Θυμόμαστε τον τρεις φορές παγκόσμιο πρωταθλητή Niki Lauda, ακροβατώντας ανάμεσα στις έννοιες του ανθρώπου και του οδηγού.

Σχεδόν απεχθάνομαι όσους θυμούνται κάποιον όταν πλέον έχει φύγει  από την ζωή. Το έργο είναι γνωστό και παίζεται με κάθε γνωστό μουσικό, ηθοποιό, αθλητή. Δακρύβρεχτα posts στο Facebook, φωτογραφίες, μηνύματα, άνοδος πωλήσεων σε cd, dvd και καπελάκια. Σήμερα, τα έχω με τον εαυτό μου, διότι γράφω για τον Niki Lauda ενώ έχει φύγει μόλις από τη ζωή. Βέβαια, ο θάνατος αποτελεί κατά αυτόν τον τρόπο την ύστατη τόνωση στην συνείδηση των ανθρώπων. Θα ψάξεις, θα μάθεις, θα ενημερωθείς για το έργο και την προσωπικότητα του. Μπορεί έτσι και να βελτιωθείς σαν άνθρωπος. Αρκεί, να μην καπηλευτείς την μνήμη κάποιου για να κερδίσεις likes και αποδοχή. Αυτό θα ήταν στενάχωρο.

Το άρθρο, ξεκίνησε να γράφετε κάποιους μήνες πριν. Εξού και το «μόλις» της 4ης γραμμής. Κάποιες προσωπικές υποχρεώσεις, στάθηκαν εμπόδιο στην έγκαιρη ολοκλήρωση του. Αν η πρώτη παράγραφος άλλαζε, δεν θα το ανέφερα καν. Δεν μου πήγαινε όμως η καρδιά. Διότι μόλις ο Niki έφυγε, έτσι μετουσίωσα τα συναισθήματα μου σε λέξεις. Σήμερα, θα αδυνατούσα να το (ξάνα)κάνω. Και θεωρώ πως το άρθρο παραμένει σύγχρονο, διότι το ίδιο παραμένει και ο Αυστριακός.

Ο Niki λοιπόν, «έφυγε». Κατάφερε όμως μέσα σε 70 χρόνια και κάποιες μέρες, να ικανοποιήσει την ίσως μεγαλύτερη -κατ’ εμέ- φιλοδοξία που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος : Να γίνει αθάνατος, και μετά να πεθάνει, όπως οι παλιότεροι θα θυμούνται να ακούγεται στην Γαλλική νουάρ ταινία του Jean-Luc Godard, “Με κομμένη την ανάσα”. Και το πέτυχε ακριβώς έτσι, με κομμένη την ανάσα, όταν στο Γερμανικό Grand Prix του 1976 και ύστερα από ένα τρομακτικό ατύχημα, οι πνεύμονες του γέμισαν τοξικά αέρια.

Ο Αυστριακός είναι από εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που γεννιούνται για να αποδείξουν κάτι. Να πάνε αντίθετα στο κατεστημένο και να το κερδίσουν κατά κράτος. Να αφήσουν το στίγμα τους, όποιο και να αν είναι αυτό. Να αφήσουν περιουσίες, να εναντιωθούν στις ισχυρές οικογένειες τους για να κάνουν αυτό που αγαπούν, αυτό που τους εκφράζει. Να πάρουν δάνεια για να κερδίσουν μια αγωνιστική θέση. Να μιλήσουν στον Enzo Ferrari με τσαμπουκά, λέγοντας του πως το μονοθέσιο δεν είναι καλό. Να κινδυνέψουν να πεθάνουν, και εκεί που οι γιατροί υποστηρίζουν πως θα χρειαστεί ένας χρόνος για να περπατήσουν, να οδηγούν 40 μέρες μετά μονοθέσιο Formula 1, με νωπά τα εγκαύματα και τις πληγές. Και να τερματίζουν μάλιστα, στη τέταρτη θέση. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που λίγοι είναι φτιαγμένοι, για αυτό και αποτελούν παράδειγμα για τους πολλούς.

O Niki Lauda ξεκίνησε την αγωνιστική του καριέρα τρέχοντας με Mini

Δεν μιλάω για τις αγωνιστικές του επιτυχίες. Ε ναι, μην ξεχνιόμαστε, 3 παγκόσμια πρωταθλήματα, 25 νίκες και 54 βάθρα είναι αυτά, όμως στην ιστορία του, αυτά αποτελούν απλώς, συμπληρωματικά στοιχεία. Για μένα η ουσία, είναι αλλού.

