O Rubens Barrichello θα ήθελε να έχει κατακτήσει έναν από τους τίτλους του Michael Schumacher. Όμως, ο Βραζιλιάνος βρέθηκε στη Ferrari για να υπηρετήσει έναν άλλο ρόλο, και το έκανε όπως κανένας άλλος.

Για πολλοστή φορά, ξεκινούσα ένα άρθρο χωρίς να ξέρω ξεκάθαρα που θέλω να (το) φτάσω. Στο μυαλό μου υπήρχε μια κάποια θύελλα, ένα κάρο πληροφορίες για την καριέρα του οδηγού, τις επιτυχίες του, τις αποτυχίες του, το στίγμα που άφησε. Και έτσι, 600 λέξεις μετά, άγγιζα τον Rubens Barrichello τελείως επιφανειακά, τελείως αδιάφορα. Ο καλύτερος νούμερο 2 οδηγός στην ιστορία της F1 όμως, άξιζε κάτι καλύτερο.

Αρχικά, να ξεκαθαρίσω κάτι με τον εαυτό μου, αλλά και εσάς: η ανάγκη για νο2 οδηγούς δημιουργήθηκε την ίδια στιγμή που μια ομάδα είχε παραπάνω από έναν οδηγούς στις τάξεις της. Ειδικότερα τις προηγούμενες δεκαετίες, που το κίνητρο των οδηγών και των ομάδων δεν μετριούνταν με δολάρια και προβολή, αλλά με αγωνιστικές επιτυχίες εντός πίστας, αν μια ομάδα είχε έστω και την παραμικρή δυνατότητα να κερδίσει την κούρσα ή το πρωτάθλημα, θα το έκανε. Και ας ανάγκαζαν τον team mate να αποσυρθεί ώστε ο έτερος να πάρει το μονοθέσιο του, μπρος ολοταχώς για τη νίκη.

Οι νο2 είναι παρεξηγημένοι και είναι ένας ρόλος που μονάχα λίγοι μπορούν να φέρουν εις πέρας. Δεν είναι θέμα ταχύτητας, δεν είναι θέμα εκρηκτικότητας, δεν είναι θέμα ενστίκτου. Είναι ξεκάθαρα θέμα χαρακτηριστικών προσωπικότητας, θέμα έλλειψης ή μη, ηγετικών χαρακτηριστικών. Εξάλλου, στο τέλος της ημέρας, όλοι να κερδίζουν θέλουν.

Κάπως έτσι σκέφτηκε και η Ferrari,  όταν αντικατέστησε τον μέτριο ως 2ο , λίγο ως 1ο Eddie Irvine, με έναν ελπιδοφόρο Βραζιλιάνο, ο οποίος έζησε και έτρεξε με τον Ayrton Senna, και ίσως θεωρήθηκε πως θα σηκώσει στις πλάτες του το βάρος μιας ολόκληρης Βραζιλίας. Μιας Βραζιλίας που γεύτηκε κατά το παρελθόν αγωνιστικές επιτυχίες (Fittipaldi, Piquet, Senna) και συνήθισε να «πρωταγωνιστεί». Όμως ο Rubens Barichello, ήταν φτιαγμένος για να πρωταγωνιστήσει όντας ένας ήρωας..στο περιθώριο.

Τα πρώτα χρόνια του Rubens Barrichello

Γεννημένος στις 23 Μαΐου του 1972, o «Rubihno» κρατούσε μέχρι πρότινος το ρεκόρ περισσότερων εκκινήσεων. Αγωνιζόμενος από το 1993 έως το 2011 κέρδισε 11 Grand Prix, ενώ ανέβηκε άλλες 57 φορές στο βάθρο. Ξεκίνησε την καριέρα του από τα καρτ, στα οποία κέρδισε 5 τίτλους στη Βραζιλία, προτού βρεθεί στην Ευρώπη, όπου πρόσθεσε άλλους 2 στην Formula Vauxhall Lotus και στην Formula 3. Κάπου εκεί, οι δρόμοι του Βραζιλιάνου διασταυρώθηκαν με της Jordan, και το 1993, έκανε το ντεμπούτο του στην Formula 1.

