Η Εθνική Ελλάδος είναι φάντασμα μίας άλλης εποχής ή απλά εμείς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ότι αυτό είναι το ταβάνι της;

Η Εθνική Ελλάδος πέταξε ακόμα δύο βαθμούς, παίρνοντας την τρίτη ισοπαλία της στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τρεις ισοπαλίες δεν φαντάζουν κακή συγκομιδή αν δεν γνωρίζει κανείς τον όμιλό μας. Όταν, όμως, μαθαίνει πως τις πήραμε κόντρα σε Γεωργία, Κόσοβο και Ισπανία προκύπτει αναμφίβολα ένα… σοκ. Και -δυστυχώς- όχι για τον βαθμό κόντρα στους Ισπανούς.

Μοιάζει πράγματι απορίας άξιο το πώς ομάδες που κάποτε ήταν το εύκολο «τρίποντο», τώρα μας δυσκολεύουν μέχρι και στην ισοπαλία. Γιατί ποιος μπορεί να πει ότι Γεωργία και Κόσοβο μας τρόμαζαν ποτέ; Κάποτε περιμέναμε τέτοιες ομάδες για να πάρουμε εύκολες νίκες με μεγάλα σκορ που θα έδιναν θέαμα. Τώρα; Τώρα κάνουμε τον σταυρό μας αν καταφέρουμε να φύγουμε χωρίς να χάσουμε.

Το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι το τελευταίο που μας απασχολεί. Δεν ωφελεί κάπου αυτή η συζήτηση και το μόνο που μπορούμε να πετύχουμε είναι να διαιωνίζουμε αυτή τη μεμψιμοιρία θαρρείς και ήμασταν ομάδα που «χτυπούσε» Μουντιάλ και ξαφνικά πέσαμε στα τάρταρα. Όχι.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε πλέον είναι να συνειδητοποιήσουμε πού έχουμε φτάσει, να σταματήσουμε να διατηρούμε φρούδες ελπίδες και να κοιτάξουμε παρακάτω. Πού; Σε εκείνη την ημέρα που θα βγούμε από αυτό το τέλμα. Γιατί προσωπική γνώμη του γράφοντος είναι πως υπάρχει στον ορίζοντα αυτή η ημέρα. Μακρινή; Κοντινή; Ουδείς γνωρίζει. Είναι μία συνάρτηση που βασίζεται σε πολλούς παράγοντες που με τη σειρά τους επηρεάζονται από ποικίλες και ιδιάζουσες συνθήκες.

Η Εθνική Ελλάδος δεν ανήκει σε μεγάλες διοργανώσεις

Οι ημέρες των ηρώων, όπως λέει και ο ποιητής, έχουν περάσει. Ανεπιστρεπτί. Η Εθνική Ελλάδος δεν έδειξε σημάδια προσαρμογής στο ποδόσφαιρο του σήμερα. Από εποχής Ρεχάγκελ μέχρι και σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, το στυλ παιχνιδιού της Ελλάδας δεν έχει αλλάξει. Όταν λέμε δεν έχει αλλάξει, μιλάμε για καμία απολύτως αλλαγή.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Εθνική Ελλάδος επί Φαν’τ Σιπ πετυχαίνει μόλις 1,14 γκολ ανά αγώνα. Ένα ποσοστό που δείχνει την άκρως προβληματική επιθετική «γονιμότητα» της ομάδας. Μία «γονιμότητα» που, όμως, ποτέ δεν ανθούσε ιδιαίτερα. Επί Μίχαελ Σκίμπε σε 27 ματς η ελληνική ομάδα είχε 30 γκολ (1,11 ανά αγώνα), ενώ το ίδιο ίσχυε ακόμη κι επί των πιο πετυχημένων προπονητών στην ιστορία της Εθνικής, του Ότο Ρεχάγκελ (138 σε 106 αγώνες, δηλαδή 1,3 ανά αγώνα) και του Φερνάντο Σάντος (59 γκολ σε 49 αγώνες, δηλαδή 1,2 ανά αγώνα). Στη μικρή θητεία του Φαν’τ Σιπ, η Ελλάδα έχει δεχτεί 18 γκολ σε 21 αγώνες. Από τα 21 παιχνίδια δεν έχει δεχτεί τέρμα μόλις σε έξι παιχνίδια, εκ των οποίων τα τρία είναι «λευκές» ισοπαλίες».

Ωστόσο, η ταυτότητα που μας χαρακτήριζε σαν ομάδα με τις νίκες να έρχονται έστω και με… μισό-μηδέν δεν φαίνεται να μπορεί να επιβιώσει. Και ειδικά όταν χρησιμοποιείται το προσωπείο της αμυντικογενούς ομάδας. Μία ομάδα που βασίζεται στην άμυνά της δεν σημαίνει απαραίτητα ότι επιθετικά είναι άγονη. Συνεπώς το «επιχείρημα» αυτό θα πρέπει να πάψει να υφίσταται.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως η Εθνική μας προσπαθεί με το ίδιο παρωχημένο στυλ που πέτυχε σε μία τελείως διαφορετική εποχή και με τελείως διαφορετικούς παίκτες, να διεκδικήσει κάτι περισσότερο. Το αποτέλεσμα; Ένα ποδόσφαιρο άνευρο, άνοστο και δύσπεπτο. Και η καταδίκη πολλών ταλαντούχων ποδοσφαιριστών, οι οποίοι φέρουν την ταμπέλα των «ακατάλληλων» για την Εθνική.

Όλη αυτή η κατάσταση έφερε με τη σειρά της ένταση και σε συνδυασμό με εξωγενείς παράγοντες που πάντα επηρέαζαν την Εθνική, έφεραν την ολοκληρωτική καταστροφή.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Ο Φαν’ τ Σιπ παρουσιάζεται ως ο μεταρρυθμιστής που θα φέρει τη νέα εποχή στην Εθνική παρουσιάζοντας όμως ένα δείγμα που μας θυμίζει μόνο το παρελθόν. Αλχημείες, παίκτες νέοι, σχήματα που δεν έχουν δοκιμαστεί στην πράξη. Και όλο αυτό συνθέτει ένα σύνολο ή του ύψους ή του βάθους που μόνο ενδιαφέρον να το παρακολουθήσει κανείς δεν προκαλεί.