Στο πόσο σίγουρος ήταν για τον εαυτό του και το τι ήθελε να πετύχει σε προσωπικό επίπεδο. Γεννημένος σε μια παλιά και εξαιρετικά μεγάλη και πλούσια οικογένεια, ο Lauda δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για επίσημη εκπαίδευση, έχοντας εμμονή με τα αυτοκίνητα. Απέρριψε έτσι μια ευκατάστατη ζωή για χάριν του μηχανοκίνητου αθλητισμού κάτι το οποίο τον οδήγησε σε ρήξη με την πλούσια οικογένεια του. Αυτό δείχνει προσήλωση, πίστη στον στόχο. Δείχνει επαναστατικό πνεύμα, και μιλάμε για μια εποχή 50 χρόνια πίσω, πολύ διαφορετική από τη σημερινή.

Πλήρωσε την άνοδο του με δάνεια τα οποίο έπαιρνε, αφού το όνομα του ήταν από μόνο του ένα στοιχείο εμπιστοσύνης. Καμία σχέση με τους σημερινούς pay drivers, τους οποίους χρηματοδοτούν εύποροι πατεράδες, ιδιοκτήτες ομάδων και κράτη. Πλήρωσε την θέση του στην March και τα έτη 1971-72 έτρεχε παράλληλα στην Formula 1 και στη Formula 2, με τις επιδόσεις του να εντυπωσιάζουν, αλλά το μονοθέσιο να μην αρκεί.

Και την επόμενη χρονιά, η μοίρα του έμελλε να είναι η ίδια, με την BRM τραγικά αναξιόπιστη και μη ανταγωνιστική. Στο ίδιο μήκος κύματος όμως, κινούταν και η Scuderia Ferrari. Με 5 εγκαταλείψεις σε 15 αγώνες, και άλλους 9 αγώνες που έτρεξε με μόνο ένα μονοθέσιο, η Ιταλική ομάδα είχε πιάσει πάτο, τερματίζοντας 6η με συγκομιδή 18 βαθμών. Ο Niki, ήταν ο άνθρωπος για την δουλειά.

Το παράδοξο ήταν το πως την κέρδισε. Ο Enzo δεν ήταν εύκολος άνθρωπος, και ειδικά με τους οδηγούς του. Αυτό δεν εμπόδισε τον τότε οδηγό και ηγέτη της ομάδας, Clay Ragazzoni, να επισημάνει ο ίδιος στον Ferrari τι πάστας άνθρωπος και οδηγός ήταν ο Lauda. Άλλοι, θα είχαν το άγχος να αποδώσουν τα μέγιστα ώστε να μην εκθέσουν εκείνον που τους πρότεινε. Εκείνος, τη πρώτη φορά που οδήγησε το μονοθέσιο του ’73 στο Fiorano, το χαρακτήρισε «σκατά».

Σε στενή συνεργασία με τον σχεδιαστή της ομάδας, Mauro Forghieri, o οποίος είχε επιστρέψει την ίδια χρονιά στην ομάδα, έκαναν δραστικές αλλαγές στο μονοθέσιο, βελτιώνοντας την κατανομή βάρους, και την αεροδυναμική. Αποτέλεσμα, ο team mate του, και εκείνος που τον έφερε ουσιαστικά στην ομάδα, να χάσει το πρωτάθλημα στον τελευταίο αγώνα. Επίσης, σημειώστε 9 poles σε 15 αγώνες. Όχι για τον Clay, αλλά για τον Niki. Με μια βελτιωμένη έκδοση του μονοθέσιου που την προηγούμενη χρονιά είχε συνολικά μαζέψει 18 βαθμούς.

Ανοίγοντας ένα σχετικό βιβλίο ηγεσίας, ο ορισμός του ηγέτη είναι ξεκάθαρος : Εκείνος που ασκεί επιρροή πάνω σε άλλα άτομα, που κερδίζει την πρόθυμη και εθελοντική συμμετοχή των ανθρώπων στην υλοποίηση στόχου. Λίγο παρακάτω, βρίσκω αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο : αποτελεσματική ηγεσία = ηγετική συμπεριφορά x αποτελέσματα. Δεν νοείται ηγέτης, που δεν φέρνει αποτελέσματα.

Ο Lauda, σε συνεργασία με τους Foghieri και Di Montezemolo (ο εκλεκτός του Gianni Agnelli για την επαναφορά της ομάδας στις επιτυχίες), δημιούργησαν όχι μόνο ένα μονοθέσιο πρωταθλητή, την 312T, αλλά έκαναν την αρχή για την πιο πετυχημένη σειρά μονοθέσιων της Ferrari, πριν ο Rory Byrne κάνει κάτι αντίστοιχο για τον Schumacher.

Κακά τα ψέματα, o Niki βρέθηκε σε μια κακή στιγμή στην Ιταλική ομάδα, όμως αυτό ήταν κάτι που τον έκανε να λάμψει, διότι η συνεισφορά του έγινε άμεσα πιο αντιληπτή. Η 312T ήταν θεαματικά καλύτερη από τα υπόλοιπα μονοθέσια, κάτι που του έδωσε το πρωτάθλημα με 19.5 βαθμούς διαφορά, σε ένα πρωτάθλημα βεβαίως που μόλις οι πρώτοι έξι βαθμολογούνταν.