Το παράδοξο με την καριέρα του Βραζιλιάνου, είναι πως έμεινε στην ιστορία αλλά και στην συνείδηση του κόσμου, ως το νούμερο 2 του Michael Schumacher, με τον οποίο «υπέγραψαν» ένα από τα μεγαλύτερα έπη στον σύγχρονο αθλητισμό. Ένα, θα έλεγα, αναντικατάστατο γρανάζι της καλοκουρδισμένης Ιταλικής μηχανής. Και όμως, τις πρώτες χρονιές του στην Jordan  και μετέπειτα στην Stewart, κέρδισε κάθε team mate του, με μεγαλύτερη βαθμολογική διαφορά εκείνη του 1994 όπου τερμάτισε το πρωτάθλημα έκτος με 18 βαθμούς, έναντι 6 του Eddie Irvine.

Ο οδηγός Barrichello και τα στοιχεία της προσωπικότητας του που καθόρισαν την καριέρα του

Barrichello με Senna.

Ήταν δηλαδή μας λες, ένας ηγέτης; Όχι. Μπορεί οι συνθήκες να ήθελαν να τον βαφτίσουν ως τέτοιο, αλλά ο Barrichello είχε άλλα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, ένα διαφορετικό οδηγικό στυλ. Ήταν ο ευχάριστος τύπος που είτε θα αγαπούσες είτε θα μισούσες. Ο οδηγός που στην ημέρα του ήταν ανίκητος, αλλά ποτέ επιθετικός. Οριακά συγκαταβατικός στις μάχες ρόδα με ρόδα, απείχε παρασάγγας από το να γίνει ο νέος Senna, χαρακτηρισμό που κάποιοι του απέδωσαν ύστερα από την καταραμένη πρωτομαγιά του 1994. Άσκοπα, να προσθέσω, μιας και αυτή (θα) ήταν μάλλον μια απέλπιδα προσπάθεια συνέχισης του θρύλου.

Όμως ο Rubi, ήταν ο Massa, πριν τον Massa. Ήταν ο γρήγορος πιλότος, χωρίς την στόφα πρωταθλητή και σίγουρα χωρίς τα απαραίτητα leader και superstar εφόδια, ο οποίος όμως ήταν τίμιος και ομαδικός.

Αυτά φάνηκαν ήδη από τις πρώτες του 7 χρονιές στο σπορ. Σεζόν στις οποίες με μονοθέσια αναξιόπιστα και μη ανταγωνιστικά, προσπάθησε, όσο μπορούσε, να λάμψει. Κατέκτησε μια 4η θέση με την αδύναμη Jordan το 1994, και αργότερα την πρώτη του pole position στο βρεγμένο Spa., Κάτι που τον έκανε -τότε- τον νεότερο που το πετυχαίνει, κερδίζοντας τον τότε οδηγό της Benetton, Michael Schumacher, για μόλις 0.331s.

Με τις σχέσεις του Eddie Jordan και του Βραζιλιάνου να χαλάνε, ο δεύτερος μετακόμισε το 1997 στη νεοφυή Stewart. Ένα μάλλον βήμα πίσω στη καριέρα του, το οποίο βέβαια έμελλε να γίνει προπομπός για το μεγαλύτερο, που θα ερχόταν 3 χρόνια αργότερα.

Τίποτα δεν άλλαξε στην Stewart, η οποία ήταν αναξιόπιστη και μη ανταγωνιστική, κάτι όμως που δεν στέρησε την ευκαιρία στον Barrichello να κάνει έναν εκπληκτικό αγώνα το 1997 στο Μονακό, όπου ξεκινώντας 10ος και εκμεταλλευόμενος τις βρόχινες συνθήκες, τερμάτισε τον αγώνα στην 2η θέση! Συνολικά, εκείνη την χρονιά, τερμάτισε μόλις άλλους 2 αγώνες.

