Γιάννης Καλαμπόκης: Ένας από τους «ρομαντικούς» της «πορτοκαλί θεάς» αποκλειστικά στο Debut.gr (part 1)
Ο Γιάννης Καλαμπόκης μίλησε αποκλειστικά στο Debut.gr για τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, την εκπληκτική πορεία του Παλαιού Φαλήρου, τη γεμάτη τριετία στην ομάδα του Πανιωνίου αλλά και για το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται Εθνική ομάδα.
Η καριέρα που τον ακολουθεί είναι πραγματικά μεγάλη. Έχει συνεργαστεί με κάποιες από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ελλάδας ενώ αγωνίστηκε και σε ομάδες του εξωτερικού. Δεν άφηνε στιγμή χωρίς να μαθαίνει και να κερδίζει πράγματα. Αυτό τον έκανε όλο και καλύτερο και κάθε χρόνο κατάφερνε να ξεχωρίζει με την απόδοσή του. Δεν είναι τυχαίο που το 2009 βρέθηκε στη δωδεκάδα της Εθνικής ομάδας για το Ευρωμπάσκετ που διοργανώθηκε στη Πολωνία. Πλέον μετά από μία τεράστια καριέρα έχει περάσει στην αντίπερα όχθη και στη θέση του προπονητή. Και στις δύο περιπτώσεις το σύνθημά του είναι ίδιο. Οι παίκτες να αγαπήσουν πραγματικά το μπάσκετ.
Φυσικά αναφερόμαστε στον Γιάννη Καλαμπόκη. Το Debut.gr είχε την τιμή να επικοινωνήσει μαζί του και εκείνος έδωσε απαντήσεις σε πάρα πολλά θέματα όπως το ξεκίνημά του στο χώρο του μπάσκετ, την εκπληκτική πορεία του Παλαιού Φαλήρου αλλά και τη μεταγραφή του στον Ολυμπιακό. Ακόμα μας μίλησε για το διπλό πέρασμά του από την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ, τα τρία χρόνια στην ομάδα του Πανιωνίου, τις νησιωτικές ομάδες με τις οποίες συνεργάστηκε και φυσικά για την Εθνική ομάδα. Αυτά και άλλα πολλά θέματα αποκλειστικά στο πρώτο μέρος της συνέντευξης του Γιάννη Καλαμπόκη στο Debut.gr.
(ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΤΟ PART 2 ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΒΡΕΙ ΕΔΩ)
Τα πρώτα βήματα
Ξεκίνησες τα πρώτα σου μπασκετικά βήματα στην τοπική ομάδα του Ιλίου, “Νέοι Παλατιανής” και μετέπειτα στην ομάδα του Παλαιού Φαλήρου. Πλέον μετά από μία τόσο μεγάλη καριέρα, γυρνώντας πίσω το χρόνο και βλέποντας τον εαυτό σου τότε πίστευες πως θα είχες αυτή την εξέλιξη και θα αγωνιζόσουν σε κάποιες από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ελλάδας αλλά θα αγωνιζόσουν και στο εξωτερικό;
Για να είμαι ειλικρινής όχι δεν το περίμενα. Όμως, ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που κατάφερα να κάνω αυτή την καριέρα. Γυρνώντας πίσω το χρόνο και βλέποντας το τρόπο και τους λόγους που μπήκαμε στον αθλητισμό πιστεύω πως αυτό ήταν μέρος μιας «παλιάς συνταγής» που δεν υπάρχει πια. Στόχος ήταν τα παιδιά της εποχής να αγαπήσουν τον αθλητισμό και το μπάσκετ. Στην συνέχεια μέσα από την πρόοδο, τη βελτίωση και την εξέλιξη κατάφερε να έρθει και η καριέρα που ανέφερες. Είναι σημαντικό που όταν γυρνάω το χρόνο πίσω βλέπω πόσο ανέμελα ήταν εκείνα τα χρόνια. Ήμασταν μακριά από κάθε άγχος και κάθε πίεση πως έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουμε καριέρα. Απαλλαγμένοι από κάθε φορτίο καταφέραμε να αγαπήσουμε πραγματικά το μπάσκετ.
Ποια ήταν η αφορμή για να ασχοληθείς με την «πορτοκαλί θεά»;
Η αφορμή ήταν η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος από την Εθνική ομάδα. Εμείς είμαστε εκείνη η γενιά. Η επιτυχία αυτή έβγαλε όλο το κόσμο στο δρόμο και έβαλε το μπάσκετ με πολύ διαφορετικό τρόπο στις ζωές μας. Το άθλημα ανέβηκε στις προτιμήσεις και στην «αθλητική ιεραρχία». Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλά σχολεία απέκτησαν μπασκέτες και πολλοί χώροι έγιναν γήπεδα παίζαμε μπάσκετ με τις ώρες. Γενικότερα εκείνα τα χρόνια υπήρχε η αίσθηση της αλάνας. Για παράδειγμα η ομάδα «Νέοι Παλατιανής» ήταν μία ομάδα που δημιουργήθηκε από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου και μετέπειτα έγινε αθλητικό σωματείο. Χωρίς να υπάρχει σχολικός αθλητισμός με κάποιο τρόπο το σχολείο ώθησε πολλά παιδιά στο να κάνουν αθλητισμό.