Hunt και Lauda. Ο κόσμος τους είχε για εχθρούς, όμως ήταν φίλοι με μεγάλο μάλιστα αλληλοσεβασμό.

Στη σεζόν του 1976, ο Lauda χρωστάει ένα μεγάλο κομμάτι της «αθανασίας» του. Μερικές φορές το τίμημα της όπως διαπιστώνεται, είναι βαρύ. Διότι ο περισσότερος κόσμος, θυμάται, και θα θυμάται, τον Αυστριακό λόγω του ατυχήματος στην κόλαση του Νίρμπουγκινγκ. Δεν χρησιμοποιώ επίθετο για να συνοδεύσω το ατύχημα. Ήταν τόσα εκείνα που ταιριάζουν..Εκτός του ατυχήματος βέβαια, υπήρχε και η αντιπαλότητα του με τον Hunt. Ο ίδιος, είχε δηλώσει: “Υπάρχουν καλοί οδηγοί και κακοί οδηγοί, και υπάρχουν και οι πραγματικά ταλαντούχοι που είναι δύσκολο να νικηθούν. Ο James ήταν ένας από αυτούς. Σεβόμαστε ο ένας τον άλλον πάρα πολύ, γιατί στις παλιές μέρες, να οδηγείς με 300 χιλιόμετρα την ώρα δίπλα-δίπλα σε μια στροφή, αν κάποιος κάνει λάθος, ένας ή και οι δύο θα σκοτωθούν. O Hunt ήταν κάποιος στον οποίο μπορούσες να βασιστείς στο ότι θα είναι ακριβής.” Αυτό, τα υπόλοιπα τα είδαμε (και) στη ταινία.

O Lauda με την Ferrari 312T2 / Nürburgring 1976

Ο Lauda, μέσα στο καρουζέλ της F1, περισσότερο από οδηγός, ήταν άνθρωπος. Που γεννήθηκε για να αποδείξει κάτι, φτιαγμένος από κάτι που λίγοι είναι. Και αυτό, το έκανε ευρέως γνωστό, όταν το πείσμα του τον έσπρωξε να επιστρέψει στις πίστες πολύ νωρίτερα από ότι προβλεπόταν από τους γιατρούς, διότι δεν άντεχε να βλέπει τον Hunt να του «κλέβει» τους βαθμούς. Το ότι επέστρεψε νωρίτερα(στη δράση) και την εγκατέλειψε και νωρίτερα(στο Fuji), επαληθεύουν τα παραπάνω. Ο Niki δεν ήταν σαν τους άλλους.Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα συμβιβαζόταν. Ρίσκαρε, μέχρι το σημείο που ο ίδιος θεωρούσε αποδεκτό. Όποιο και αν ήταν αυτό.

Η Ferrari, ελέω και της απουσίας του Di Montetzemolo(πλέον ιεραρχικά ανώτερος μέσα στη FIAT), δεν στήριξε τον Lauda, ο οποίος απλώς ήθελε να επιστρέψει όσο νωρίτερα γινόταν στους αγώνες. Ζητούσε ένα αίσθημα ηρεμίας και εμπιστοσύνης, το οποίο δεν πήρε, κάτι που μετέπειτα ίσως και να κόστισε ακριβά στη ίδια, αφού εξαιρώντας το πρωτάθλημα του ’77 πάλι με τον Lauda, και εκείνο του Jody Scheckter με την 312T4 το 1979, η Ιταλική ομάδα κατέκτησε ξανά πρωτάθλημα 21 ολόκληρα χρόνια μετά.

Ο Αυστριακός, βρέθηκε για 2 σεζόν στη Brabham-Alfa Romeo του Bernie Ecclestone, προτού εγκαταλείψει για πρώτη φορά, στα τέλη του 1979. Επέστρεψε το 1982 με τη McLaren, και μισθό 3 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Κέρδισε τον τελευταίο του τίτλο με την μικρότερη δυνατή διαφορά, του μισού βαθμού, έναντι του γρηγορότερου και με περισσότερες νίκες εκείνη την χρονιά Alain Prost. O Γάλλος είχε 7 με τον Αυστριακό να έχει 5. Το άστρο του, είχε φανεί πως έσβηνε. Νεότεροι και γρηγορότεροι οδηγοί είχαν ήδη κατακτήσει τη σκηνή.

Κλείνω με όσα ο Enzo Ferrari είπε για εκείνον: «Εργάστηκε σαν επαγγελματίας».«Ήταν σχολαστικός τόσο στην προετοιμασία του εαυτού του, όσο και του μονοθέσιου, κάτι για το οποίο έδειχνε ένα φυσικό, ενστικτώδες ταλέντο.» Ο Νiki με (βάση) αυτά, έγραψε ιστορία. Και με αυτά, έμεινε και στην ιστορία…