Η σεζόν του ’99, ο Jean Todt και το γιατί του άνοιξαν τις πόρτες στο Maranello

Το 1999 ήταν μάλλον η σημαντικότερη σεζόν μέχρι τότε για τον Βραζιλιάνο. Με ένα πολύ ανταγωνιστικότερο μονοθέσιο, ξεκινάει τρίτος τον τοπικό του αγώνα, βρίσκεται να οδηγεί την κούρσα, πριν ο κινητήρας του «παραδώσει πνεύμα». Αργότερα, σημείωσε τρία βάθρα, σε Γαλλία, San Marino και στο Grand Prix της Ευρώπης. Κερδίζοντας τελικά έτσι μερικά τηλεφωνήματα, εκ Maranello μεριά.

Ο Jean Todt «είδε» τον Βραζιλιάνο, και θεώρησε πως θα ταιριάξει απόλυτα στο παζλ που είχε ξεκινήσει να φτιάχνει ήδη από το 1993 με τις προσθήκες των Ross Brawn, Rory Byrne και Michael Schumacher. Η ομάδα είχε έναν κορυφαίο αγωνιστικό διευθυντή, έναν κορυφαίο μηχανικό αγώνα, έναν κορυφαίο σχεδιαστή. Και προφανώς είχε το φυσικό ταλέντο, τον leader, τον star, τον άνθρωπο που η ομάδα είχε χτιστεί όλη γύρω του. Έναν ήδη 2 φορές παγκόσμιο πρωταθλητή. Ο οποίος βγαίνοντας μπροστά, συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η Ferrari να βρεθεί εκεί που ανήκει: στην κορυφή.

Ο Barrichello, προφανώς γνώριζε το τι θα συναντούσε, τουλάχιστον από αγωνιστικής άποψης. Ο Schumacher δεν έβγαζε μόνο μια υπεροχή εκτός πίστας, αλλά και εντός. Και όταν υπέγραψε το συμβόλαιο του, η Ferrari ήταν ο Michael Schumacher. Και σίγουρα, η Ιταλική ομάδα δεν ήθελε να αλλάξει τον τρόπο που πορευόταν. Πριν τον Barrichello ήταν ο Irvine, ο οποίος μάλιστα όταν τον ρώτησαν σχετικά με το μέλλον του Βραζιλιάνου στη Ferrari απάντησε : “God help him”.

Όμως, ο Rubens δεν μπορεί να κριθεί σαν κάποιον που πήγε να πάρει τα κλειδιά του μαγαζιού. Αλλά σαν κάποιον που προσπάθησε να αποδείξει τι αξίζει, απέναντι στον σπουδαιότερο οδηγό των τελευταίων 20 ετών. Και βεβαίως να κριθεί ως τον άνθρωπο που ολοκλήρωσε το παζλ, το παζλ της απόλυτης κυριαρχίας, της απόλυτης τρέλας, της απόλυτης υπεροχής. Να κριθεί σαν team player, σαν νούμερο 2.

Δεν υπέγραψε βέβαια ποτέ ως τέτοιο, αντιθέτως όπως και ο ίδιος έλεγε, αν ήταν μπροστά από τον Michael, και οδηγούσε καλύτερα από εκείνον, η ομάδα θα τον άφηνε να κερδίσει. Όμως εκ των υστέρων αυτό αποδείχτηκε ουτοπικό.

Το δύσκολο έργο απέναντι στον Schumacher και το ναδίρ της καριέρας του

Αυστρία 2002. Η εικόνα μιλάει από μόνη της.