Πώς ήταν τα πρώτα σου μπασκετικά βήματα;
Τα πρώτα μου μπασκετικά χρόνια ήταν περισσότερο παιχνίδι. Αντί να παίζουμε απλά παιχνίδια στις γειτονιές, εμείς παίζαμε μπάσκετ. Δεν υπήρχε το άγχος ότι έπρεπε να πετύχουμε μέσα από το άθλημα. Προσωπικά, πολλές φορές πήγαινα και έπαιζα μόνος μου. Είχα τα κλειδιά από ένα ανοιχτό γήπεδο ώστε όταν η ομάδα δεν είχε προπόνηση να πάω μόνος ή με κάποιους φίλους ώστε να κάνουμε κάτι επιπλέον. Τότε δεν υπήρχαν ατομικοί προπονητές. Υπήρχε η θέληση και να περνάς καλά μέσα από αυτό που κάνεις.
Παλαιό Φάληρο: Μία όμορφη μπασκετική ιστορία χωρίς αίσιο τέλος
Με την ομάδα του Παλαιού Φαλήρου πετύχατε κάτι πολύ σπουδαίο. Χωρίς κοινοτικό στην ομάδα και όντας ένα από τα αουτσάιντερ καταφέρατε να πανηγυρίσετε την άνοδο στην Α’1. Παρόλα αυτά λόγω οικονομικών προβλημάτων η ομάδα δεν κατάφερε να αγωνιστεί ποτέ σε αυτή. Πώς ήταν αυτή η απρόσμενη εναλλαγή συναισθημάτων μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα;
Η χρονιά αυτή του Παλαιού Φαλήρου αποτελεί η κορύφωση. Από το 1996 και μετά το Παλαιό Φάληρο ανέβαινε μία κατηγορία κάθε χρόνο. Ήταν μία ομάδα που είχε έναν καλό κορμό παικτών που μπορούσαν να πρωταγωνιστήσουν σε αυτές τις κατηγορίες. Η Α’2 δεν είχε σχέση με τη Β’ και τη Γ’ Εθνική. Εκείνο το διάστημα εμφανίστηκαν και οι κοινοτικοί παίκτες στο πρωτάθλημα της Α’1. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός των ξένων να αυξηθεί και πολλοί καλοί Έλληνες παίκτες να «κατέβουν» στην Α’2. Αυτό έκανε την κατηγορία πάρα πολύ δυνατή. Το Φάληρο έκανε μία τολμηρή για την εποχή πρόταση με νέα παιδιά. Είχε τον Κώστα Σορώτο προπονητή και μία ομάδα χωρίς αρκετή εμπειρία αλλά με ενθουσιασμό και όρεξη για τη δημιουργία ενός καλού συνόλου. Μετά από μία σειρά χρόνων και πολλών δυσκολιών, η ομάδα κατάφερε το ακατόρθωτο. Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε πως ακριβώς συνέβη αυτό. Καταφέραμε μέσα από τη δύναμη του συνόλου να αφήσουμε κάθε πρόβλημα στην άκρη και να παίξουμε για τον συμπαίκτη μας και το προπονητή μας. Δημιουργήθηκαν άλλα ιδανικά και άλλες αξίες που τελικώς έφεραν και το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όταν ξεκίνησε εκείνη η χρονιά ο στόχος της ομάδας ήταν να παραμείνουμε στη κατηγορία. Ειδικότερα εκείνη τη περίοδο η Α’2 είχε πολλές καλές ομάδες όπως τον Απόλλωνα Πατρών, τον Ιωνικό Νικαίας, την Χαλκίδα. Όμως όταν αγαπάς αυτό που κάνεις και υπάρχει ένα καλό κλίμα στην ομάδα που αγωνίζεσαι τότε θα έρθει και το καλό αποτέλεσμα.
