Ο Κώστας Τσιμίκας αποτελεί και επίσημα παίκτη της Λίβερπουλ και ο "Βασιλιάς" εξετάζει τις πιθανότητές να πραγματοποιήσει μία καλή καριέρα στην Πρέμιερ Λιγκ.

Το ποδόσφαιρο μπορεί μεμονωμένα να είναι ένα από τα πιο άδικα σπορ από πλευράς τελικού αποτελέσματος αλλά μακροπρόθεσμα σχεδόν πάντα αποδίδεται δικαιοσύνη, κάτι που επιβεβαίωσε ο Κώστας Τσιμίκας. H κατακόρυφη άνοδος στην απόδοσή του τα τελευταία 2 χρόνια στον Ολυμπιακό  του εξασφάλισαν τη μεταγραφή στη Λίβερπουλ. Στους πρωταθλητές Αγγλίας.

Μία πραγματική δικαίωση για έναν Έλληνα ποδοσφαιριστή που δεν ήταν πυροτέχνημα, όπως συνηθίζεται με τους συμπατριώτες τους. Αντιθέτως, η σταθερά θετικές εμφανίσεις του ήταν αυτές που τον ξεχώρισαν από τους υπόλοιπους Έλληνες. Έτσι, “έκλεισε” στην ομάδα του Κλοπ για παραπάνω από 16 εκατομμύρια ευρώ.

Το ερώτημα που προκύπτει, φυσικά, στην περίπτωση του είναι κατά πόσο θα “πιάσει” στην Πρέμιερ Λιγκ. Όπως θα αναρωτιούνταν και οι Άγγλοι «μπορεί ο Τσιμίκας να επιβιώσει σε μία κρύα και βροχερή βραδιά στο Στόουκ» (σ.σ. έκφραση ενδεικτική για την απαιτητική φύση της Πρέμιερ Λιγκ). Παρακάτω εξετάζουμε τα δεδομένα.

Γιατί θα “πιάσει”

1. Γιατί τα χαρακτηριστικά του ταιριάζουν με αυτά της Πρέμιερ Λιγκ

Για να ανταπεξέλθει κάποιος στον εξουθενωτικό ρυθμό της της Πρέμιερ Λιγκ απαιτείται να είναι πάνω από όλα αθλητής. Τα περισσότερα παιχνίδια πηγαίνουν στην ένταση και οι ταχύτητες είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με τα υπόλοιπα πρωταθλήματα. Αυτό φυσικά ευνοεί τον 24χρονο μπακ, ο οποίος είναι ένας ταχυδυναμικός παίκτης.

Ειδικότερα, ο Τσιμίκας είναι ένας προικισμένος σωματικά ποδοσφαιριστής που βασίζει μεγάλο μέρος στα φυσικά του προσόντα. Η αντοχή του δοκιμάστηκε στο κορυφαίο επίπεδο του Τσάμπιονς Λιγκ. Τα αποτελέσματα; Πέρασε «για πλάκα». Η ταχύτητά του επίσης, είναι ένα από τα στοιχεία στα οποία βασίζεται το παιχνίδι του. Από πλευράς, λοιπόν αντοχής και ταχύτητας, στοιχεία απαραίτητα για τις κούρσες του, μας προδιαθέτει ότι θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του στυλ παιχνιδιού της Πρέμιερ Λιγκ.

2. Γιατί ταιριάζει στο στυλ παιχνιδιού του Κλοπ

Ο τεχνικός της Λίβερπουλ βασίζει ένα τεράστιο κομμάτι της επιθετικής του ανάπτυξης στα μπακ. Δεν είναι τυχαίο ότι υπό τις οδηγίες του, οι Ρόμπερτσον και Άρνολντ απογείωσαν τις καριέρες τους. Ο Γερμανός τεχνικός ζητάει συνεχώς από τους ακραίους του μπακ να βρίσκονται ψηλά στο γήπεδο σε φάση ανάπτυξης. Αυτό φυσικά, προϋποθέτει ότι έχουν τα “πνευμόνια” για τις αναγκαίες επιστροφές στην άμυνα. Επιπλέον, από τους ακραίους του αμυντικούς, ο Κλοπ ζητάει να γεμίζουν προς την αντίπαλη περιοχή με συνεχείς σέντρες και γυρίσματα.

Αυτό το στυλ παιχνιδιού μπορεί να υπηρετήσει άψογα ο Έλληνας διεθνής. Πρόκειται για την επιτομή του σύγχρονου μπακ. Η ικανότητα του να καλύπτει τα επιθετικά και τα αμυντικά του καθήκοντα με την ίδια συνέπεια είναι μνημειώδης. Στο φετινό Τσάμπιονς Λιγκ κανείς δεν έχει περισσότερες εύστοχες σέντρες από τον Τσιμίκα ανά αγώνα (2,2). Οι 7 φετινές ασίστ του σε όλες τις διοργανώσεις πιο πολύ τον αδικούν παρά τον κολακεύουν. Στην άμυνα θεωρείται σχεδόν mission impossible για κάποιον να τον περάσει σε κατάσταση ένας εναντίον ενός. Τέλος, η μαχητικότητά του (σ.σ. 3,4 τάκλιν ανά αγώνα στην Ευρώπη φέτος) είναι στοιχείο που θα αρέσει σίγουρα στον Κλοπ.

