέσα μου βαθιά το πίστευα. Ήθελα να το κάνω. Όταν ο γιατρός μου είπε πως το χέρι μου κάποια στιγμή θα είναι λειτουργικό, τότε το πήρα απόφαση πως θα επιστρέψω και θα παίξω ξανά. Μου πήρε περίπου ένα χρόνο ώστε το χέρι μου να επανέλθει στο 100%. Δεν μπορούσα να πιάσω καλά την μπάλα γιατί δεν είχα καλή αφή ενώ έπρεπε να αλλάξω τόσο τον τρόπο που σουτάρω αλλά και αυτόν που πασάρω. Ήταν δύσκολη η επάνοδος αλλά σιγά σιγά επανήλθα.
Η συνεργασία μου με το Περιστέρι ήταν πάρα πολύ καλή. Πρόκειται για έναν εξαιρετικό σύλλογο που περιβάλλεται από εξίσου εξαιρετικούς ανθρώπους. Ο κόουτς Σκουρτόπουλος με εμπιστεύτηκε και έφτασα σε σημείο μετά από έναν τόσο σοβαρό τραυματισμό, να αγωνίζομαι 35 λεπτά. Θυμάμαι ότι το πρώτο ματς μετά την επιστροφή μου ήταν στην Θεσσαλονίκη απέναντι στον ΠΑΟΚ. Εκεί αντιμετώπισα τον Λάζαρο Παπαδόπουλο, έναν από τους κορυφαίους ψηλούς στην Ευρώπη.
Ακολούθησαν τρία χρόνια στον Ίκαρο Καλλιθέας (2010-2013) όπου πραγματοποίησες και τις τελευταίες σου εμφανίσεις στην Α’1, κλείνοντας έτσι ένα μεγάλο κύκλο. Τι γεύση σου άφησε αυτή η τελευταία χρονιά στην Α’1;
Ο Ίκαρος Καλλιθέας μόλις είχε ανέβει από την Α’2 και είχε πολύ καλές προοπτικές. Είχε έναν πάρα πολύ καλό πρόεδρο και έναν καλό προπονητή τον Άρη Λυκογιάννη. Επίσης ήμουν συμπαίκτης ξανά με τον Γιάννη Καλαμπόκη. Πήρα πολλά από την συνεργασία μου με την ομάδα όπως πιστεύω πως έδωσα και εγώ αρκετά πράγματα.
Ενημέρωσα τις ομάδες που ενδιαφέρονταν για εμένα πως όποια καταφέρει να βρει δουλειά στην φίλο μου που μόλις είχε απολυθεί, θα αγωνιστώ αμισθί για εκείνη. Η ομάδα που του βρήκε δουλειά ήταν το Κορωπί και έτσι συμφώνησα με την ομάδα.
Η σχέση του με το μπάσκετ δεν σταματά ακόμα και σήμερα
Μετά από ένα διάλειμμα ενός έτους επιστρέφεις ξανά στα γήπεδα για λογαριασμό της ομάδας του Κορωπίου. Μέχρι και σήμερα συνεχίζεις να αγωνίζεσαι για λογαριασμό του Άρη Σύρου. Τι είναι αυτό που σε κρατά ακόμα στο μπάσκετ;
Είχα αποφασίσει να σταματήσω το μπάσκετ. Σε εκείνο σημείο με πήραν τηλέφωνο από το Κορωπί, από το Περιστέρι και από την ΑΕΚ, που μόλις είχαν υποβιβασθεί στην Β’ Εθνική, προκειμένου να συνεχίσω να αγωνίζομαι. Το ίδιο διάστημα ένας πολύ καλός μου φίλος, πατέρας τριών παιδιών, είχε χάσει τη δουλειά του. Ήταν πολύ δύσκολες οι εποχές. Τότε ενημέρωσα τις ομάδες που ενδιαφέρονταν για εμένα πως όποια καταφέρει να βρει δουλειά στην φίλο μου, θα αγωνιστώ αμισθί για εκείνη. Η ομάδα που του βρήκε δουλειά ήταν το Κορωπί και έτσι συμφώνησα με την ομάδα στην οποία παρέμεινα και για 1,5 χρόνο. Στην συνέχεια αγωνίστηκα με την ομάδα του Ζωγράφου αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Είχα αποφασίσει