Παρόλο που έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε βλέπουμε πως ακόμα και σήμερα υπάρχουν ομάδες που δυσκολεύονται να συμμετάσχουν στην Α’1. Είναι κάτι που πρέπει να απασχολήσει τους αρμόδιους;
Είναι κάτι που θα έπρεπε ήδη να έχει απασχολήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Για να είμαι ειλικρινής, όλες οι ομάδες κάνουν μία μεγάλη προσπάθεια για να παραμείνουν στη κατηγορία μέσα στη χρονιά και το καλοκαίρι δηλώνουν αδυναμία συμμετοχής στο επόμενο πρωτάθλημα. Με αυτό το τρόπο η παραγωγική διαδικασία δεν λειτουργεί διότι χωρίς να τους αδικώ, οι ομάδες ενδιαφέρονται πιο πολύ για το αποτέλεσμα. Όμως σε μία εποχή όπου η ελληνική αγορά έχει πέσει αισθητά, οι παίκτες και οι προπονητές προσπαθούν να βρουν χώρο για να δημιουργήσουν μία οντότητα, βλέπουμε πως όλα αυτά δεν συνδυάζονται ούτε με το αποτέλεσμα ούτε με τη διαδικασία. Θα πρέπει πρώτα από όλα να καταλάβουμε σαν πρωτάθλημα μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε. Πολύ εύστοχα είπε κάποιος συνάδελφος ότι η Α’1 έχει γίνει ένα πολύ καλό «φυτώριο» Αμερικάνων παικτών. Δηλαδή εμείς παράγουμε Αμερικάνους. Έρχονται rookies, παίζουν και μετά πάνε και κάνουν συμβόλαια αλλού. Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει με τους Έλληνες χωρίς αυτό να σημαίνει πως και εκείνοι δεν έχουν ευθύνες για τις ευκαιρίες που δεν παίρνουν ή που δεν εκμεταλλεύονται. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις ποια είναι η ταυτότητά σου και ποιος είναι ο στόχος σου ώστε να μπορείς να οργανωθείς κατάλληλα. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει οργάνωση, τα οικονομικά δεδομένα είναι πάρα πολύ συγκεκριμένα και μικρά και η συγκυρία της πανδημίας δεν βοηθάει. Άρα, θα έπρεπε να είναι μονόδρομος η αλλαγή πλεύσης και η δημιουργία ενός μοντέλου που θα έχει σαν στόχο την ενίσχυση των ομάδων με περισσότερο ελληνικό στοιχείο παρά με την αγορά ξένων παικτών. Νομίζω πως έχουμε χαθεί λίγο στον προσανατολισμό μας.
Το άλμα στον Ολυμπιακό
Τότε έρχεται η πρόταση από τον Ολυμπιακό. Ποια ήταν τα συναισθήματα σου όταν μία ομάδα τέτοιου βεληνεκούς ενδιαφέρθηκε για σένα;
Σίγουρα κολακεύτηκα. Όταν σε εκείνη τη περίοδο της ζωής μου, με ζητάει μία ομάδα σαν τον Ολυμπιακό ένιωσα πως έπρεπε να πάω παρά και το ενδιαφέρον που υπήρχε από άλλες ομάδες. Η ομάδα του Ολυμπιακού είχε προπονητή εκείνη τη περίοδο τον κύριο Σούμποτιτς και βοηθούς τον κύριο Παπαχατζή και τον κύριο Παππά που είχαν παρακολουθήσει αρκετά το πρωτάθλημα της Α’2 και όχι μόνο. Εγώ κατάφερα να εξαργυρώσω τις καλές χρονιές που έκανα με την ομάδα του Φαλήρου, κάτι που δυστυχώς δεν κατάφεραν να κάνουν όλοι οι συμπαίκτες μου. Καμιά φορά ισχύει πως ένας καλός παίκτης σε μία καλή ομάδα φαίνεται καλύτερος ενώ ένας καλός παίκτης σε μία φαινομενικά κακή ομάδα φαίνεται μέτριος.
Βρέθηκες σε μία περίοδο όπου ο Ολυμπιακός βρισκόταν σε φάση ανασυγκρότησης. Παρόλα αυτά εσύ ως αθλητής πήρες πράγματα τα οποία σε βοήθησαν και στη συνέχεια της καριέρας σου;
Οπωσδήποτε και πήρα πράγματα. Εγώ πάντα πιστεύω πως η συγκυρία είναι το πιο ισχυρό πράγμα στον αθλητισμό. Επομένως, το γεγονός πως ο Ολυμπιακός βρισκόταν σε μία μεταβατική περίοδο, μου έδωσε την ευκαιρία να ενταχθώ στην ομάδα. Ενδεχομένως αν ο Ολυμπιακός ήταν σε ένα άλλο επίπεδο να μην είχα αυτή την ευκαιρία. Σίγουρα πήρα πολλά πράγματα από τη παρουσία μου εκεί. Έπαιξα στην Ευρωλίγκα και συνεργάστηκα με κορυφαίους παίκτες και προπονητές. Έμαθα ότι ανεξάρτητα με το αν παίζεις σε έναν αγώνα ή όχι μπορείς να μάθεις πράγματα. Μου είχε πει ο Θοδωρής Παπαλουκάς μία πολύ σπουδαία κουβέντα. «Μπάσκετ δεν μαθαίνεις μόνο παίζοντας αλλά και παρακολουθώντας». Εκείνη τη περίοδο ο Θοδωρής είχε πάει στη ΤΣΣΚΑ και είχαμε μία συζήτηση σε ένα μεταξύ μας παιχνίδι και μου είχε πει αυτά τα λόγια. Μπορεί ο ίδιος να μην το θυμάται καν αλλά εγώ πάντα το έχω στο μυαλό μου. Κάνοντας προπόνηση και παρακολουθώντας αγώνες τόσο υψηλού επιπέδου χωρίς να έχεις μεγάλη συμμετοχή είναι σίγουρο πως αποκτάς παραστάσεις. Οι παραστάσεις αυτές αποτυπώνονται μέσα σου και όταν σου δοθεί η ευκαιρία να παίξεις αν είσαι συγκεντρωμένος και δεν έχεις απογοητευτεί από τη μικρή συμμετοχή είναι σίγουρο πως θα «βγάλεις» πράγματα στο παρκέ. Εγώ με τις υπόλοιπες ομάδες που συνεργάστηκα μετά τον Ολυμπιακό, κατάφερα αυτές τις εμπειρίες που είχα κερδίσει να τις κάνω πράξη. Μπόρεσα να διαμορφώσω το παιχνίδι μου και να το κάνω καλύτερο. Φυσικά όλα αυτά χρειάζονται υπομονή. Είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή θα παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία. Πιστεύω πως στον αθλητισμό υπάρχει δικαιοσύνη απλά πολλές φορές καθυστερεί λίγο. Όμως σε αυτούς που το αξίζουν πραγματικά θα έρθει.