Μήπως όμως ήταν και εκ των προτέρων ουτοπικό; Ο Barrichello έπρεπε να πάρει από την αρχή κεφάλι, να πάρει το πάνω χέρι έναντι του Γερμανού. Αλλιώς, η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη, αντίστοιχη με εκείνη του Irvine. Πως όμως θα το κατάφερνε αυτό; Με ποια ψυχολογία; Ο Schumacher ήταν ήδη 3 χρονιές στη Ferrari, και ήδη 2 φορές παγκόσμιος πρωταθλητής. Ο Βραζιλιάνος είχε δύσκολο έργο. Και δεν έβαλα καν στην εξίσωση τις οδηγικές και ηγετικές ικανότητες.

Στο εκ των υστέρων κομμάτι, ο Βραζιλιάνος παραδόθηκε στην ανωτερότητα του Γερμανού. Αλλά και σε δυνάμεις, που ο ίδιος δεν μπορούσε να ελέγξει. Στο Αυστριακό Gran Prix του 2002, ενώ ξεκίνησε από την πρώτη θέση, ενώ δεν απειλήθηκε καθόλου στον αγώνα, κάποιους γύρους πριν το τέλος άκουσε τον Jean Todt να του λέει να αφήσει τον Michael να περάσει «για το πρωτάθλημα». Πριν τον αγώνα ο Schumacher είχε διαφορά από τον 2ο στη βαθμολογία 21 βαθμών. Αν τερμάτιζε 2ος θα την αύξανε σε 23. Τελικά, το πήρε με διαφορά 77 βαθμών από τον Βραζιλιάνο, και 94 από τον τρίτο, Montoya. Βέβαια, εκείνη την χρόνια ο Βραζιλιάνος κατέκτησε 4 νίκες, τις περισσότερες του σε μια σεζόν.

Ο επίλογος, με την κορυφαία του στιγμή όντας οδηγός της Ferrari

Στο βάθρο μετά την συγκλονιστική του νίκη στο βρόχινο Hockenheim το 2000.

Ο Barrichello όμως δεν είχε μόνο κακές στιγμές. Είχε και συγκλονιστικά καλές. Όπως στο Grand Prix του Hockenheim το 2000, όπου ξεκινώντας από την 18η θέση και παραδίδοντας μια από τις καλύτερες παραστάσεις του, εκμεταλλεύτηκε τις βρόχινες συνθήκες σκαρφαλώνοντας στην κατάταξη, και στο τέλος, μένοντας με τα στεγνά ελαστικά, κατέκτησε μια μοναδική νίκη. Νίκη την οποία αφιέρωσε στον τύπο εκεί πάνω, τον Ayrton.

Ο Rubihno έφυγε από την Ferrari στα τέλη του 2005, χρονιά όπου τον αντικατέστησε ο φίλος του και συμπατριώτης του, Felipe Massa. Σε 6 χρονιές, συνέβαλε τα μέγιστα στο να χτιστεί ο μύθος που ακολουθεί ακόμη την Ferrari. Και μόνο οι χρονιές που αφιέρωσε στο Maranello, δείχνουν το ήθος του, και την ομαδικότητα του. Έκτοτε, με τα χρώματα της Honda, βρέθηκε στη μέση του grid. Τελευταία του νίκη επί Ιταλικού εδάφους με τα χρώματα της Brawn GP το 2009. Χρονιά όπου πάλεψε για τον τίτλο, αλλά δεν τα κατάφερε, τερματίζοντας 3ος.

Και τελικά; Επιτυχημένος ή αποτυχημένος; Αναλόγως μάλλον του πως κρίνεται. Ο Barrichello υπηρέτησε με πάθος, σεβασμό και αξιοπρέπεια την θέση του, και ουσιαστικά άλλαξε τα συστατικά στοιχεία που ορίζουν έναν κορυφαίο νο2. Ο Βραζιλιάνος πέτυχε πολλά, τρέχοντας για την πιο ποθητή ομάδα στον πλανήτη. Και πάνω από όλα, βρήκε κάτι στο οποίο ήταν παραπάνω από καλός. Βρήκε την θέση του σε ένα σπορ απαιτητικό, σκληρό, δύσκολο. Πέτυχε όπως μάλλον δεν το περίμενε ούτε εκείνος… όντας ο αφανής ήρωας.