να τελειώσω την γυμναστική ακαδημία, να πάρω το πτυχίο μου και να ακολουθήσω αυτό που κάνω τώρα. Ώσπου ήρθε ο Άρης Σύρου με προπονητή τον Μάκη Νικολαΐδη και μου ζήτησε να παίξω για την ομάδα. Εννοείται πως δέχτηκα να παίξω αμισθί και πηγαίνω να βοηθήσω όποτε μου ζητηθεί. Ουσιαστικά είχα αποφασίσει να το σταματήσω και να κάνω το επόμενο βήμα. Δεν θέλω να τα μπερδεύω. Είναι η νοοτροπία μου αυτή. Δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα και παίκτης και προπονητής και manager. Θα είναι ένα από αυτά. Όπως εγώ αυτή τη στιγμή ασχολούμαι με το γυμναστήριο και την ατομική προπόνηση. Μου έχουν προτείνει αρκετοί παίκτες να τους αναλάβω ως agent αλλά δεν το κάνω. Όπως δεν μου αρέσει και ένας agent ταυτόχρονα να κάνει τον γυμναστή. Αυτή είναι η λογική μου.
Το πρωτάθλημα της ΕΣΚΚ ξεκίνησε ξανά μετά από μία τεράστια διακοπή λόγω του κορονοϊού. Ποιοι είναι οι στόχοι του Άρη Σύρου στο πρωτάθλημα;
Ο Άρης θέλει να ανέβει κατηγορία. Έχει ένα πολύ καλό σύνολο παικτών και έναν εξαιρετικό προπονητή που τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα. Ακόμα ο πρόεδρος, Αντώνης Βαρθαλίτης, είναι δίπλα στην ομάδα και την στηρίζει. Όταν είναι κάποιο δύσκολο παιχνίδι τότε πηγαίνω και βοηθώ την ομάδα. Μπορώ να προσαρμόσω το πρόγραμμά μου και να είμαι εκεί.
«Πάνω από μετάλλια και οποιαδήποτε διάκριση, βάζω τις φιλίες που κράτησα και με συντροφεύουν ακόμα και σήμερα»
Μετά από μία άκρως επιτυχημένη καριέρα, ο Λάζαρος Αγαδάκος νιώθει ικανοποιημένος με τις επιλογές του ή αν γυρνούσε τον χρόνο πίσω θα άλλαζε κάποια του επιλογή;
Όλοι έχουμε σκεφτεί μία διαφορετική απόφαση που θα είχαμε πάρει σε κάποια φάση της ζωής μας. Το έχω σκεφτεί κι εγώ. Να έμενα παραπάνω σε μία ομάδα, να έπαιζα στην Ισπανία και γενικότερα να άλλαζα πράγματα. Όμως στο τέλος της μέρας λέω το εξής. Αυτό που κάνω τώρα με γεμίζει πάρα πολύ, είμαι απόλυτα ικανοποιημένος και είναι αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων. Οι επιλογές αυτές με έκαναν να σκέφτομαι έτσι, να αισθάνομαι έτσι και να επιλέγω με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Από τη στιγμή που νιώθω καλά μέσα μου και έχω μία όμορφη ζωή, δεν θα άλλαζα κάτι.
Αν σου ζητούσαμε μετά από όλα αυτά τα χρόνια να ξεχωρίσεις μία στιγμή από την καριέρα σου ποια θα ήταν αυτή;
Είναι πάρα πολλές στιγμές που μου είναι αδύνατο να ξεχωρίσω κάποια. Είναι το πρώτο μου μετάλλιο σαν παίδας με την Εθνική ομάδα, οι τελικοί που έχω παίξει σε Ελλάδα και Ευρώπη αλλά και οι δύσκολες στιγμές που με έκαναν πιο δυνατό. Όμως πάνω από μετάλλια και οποιαδήποτε διάκριση, είναι οι φιλίες που κράτησα και με συντροφεύουν ακόμα και σήμερα.