«Πέρασα μία γεμάτη τριετία στον Πανιώνιο. Λάθος μου που δεν επεδίωξα να παίξω παραπάνω χρόνια στο εξωτερικό»
Με κάθε ομάδα που συνεργάστηκες άφηνες και τη δική σου σφραγίδα καθώς πάντα ξεχώριζες με την απόδοση σου. Κάποιες από τις καλύτερες σου εμφανίσεις τις έκανες τη περίοδο 2007-2010 όπου συνεργάστηκες με την ομάδα του Πανιωνίου; Τι είναι αυτό που θυμάσαι πιο έντονα από τη παρουσία σου στην ομάδα του «Ιστορικού»;
Πέρασα μία γεμάτη τριετία στον Πανιώνιο αν εξαιρέσουμε μία μικρή παρένθεση όπου αγωνίστηκα για δύο μήνες στην ομάδα της Μπενετόν. Για δύο χρόνια αγωνιστήκαμε στο γήπεδο του «Ελληνικού». Ένα μεγάλο γήπεδο που σου έδινε την άνεση να προπονηθείς σωστά. Η ομάδα αποτελούνταν πάντα από πολύ καλά προπονητικά team και εξίσου καλούς παίκτες. Παίξαμε μία χρονιά στο ULEB Cup και μία χρονιά στην Ευρωλίγκα που για τον Πανιώνιο αυτές οι συμμετοχές ισοδυναμούσαν με πρωτάθλημα. Σίγουρα η νίκη επί της Ρεάλ Μαδρίτης και το διπλό μέσα στη Τουρκία επί της Αναντολού Εφές είναι δύο πολύ ιδιαίτερες στιγμές. Εξίσου σημαντική στιγμή ήταν και η νίκη επί του Ολυμπιακού τη τρίτη χρονιά στο γήπεδο της «Αρτάκης». Συνεργάστηκα με πολύ καλούς προπονητές όπως τον Νέναντ Μάρκοβιτς, τον coach Τριφούνοβιτς, τον Χρήστο Παππά που ήταν στο staff. Από τα πράγματα που μένουν είναι το «δέσιμό» μου με το κόσμο του Πανιωνίου ειδικά την τελευταία χρονιά τώρα που δεν υπάρχει και το γήπεδο. Τότε στο ελληνικό πρωτάθλημα υπήρχε αυτό που δεν υπάρχει τώρα. Μετά τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό υπήρχαν 4-5 καλές ομάδες που έδιναν τη δυνατότητα και την ευκαιρία σε Έλληνες παίκτες να παίζουν σε υψηλό επίπεδο. Ήταν ο Πανιώνιος, το Μαρούσι, η ΑΕΚ, ο Πανελλήνιος. Ομάδες «δεύτερης ταχύτητας» που όμως λειτουργούσαν με βάση υψηλά και επαγγελματικά πρότυπα. Αυτό δεν υπάρχει τώρα. Τότε ήταν πολύ πιο δύσκολη αλλά πιο συγκεκριμένη η πορεία ενός παίκτη. Υπήρχε και τότε η Α’2 όπως και τώρα. Υπήρχαν οι μικρές ομάδες αλλά υπήρχε και ένα group μεσαίων ομάδων και έπειτα οι δύο κορυφαίες. Ήταν μία βαθμίδα που έπρεπε να την ανέβεις. Και επειδή δεν υπήρχε χώρος για να παίζουν όλοι στον Παναθηναϊκό και στον Ολυμπιακό, υπήρχαν αυτές οι ομάδες που έπαιζαν καλό μπάσκετ, είχαν καλή οργάνωση, καλό προπονητικό team και έδιναν την ευκαιρία σε παίκτες να «τεστάρουν» τις δυνάμεις τους και να αξιολογήσουν τον εαυτό τους. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό μπορεί να το έχει σήμερα ένας παίκτης. Δεν υπάρχει μία ενδιάμεση ομάδα που θα σου προσφέρει τις παραστάσεις και την εμπειρία για να κάνεις σταδιακά βήματα. Πας από το ένα άκρο στο άλλο. Αυτή τη στιγμή ζητάμε από Έλληνες παίκτες να φανούν τη στιγμή που δεν μπορούμε να τους προσφέρουμε τις απαραίτητες γνώσεις. Δυστυχώς αυτή η κατηγορία ομάδων δεν υπάρχει σήμερα.