3. Γιατί ο Τσιμίκας έχει αποδείξει ότι μπορεί

Ο Ολυμπιακός φέτος αγωνίστηκε στη κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση κόντρα σε ευρωπαϊκά μεγαθήρια. Έτσι, ο Τσιμίκας δοκιμάστηκε κόντρα στους καλύτερους στον κόσμο. Για μία ακόμη φορά πήρε άριστα με τόνο. Κόντρα στη Μπάγερν Μονάχου “έσβησε” τον εξαιρετικά επικίνδυνο Γκνάμπρι. Με αντίπαλο την Άρσεναλ κανείς δε θυμάται τον Νικολάς Πεπέ στο παιχνίδι. Με αντίπαλο τη Γουλβς, ο Τραορέ πέρασε και δεν ακούμπησε σε 2 αναμετρήσεις. Εξίσου εντυπωσιακές ήταν οι εμφανίσεις και κόντρα στην Τότεναμ.

Συνεπώς, ο Ολυμπιακός φέτος έπαιξε 6 παιχνίδια κόντρα σε 3 διαφορετικές ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ. Ο Έλληνας διεθνής, όχι μόνο δεν τρομοκρατήθηκε αλλά πιστοποίησε ότι ανήκει σε άλλο επίπεδο. Επίπεδο ικανό για να τα βγάλει πέρα σε ένα περιβάλλον που χρειάζεται να αγωνιστεί ακόμα και κάθε 3 μέρες για 2 μήνες.

Γιατί δε θα πιάσει

1. Οι ευκαιρίες θα είναι λίγες

Ο τεχνικός της Λίβερπουλ ποτέ δεν ήταν λάτρης του ροτέισον. Με εξαίρεση τα παιχνίδια Κυπέλλου που “σνομπάρει”, στα υπόλοιπα παιχνίδια εμπιστεύεται πάντα ένα κλειστό κλαμπ παικτών μέσα στο ίδιο του το ρόστερ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σακίρι, στον οποίο αντικειμενικά δόθηκαν λίγες ευκαιρίες.

Πέρα, όμως, από αυτήν την επιλογή του Κλοπ, είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι παίκτες της Λίβερπουλ δεν τραυματίζονται συχνά. Η ίδια ομάδα παρατάσσεται ξανά και ξανά με πολύ μικρές διαφοροποιήσεις. Αν παραμείνουν υγιείς οι σταρ των “κόκκινων” βλέπουμε δύσκολο πως ο Τσιμίκας μπορεί να κερδίσει φανέλα βασικού από τον Ρόμπερτσον. Σίγουρα, ο Έλληνας μπακ έχει τις δικές τους πιθανότητες και θα της εξαντλήσει αλλά ο Σκωτσέζος είναι μία διαφορετική κλάση. Το κλειδί για τον Τσιμίκα είναι να “αρπάξει” τις λίγες ευκαιρίες από τα μαλλιά, να χτίσει μομέντουμ από εκεί και να παραμείνει υγιής.

2. Γιατί η προϊστορία δεν είναι με το μέρος των Ελλήνων

Με μικρές εξαιρέσεις (Ζαγοράκης, Νταμπίζας) λίγοι ήταν οι Έλληνες που μετακόμισαν στην Πρέμιερ Λιγκ και καθιερώθηκαν. Σίγουρα, υπήρχαν Έλληνες παίκτες που είχαν εκλάμψεις στην καριέρα τους στο νησί. Ωστόσο, με εξαίρεση τον Νταμπίζα που έμεινε στη Νιουκάστλ για 5 χρόνια και τον Στέλιο Γιαννακόπουλο που συμπλήρωσε 137 συμμετοχές, οι υπόλοιποι Έλληνες δεν μακροημέρευσαν στην Πρέμιερ Λιγκ.

Κάποιοι θα αναφέρουν την περίπτωση του Σωτήρη Κυργιάκου. Από κάποιους φίλους των “ρεντς” μνημονεύται ακόμα για τη μαχητικότητά του. Ωστόσο, ο Έλληνας στόπερ συνέπεσε στην χειρότερη Λίβερπουλ των τελευταίων δεκαετιών συμπληρώνοντας 49 συμμετοχές σε 2 σεζόν.

Όλα αυτά, βέβαια, στη θεωρία. Γιατί στο γήπεδο, ο Τσιμίκας έχει αποδείξει μέχρι σήμερα ότι μπορεί να διαψεύσει ακόμα και τον πιο δύσπιστο. Το μεγάλο στοίχημα για τον Έλληνα διεθνή θα είναι να μην απογοητευτεί στο ξεκίνημα του στη Λίβερπουλ. Ο Κλοπ φημίζεται, άλλωστε για την τακτική του να καθυστερεί να εντάσσει στα πλάνα του τις μεταγραφές προκειμένου να εξοικειωθούν με τα θέλω του.

Στο πόδι του Τσιμίκα είναι να του προκαλέσει ένα ευχάριστο πονοκέφαλο για τη θέση του αριστερού οπισθοφύλακα.