Το Φούτμπολ ήρθε απότομα στις ζωές μας από τον ιδρυτή του, Άκη Κατσούδα. Με κοινό παρονομαστή τις ωραίες ιστορίες και την αγάπη για το ποδόσφαιρο δημιουργήθηκε ένα περιοδικό γεμάτο αναμνήσεις που θα ταξιδέψουν τους αναγνώστες στις εποχές που έτριβαν τα γόνατά τους στις αλάνες κυνηγώντας μία μπάλα.

Κυριακή του Πάσχα. Τρία τραπέζια ενωμένα στην αυλή του σπιτιού σε κάποιο χωριό της Ελλάδας. Το φαγητό έχει προηγηθεί, οι μεγαλύτεροι πίνουν μονό ελληνικό και οι ιστορίες από τα παλιά κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα.

“Δεν πάμε μέχρι την αλάνα, να παίξουμε κάνα σουτάκι;”, θα ακουστεί από κάποιον.

Πλέον έχει γίνει “αλάνα”. Κάποτε ήταν το γήπεδό μας. Αν και χωμάτινο, ήταν το παλάτι του χωριού. Όταν είσαι μικρός όμως όλα τα βλέπεις διαφορετικά.

Σε αυτή την αλάνα, εκείνο το μεσημέρι θα συναντήσεις όλα τα παιδιά που κάποτε μοιραζόσασταν ατελείωτες ώρες παιχνιδιού. Όπως κι εσύ, έτσι κι αυτοί έχουν μεγαλώσει. Ήρθαν στο χωριό μόνο για να μη χαλάσουν το χατίρι των γονιών τους.

Όλοι πλέον έχουν τελειώσει το σχολείο. Κάποιοι έχουν αποφοιτήσει μέχρι και από το Πανεπιστήμιο. Άλλοι κάνουν μεταπτυχιακό στο εξωτερικό, άλλοι είναι στην εορταστική άδεια του στρατού. Τα γόνατα όλων πλέον είναι καθαρά, τα τραύματα από το τρίψιμο στο χώμα έχουν επουλωθεί, αλλά οι μνήμες είναι ακόμα ζωντανές στον καπνό που σηκώνεται από κάθε σουτ.

Πόσες ιστορίες άραγε να έχει να πει αυτό το γήπεδο; Αυτά τα κακοσφηνωμένα δοκάρια χωρίς δίχτυα, οι δεκάδες μπάλες που έχουν χαθεί λίγο παρακάτω στον γκρεμό; Πόσα χαμόγελα, πόσες κοινές αναμνήσεις; Χιλιάδες.

Αυτές τις αναμνήσεις, τις ιστορίες έβαλε στόχο να μάθει και να διαδώσει και ο Άκης Κατσούδας στο περιοδικό του, το “Φούτμπολ”.

Τραίνα, ΚΤΕΛ, πλοία. Κάθε δυνατό μέσο χρησιμοποίησε για να φτάσει σε κάθε άκρη της Ελλάδας και να ακούσει τις πιο τρελές, τις πιο καλά κρυμμένες ιστορίες από αυτά τα γήπεδα.

Τα χωμάτινα, τα ανομοιόμορφα, που το παιχνίδι σταματά μόνο όταν δύσει ο ήλιος και δεν υπάρχουν “πρέπει”. Υπάρχει μόνο η αγάπη για το ποδόσφαιρο και την παρέα.