Πόσο λυπηρό είναι να βλέπουμε μία τόσο ιστορική ομάδα όσο ο Πανιώνιος να αγωνίζεται αυτή τη στιγμή στη Β΄ Εθνική;
Σίγουρα, είναι λυπηρό. Στον επαγγελματικό αθλητισμό, δυστυχώς, η ιστορία δεν μπορεί να ξεχρεώσει λάθη ή απερισκεψίες ή έλλειψη εμπειρίας. Κάτι τέτοιο έχει συμβεί στον Πανιώνιο, παλαιότερα στην ΑΕΚ αλλά και σε ιστορικές ομάδες του εξωτερικού όπου έχουν παρθεί δύσκολες αποφάσεις. Για παράδειγμα «έπεσε» κατηγορία η Γιουβέντους ή στο μπάσκετ η Μπολόνια λίγα χρόνια αφού πήρε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Είναι σημάδια των καιρών αυτά. Δυστυχώς, όπως προείπα, δεν υπάρχει αυτή η οργάνωση όπου ο καθένας να γνωρίζει τι ακριβώς εκπροσωπεί, τι έχει προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια στο μπάσκετ και ποιο είναι το δυνατό του σημείο. Δεν μπορούν όλες οι ομάδες να βγουν πρωταθλήτριες, δεν μπορούν να λειτουργούν σαν «φυτώριο» παικτών και δεν μπορούν όλοι να έχουν παραγωγική διαδικασία παρόλο που θα έπρεπε να είναι στόχος όλων. Ο Πανιώνιος έχει προσφέρει πάρα πολλά στο μπάσκετ. Μπορεί να μην έχει φέρει τόσους τίτλους όμως οι παίκτες και οι προπονητές που έχουν περάσει από τον Πανιώνιο και αργότερα δούλεψαν μέχρι και σε επίπεδο Εθνικής ομάδας, ήταν αυτό που έκανε τον σύλλογο να ξεχωρίζει. Όταν αυτό σταματάς να το υπηρετείς, δυστυχώς, η ιστορία δεν μπορεί να σε βοηθήσει τόσο πολύ. Είναι λυπηρό αυτό που συνέβη τόσο για τον Πανιώνιο όσο και για το μπάσκετ γενικότερα. Ο καθένας πρέπει να γνωρίζει ποιος είναι, τι υπηρετεί και για ποιους λόγους το κάνει αυτό.
Σε δύο διαφορετικούς χρόνους συνεργάστηκες με την ομάδα της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ. Με την Ένωση το 2005-2006/2015-2016 και με την ομάδα της Θεσσαλονίκης τη σεζόν 2006-2007/2011-2012. Πώς ήταν το πέρασμά σου από αυτές τις δύο ομάδες αλλά και ποιες ήταν οι διαφορές που έβρισκες σε σχέση με τη πρώτη σου παρουσία;
Η πρώτη μου σεζόν στην ΑΕΚ ήταν μία χρονιά μετάβασης καθώς είχε ήδη αποχωρήσει ο κύριος Φιλίππου. Παρόλα αυτά εκπροσωπήσαμε το ελληνικό μπάσκετ στην Ευρωλίγκα με μία πολύ αξιοπρεπή πορεία. Η ΑΕΚ μου πρόσφερε χώρο και χρόνο προκειμένου να μετρήσω τις δυνάμεις μου σε ένα εξίσου υψηλό επίπεδο. Θυμάμαι ότι ο πρώτος γύρος τόσο για μένα όσο και για την ομάδα ήταν εξαιρετικός. Ήμασταν πάρα πολύ ανταγωνιστικοί και κερδίσαμε πολλά παιχνίδια κάνοντας πολύ καλές εμφανίσεις. Κι εγώ προσωπικά ήμουν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση μέχρι που… το παράκανα. Τότε δεν ήξερα πότε πρέπει να σταματήσω. Ήμουν στα ντουζένια μου, δεν είχα πολύ χρόνο συμμετοχής με τον Ολυμπιακό οπότε εκείνη τη περίοδο ήθελα να παίζω. Είχα κάποιους επιπόλαιους τραυματισμούς στους οποίους δεν έδωσα την απαραίτητη σημασία λόγω της λαχτάρας που είχα για να παίζω. Στο δεύτερο γύρο, μαζί με το ντεφορμάρισμα της ομάδας ήρθε και το δικό μου. Έτσι, η σεζόν δεν τελείωσε όπως ξεκίνησε. Η επιστροφή μου στην ΑΕΚ ήταν και η τελευταία μου χρονιά. Ήταν μία σεζόν που με γέμισε. Ήδη στα 37 μου ένιωθα πραγματικά γεμάτος από το μπάσκετ. Θεωρώ ότι ήταν για μένα το ιδανικό φινάλε. Ήθελα να ήμουν σε μία ομάδα που θα είχε στόχους και θα αγωνίζεται σε υψηλό επίπεδο. Οι άνθρωποι της ομάδας μας παρείχαν τα πάντα και η οργάνωση ήταν εξαιρετική. Παρότι αργότερα είχα κι άλλες προτάσεις για να συνεχίσω να αγωνίζομαι, εγώ δεν ήθελα να το κάνω. Ένιωθα πως αυτός ήταν ο τρόπος που ήθελα να σταματήσω. Η τελευταία μου χρονιά ήταν πολλή γεμάτη και την θυμάμαι με χαρά. Ήταν ακριβώς έτσι όπως την ήθελα.