Όταν ξεκινούσες το μπάσκετ είχες κάποιον παίκτη ως πρότυπο;
Μου άρεσε πολύ ο Χακίμ Ολάζουον επειδή αγωνιζόταν στη θέση 5 και από Ελλάδα μου άρεσε ο Ντάγκαν Τάρλατς και ο Πέτζα Στογιάκοβιτς. Νίκο Γκάλη και Μάικλ Τζόρνταν είναι περιττό να τους αναφέρω. Αυτά είναι τα δεδομένα.
Αναμφίβολα, οι μάχες που έδινες κάτω από το καλάθι ήταν μεγάλες. Ποιος είναι ο πιο δύσκολος αντίπαλος που έχεις αντιμετωπίσει;
Ο πιο δύσκολος αντίπαλος που έχω αντιμετωπίσει μακράν είναι ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης με τον οποίο υπήρξαμε και συμπαίκτες στον Ολυμπιακό. Ήταν ο πιο δυνατός παίκτης. Έχω γυρίσει σπίτι μου μετά από προπόνηση και δεν μπορούσα να σύρω το κορμί μου ούτε για ένα μέτρο. Ο παίκτης αυτός είχε άπειρη και ανεξέλεγκτη δύναμη. Ένιωθες ότι αν πάρει φόρα είναι ικανός να διαλύσει τα πάντα και να περάσει μέσα από τοίχους.
Ποιος είναι ο Λάζαρος Αγαδάκος εκτός παρκέ;
Μου αρέσει η ήρεμη ζωή και να περνάω αρκετές ώρες με την γυναίκα μου και το παιδί μου. Νιώθω πάρα πολύ καλά αυτή τη στιγμή. Θέλω να βοηθάω παίκτες, να «μπαίνω» μέσα τους ώστε να τους καταλαβαίνω και να τους μεταδίδω πράγματα. Στο τέλος της μέρας είμαι στο σπίτι μου με την οικογένειά μου και αυτό με γεμίζει πάρα πολύ.
Θα θέλαμε να μας μιλήσεις για το δημιούργημά σου που δεν είναι άλλο από το WorkOnHall.
Μέσα από το WorkOnHall μπορώ να προσφέρω στον παίκτη όλα αυτά που όταν ήμουν εγώ επαγγελματίας δεν μπορούσαν να μου δώσουν ή δεν υπήρχε η κατάλληλη τεχνογνωσία για να μας δώσουν. Θέλω τα «λάθη» μου να προσπαθήσω να τα μεταδώσω με τέτοιο τρόπο ώστε να μην γίνουν από τους νέους παίκτες. Η σωστή μετάδοση της φιλοσοφίας είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Επειδή ήμουν σκληρός σαν παίκτης και μου άρεσε η δουλειά, αυτό συμβαίνει και εδώ. Ένας παίκτης που θα έρθει να δουλέψει μαζί μου, είμαι κάθετος πως θα πρέπει να δουλέψει σκληρά. Δεν έχω συνεργαστεί με παίκτες επειδή στην προπόνηση ήταν νωθροί και δεν ήθελαν να ακολουθήσουν αυτή τη φιλοσοφία. Δεν με αφορά το οικονομικό κομμάτι. Ποτέ δεν το κοίταξα και ποτέ δεν θεώρησα πως αυτό θα με κάνει ευτυχισμένο. Ακόμα και στην καριέρα μου θα μπορούσα να υπογράψω σε ομάδες που μου πρόσφεραν μεγαλύτερα συμβόλαια. Αυτό συμβαίνει και τώρα. Η καλύτερη ανταμοιβή θα είναι όταν αυτός ο παίκτης θα παίξει.