Στον ΠΑΟΚ, παρότι ήταν πρώτη μου φορά που πήγαινα να παίξω σε άλλη πόλη, κατάφερα να δεθώ πάρα πολύ και τις δύο φορές. Αποτελεί ένα πολύ μπασκετικό περιβάλλον το οποίο όταν ο κόσμος το στήριζε γινόταν μοναδικό. Και από εκεί έχω δημιουργήσει δεσμούς και σχέσεις που κρατούν μέχρι σήμερα. Γνώρισα από κοντά τον Μπάνε Πρέλεβιτς. Μία προσωπικότητα που και από πριν έτρεφα τεράστιο σεβασμό αλλά όταν τον γνώρισα ανέβηκε ακόμα περισσότερο στην εκτίμησή μου. Ένας πραγματικά φοβερός άνθρωπος. Συνεργάστηκα με εξαιρετικούς προπονητές όπως τον Σούλη Μαρκόπουλο, ένας πραγματικός κύριος, τον Κώστα Πιλαφίδη, τον Βαγγέλη Αλεξανδρή. Πραγματικά τεράστιες προσωπικότητες που έχουν δώσει πολλά πράγματα. Όταν είσαι «ανοιχτός» μπορείς πάντα να κερδίζεις και να παίρνεις εμπειρίες ειδικά από ανθρώπους που έχουν αφήσει το στίγμα τους στο χώρο. Θυμάμαι πολλά πράγματα από το πέρασμα μου στο ΠΑΟΚ. Ένα ματς με τον Ερυθρό Αστέρα στη «Χάλα Πιονίρ» που είχε γίνει θέμα μέχρι και στο πολιτικά δελτία ειδήσεων ούτε καν στα αθλητικά. Είχαν εισβάλλει φίλαθλοι μέσα στο γήπεδο και εμείς είχαμε κλειστεί μέσα στα αποδυτήρια. Έπρεπε όμως, να βγούμε να παίξουμε γιατί αλλιώς θα μηδενιζόμασταν. Αυτό το συμβάν έγινε το 2007 και τελικά καταφέραμε να κερδίσουμε, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά και κάτω από φοβερή ψυχολογική πίεση που μας είχε ασκηθεί από το ζέσταμα του αγώνα.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης παρουσίας σου στην ΑΕΚ, τα διοικητικά ηνία της ομάδας είχε αναλάβει ο κύριος Αγγελόπουλος. Έκτοτε βλέπουμε πως η πορεία της ομάδας είναι μόνο ανοδική. Έχει κατακτήσει το κύπελλο Ελλάδος, το Basketball Champion’s League. Θεωρείς πως η ΑΕΚ μπορεί να φτάσει ακόμα πιο ψηλά και να κατακτήσει και το πρωτάθλημα Ελλάδος;
Δεν έχει τόση σημασία το τι πιστεύω εγώ. Αυτό είναι κάτι που το έχει κερδίσει η ομάδα από μόνη της. Ο κύριος Αγγελόπουλος, όπως έχει και ο ίδιος δηλώσει, είναι πρώτα φίλαθλος της ομάδας και μετά διοικητικός ηγέτης. Σε συνδυασμό με τις κινήσεις που γίνονται όπως η δημιουργία του νέου γηπέδου και η μόνο ανοδική πορεία της ομάδας στα χρόνια της παρουσίας του, είναι θέμα χρόνου η ομάδα να διεκδικήσει και το πρωτάθλημα. Νομίζω ότι αξίζει τόσο στο ελληνικό πρωτάθλημα όσο και στους ανθρώπους που επενδύουν χρόνο και χρήμα, να δοθούν ευκαιρίες ώστε να διεκδικήσουν υψηλούς στόχους όπως ένα πρωτάθλημα Ελλάδας. Σίγουρα υπάρχει ο Παναθηναϊκός που είναι πάρα πολύ ισχυρός, είναι ο Ολυμπιακός που λείπει οπότε αυτή η συγκυρία κάνει πιο κοντινό το στόχο της διεκδίκησης. Παρόλα αυτά για μένα δεν βαθμολογεί μία ομάδα και τη συνεισφορά ενός προέδρου σε αυτή και στο μπάσκετ η κατάκτηση ενός πρωταθλήματος. Νομίζω ότι η πορεία της ΑΕΚ τα τελευταία χρόνια την κάνει μία από τις πιο πετυχημένες ομάδες δεδομένου ότι πέντε χρόνια πριν βρισκόταν στην Β’ Εθνική. Άρα, η ανάκαμψη που είχε είναι σίγουρα εντυπωσιακή.
Φυσικά δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και η παρουσία σου σε νησιωτικές ομάδες της χώρας (Ρέθυμνο, Κολοσσός Ρόδου). Διέκρινες κάποια διαφορά ανάμεσα στις νησιωτικές ομάδες με αυτές των αστικών κέντρων;
Ως προς τη λειτουργία, ναι, υπάρχουν διαφορές. Μάλιστα, όσο περνούν τα χρόνια και γίνονται ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα λόγω των οικονομικών συνθηκών, οι διαφορές αυτές γίνονται ακόμα πιο έντονες. Οι ομάδες σε ένα νησί, πρακτικά είναι πιο δύσκολο να ξεκινήσουν έγκαιρα μία προετοιμασία. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σπίτια για να φιλοξενήσουν τους ξένους, δεδομένου ότι πρέπει να συνεχώς πληρώνουν ταξίδια, φαγητό και διάφορες άλλες υποχρεώσεις, τα έξοδα είναι πολλαπλάσια σε σχέση με τις ομάδες των αστικών κέντρων. Επίσης, λόγων των κενών διαστημάτων που υπάρχουν στο ελληνικό πρωτάθλημα, η ομάδα πρέπει συνεχώς να κρατιέται σε αγωνιστικούς ρυθμούς. Από την άλλη υπάρχουν άλλα υπέρ. Η κοινωνία στηρίζει τους ξένους παίκτες που έρχονται και σε κάνουν να νιώθεις οικεία και φιλόξενα. Έτσι, έχεις μία ευθύνη να παίξεις και για αυτούς που σε στηρίζουν και που την άλλη μέρα κάνοντας μία βόλτα θα τους δεις στα μαγαζιά τους ή στις πλατείες. Δημιουργείται έτσι μία διαφορετική συνθήκη επαγγελματικής ομάδας που λειτουργεί περισσότερο συναισθηματικά. Εγώ έκατσα ένα χρόνο στη Ρόδο και δύο χρόνια στο Ρέθυμνο. Και στις δύο περιπτώσεις πέρασα αρκετά καλά. Στο Ρέθυμνο λίγο περισσότερο διότι έμεινα και δεύτερη χρονιά οπότε το παιδί μου πήγε εκεί πρώτη φορά σχολείο, ήρθα πολύ κοντά με ανθρώπους που ήταν και είναι στον σύλλογο. Επίσης, η ομάδα ήταν μία διαφορετική πρόταση καθώς υπηρετούσε ένα διαφορετικό στυλ μπάσκετ το οποίο ήταν πιο επιθετικό. Επίσης, εκεί γνώρισα τον Θανάση Σκουρτόπουλο με τον οποίο είμαστε συνεργάτες εδώ και τρία χρόνια στην Εθνική ομάδα. Ήταν ένα πέρασμα από το οποίο έχω ευχάριστες αναμνήσεις και διατηρώ ισχυρούς δεσμούς. Τέλος, δεν κρύβω ότι αν δεν υπήρχε η πρόταση της ΑΕΚ την τελευταία χρονιά είχα αποφασίσει να κλείσω εκεί τη καριέρα μου.
Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε πως αγωνίστηκες και στο εξωτερικό. Πρώτα το 2009 με την ομάδα της Παλακανέστρο Τρεβίζο και το 2012 με την Άλμπα Βερολίνου. Πώς έζησες αυτή την εμπειρία; Θα ήθελες να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι παραπάνω στο εξωτερικό;
Αυτές οι εμπειρίες ήταν ξεχωριστές και δεν κρύβω πως ίσως να ήταν και ένα από τα λάθη που έχω κάνει. Ότι δηλαδή δεν επεδίωξα να παίξω περισσότερα χρόνια εκτός Ελλάδας. Βλέπω και τώρα πως στους Έλληνες παίκτες υπάρχει κάτι που μας κάνει να γυρνάμε πίσω. Η Μπενετόν είναι μία ιστορική ομάδα και εκείνη την περίοδο είχε τον Οκτάι Μαχμούτι στον πάγκο της που είναι πολύ καλός προπονητής. Με την ομάδα κάναμε ένα εξαιρετικό φινάλε. Εγώ με την ομάδα την Μπενετόν έπαιξα δύο ματς κανονικής περιόδου και τα playoffs. Στο σύνολό τους 10 αγώνες. Στα playoff αποκλειστήκαμε από τη Σιένα που ήταν παντοδύναμη εκείνη τη περίοδο τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ευρώπη. Στην Ιταλία ήταν η πρώτη φορά που έζησα μακριά από τη χώρα μου και το σπίτι μου αλλά πραγματικά απόλαυσα αυτή την εμπειρία. Η πόλη ήταν πολλή όμορφη και μου άρεσε να ζω εκεί. Το ίδιο ισχύει και για το Βερολίνο στο οποίο άνετα θα ζούσα μέχρι σήμερα. Αν είχα τη δυνατότητα και δεν άλλαζε η ομάδα και ο προπονητής εκείνο το καλοκαίρι, θα μπορούσα να μείνω για πάρα πολλά χρόνια. Ακόμα και τώρα βλέπουμε πως η Άλμπα τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και αγωνιστικά είναι μία από τις κορυφαίες ομάδες στην Ευρωλίγκα. Ήταν μεγάλη τύχη για μένα να αγωνιστώ γι’ αυτή την ομάδα.