Μου έχουν γίνει προτάσεις ώστε να ασχοληθώ με την προπονητική αλλά έχω αρνηθεί. Η συμβουλή που θα έδινα σε έναν νέο αθλητή που θα ξεκινούσε τώρα με το μπάσκετ είναι να το χαρεί και να το βάλει μέσα στο «πετσί» του.
Ποιες είναι οι συμβουλές που θα έδινες σε έναν νέο αθλητή που θα ξεκινούσε τώρα με το μπάσκετ;
Το πιο βασικό είναι να το χαρεί και να το βάλει μέσα στο «πετσί» του. Να καταλάβει πως η μπάλα είναι φίλη του και πως το μπάσκετ δεν είναι επάγγελμα αλλά κάτι που μας αρέσει να κάνουμε με τους φίλους μας. Όλοι έτσι ξεκινήσαμε. Πήραμε μία μπάλα και πήγαμε να παίξουμε σε ένα ανοικτό γήπεδο. Αυτό δεν πρέπει να φύγει ποτέ από μέσα μας. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, τον Νίκολα Γιόκιτς και τον Λούκα Ντόντσιτς. Είναι top αθλητές γιατί τους αρέσει αυτό που κάνουν. Τους αρέσει να είναι μέσα στο παρκέ, να κάνουν προπόνηση και να έχουν πάντα την μπάλα μαζί τους.
Έχεις σκεφτεί στο μέλλον να ακολουθήσεις το δρόμο της προπονητικής;
Μου έχουν γίνει αρκετές προτάσεις αλλά έχω αρνηθεί. Θα κάνω ή το ένα ή το άλλο. Δεν μπορεί ένας προπονητής να κάνει και κάτι άλλο ταυτόχρονα. Είμαι κάθετος σε αυτό. Βλέπω που συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις και δεν μου αρέσει. Αυτή τη στιγμή ασχολούμαι με το γυμναστήριο και μόνο. Αν στο μέλλον μου γίνει κάποια ικανοποιητική πρόταση και ταιριάζει η φιλοσοφία μου με αυτή του προπονητή, όπως του Γιάννη Σφαιρόπουλου, τότε θα σταματήσω αυτό που κάνω τώρα και θα είμαι εκεί. Μέχρι στιγμής δεν το σκέφτομαι. Ο manager μου με είχε πάρει τηλέφωνο ώστε αυτό που κάνω εδώ, να πάω και να το κάνω στην Κίνα στην ομάδα Lions που αγωνιζόταν ο Γιάννης Μπουρούσης και βοηθός προπονητή ήταν ο Γιάννης Καλαμπόκης. Αρνήθηκα διότι δεν μπορώ να αφήσω μόνους τους παίκτες μου.
Αν σου ζητούσαμε να φτιάξεις μία ιδανική πεντάδα με παίκτες που έχεις συνεργαστεί ποια θα ήταν αυτή; Και ποιον θα επέλεγες για προπονητή αυτής της ομάδας;
Είναι δύσκολο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Μπορώ να φτιάξω πάρα πολλές πεντάδες με τις οποίες θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε την κορυφή της Ευρώπης. Προπονητή θα επέλεγα τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Τον εκτιμώ πάρα πολύ καθώς ξέρει πως θα σου συμπεριφερθεί και πως θα σε κάνει να παίξεις για εκείνον. Σέβομαι απόλυτα τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς. Πρόκειται για μία μηχανή σκέψης μέσα στο γήπεδο. Έβρισκε πάντα λύσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα και πάντα μας δυσκόλευε. Έβαζε συνέχεια καινούργια πράγματα στο παιχνίδι. Με τον κόουτς Ομπράντοβιτς δεν συνεργάστηκα ποτέ αλλά κάτι πήρα από αυτόν. Έβλεπα την τακτική του ή τον τρόπο που άλλαζε κάτι στο παιχνίδι ή την συμπεριφορά της ομάδας του στην άμυνα. Αυτόματα αυτό το «έπαιρνα». Κάθε προπονητής ή παίκτης έχει μία προσωπικότητα και εκπέμπει κάτι δυνατό.