Κεφάλαιο Εθνική ομάδα
Το 2009, βρέθηκες στη προεπιλογή της Εθνικής ομάδας για το Ευρωμπάσκετ που έγινε στην Πολωνία. Ένιωσες με κάποιο τρόπο πως οι κόποι σου ανταμείφθηκαν μετά από αυτή την επιλογή;
Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι 100%. Την προηγούμενη χρονιά ήμουν στη προεπιλογή για τους Ολυμπιακούς αγώνες αλλά δεν ήμουν στη δωδεκάδα. Την επόμενη χρονιά στο Ευρωμπάσκετ κατάφερα να είμαι στη τελική επιλογή του προπονητή. Υπάρχει όμως μία διαφορά. Μπάσκετ δεν έπαιζα για να ανταμειφθούν οι κόποι μου. Έπαιζα γιατί το αγαπούσα. Όπως και τώρα ασχολούμαι με τη προπονητική επειδή το αγαπώ. Η δουλειά αυτή θέλει πολύ κόπο. Αυτή είναι η απόλαυση. Να κοπιάζεις κάθε μέρα, να τεστάρεις τις δυνάμεις σου και τις δυνατότητές σου. Πολλές φορές παίζει ρόλο και η συγκυρία για το αν θα «ανταμειφθείς» ή όχι. Άρα αν περιμένεις να ανταμειφθείς στον αθλητισμό είναι ματαιοδοξία. Τα κίνητρα του καθενός διαφέρουν. Εμένα, εκείνη τη περίοδο, ήταν περισσότερο ευσεβής πόθος παρά στόχος το να παίξω στην Εθνική. Η κλήση μου στην ομάδα ήρθε σαν μία συνέχεια της πίστης, της συνέπειας και της υπομονής που είχα. Επίσης, υπήρχε η συγκυρία που δεν έπαιζε στην ομάδα τόσο ο Διαμαντίδης όσο και ο Παπαλουκάς. Όπως είπα και πριν, δε γίνεται όλοι οι καλοί παίκτες να «χωρέσουμε» στον Ολυμπιακό και στον Παναθηναϊκό. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με την Εθνική ομάδα. Πιθανότατα να άξιζα και τα προηγούμενα χρόνια να αγωνιστώ. Όμως δεν υπήρχε ο χώρος αφού υπήρχαν καλύτεροι παίκτες από μένα. Όταν μου δόθηκε η πρώτη ευκαιρία ήμουν 29 χρονών και δεν κρύβω πως είχα πάρα πολύ άγχος παρόλο που ήμουν βετεράνος παίκτης. Τη δεύτερη φορά ήμουν πολύ πιο άνετος και το γεγονός πως ήταν προπονητής ο Γιόνας Καζλάουσκας που είχαμε συνεργαστεί στον Ολυμπιακό με έκανε να νιώσω ακόμα καλύτερα. Το ότι βρέθηκα στη δωδεκάδα ήταν ένα απίστευτο γεγονός το οποίο ολοκληρώθηκε με τη κατάκτηση του μεταλλίου ως αουτσάιντερ. Είχαμε τη στήριξη όλων σε αυτή την προσπάθεια και φρόντιζαν καθημερινά να μη μας λείπει τίποτα. Η συμμετοχή μου στην Εθνική ομάδα ίσως είναι η κορυφαία εμπειρία που έχω ζήσει. Συνεργάστηκα με παίκτες που δεν είχα τη τύχη να συνεργαστώ όπως με τον Βασίλη Σπανούλη που ήταν σε τρομερή κατάσταση τότε και συνέβαλλε τα μέγιστα ώστε η ομάδα να πάρει το χάλκινο μετάλλιο. Ήταν ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης, ένας εξίσου τρομερός παίκτης και φοβερός τύπος. Το staff της ομάδας ήταν πολύ καλό. Ήταν μία πολύ καλή στιγμή και για μένα αλλά και για τη χώρα αφού είναι η τελευταία διάκριση που είχαμε σαν ομάδα.
Η πορεία της ομάδας ήταν εξαιρετική καθώς φτάσατε μέχρι την κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου. Τι θυμάσαι πιο έντονα από τη συγκεκριμένη διοργάνωση;
Σίγουρα είναι το παιχνίδι με την Τουρκία στην φάση των 8 όπου πανηγυρίσαμε την πρόκρισή μας στη τετράδα. Η νίκη αυτή ήταν μία «λύτρωση». Ήμασταν όλοι τόσο χαρούμενοι. Μία άλλη στιγμή που θυμάμαι αν και είναι λίγο οξύμωρο είναι η ήττα μας από τη Γαλλία. Ένα ματς που ελέγχαμε σε όλη τη διάρκεια αλλά χάσαμε με ένα καλάθι του Ντε Κολό στο τέλος. Όμως δεν ξέραμε αν έπρεπε να λυπόμαστε ή να χαιρόμαστε γιατί δεν γνωρίζαμε ακόμα αν θα παίζαμε απέναντι στην πανίσχυρη τότε Ισπανία. Ήταν λίγο ανάμεικτα τα συναισθήματα. Μάλλον έγιναν όλα ώστε να μπορέσουμε να πάρουμε το μετάλλιο. Χάσαμε στον ημιτελικό από την Ισπανία αλλά στο μικρό τελικό απέναντι στην Σλοβενία η ομάδα πήρε αυτό που άξιζε. Ήμασταν καλύτερη ομάδα. Ανέκαθεν η Εθνική ομάδα είχε τη δυνατότητα να φέρει το κόσμο και τους παίκτες κοντά. Όταν αυτό υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, τότε και η ομάδα έχει καλό πρόσωπο.