Έπαιξε σε πολλές ομάδες. Η συμβολή του σε όλες ήταν καθοριστική. Καταλυτική. Ο Γούεσλεϊ Σνάιντερ κρέμασε τα παπούτσια του και άφησε πίσω του συντρίμμια.

“Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται με το μυαλό και όχι με τα πόδια”, είχε πει κάποτε ο “πατέρας” του “Total Football”, Γιόχαν Κρόιφ. Τρανό παράδειγμα ένα… παιδί του. Ο Γουέσλεϊ Σνάιντερ. O Oλλανδός υπήρξε από τους παίκτες που κατάφεραν να κάνουν τη διαφορά λόγω… εγκεφάλου.

Τα σωματικά του προσόντα δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο εδώ που τα λέμε. Ούτε πολύ ψηλός ήταν (μόλις 1,70), ούτε και πολύ γρήγορος. Παρόλα αυτά ήξερε “καντάρια” μπάλα. Και δεν γινόταν διαφορετικά. Ήταν απόφοιτος της μεγάλης του Άγιαξ σχολή. Το πρώτο πράγμα που έμαθε να κάνει ήταν να σκέφτεται. Να δημιουργεί. Τόσο για τον ίδιο όσο και για την ομάδα ή τους συμπαίκτες του.

Στη συνέχεια όσο μεγάλωνε κατάφερε να βάλει και άλλα “τσεκ” στο βιογραφικό του. Θέλετε μακρινό σουτ; Τσεκ! Θέλετε κοντινές πάσες με ακρίβεια; Τσεκ! Θέλετε 40αρες μπαλιές; Τσεκ! Θέλετε συνεχόμενα κλεψίματα της μπάλας και πίεση στο κόκκινο; Φανταστείτε τις απαντήσεις.Τσεκ και… τσεκ. Να μην ξεχάσουμε και τις στημένες φάσεις.

Γι’ αυτό στο τέλος της καριέρας του ο Σνάιντερ μπορούσε να πει με υπερηφάνεια ότι πέρασε από τόσες σπουδαίες ομάδες πάντα ως πρωταγωνιστής. Στον “Αίαντα” του Άμστερνταμ ξεκίνησαν όλα. Παρόλα αυτά οι παραστάσεις του μικρόσωμου χαφ συνεχίστηκαν και σε άλλες πόλεις στο πέρασμα του χρόνου. Από τη Μαδρίτη (Ρεάλ), από το Μιλάνο (‘Ιντερ), από την Πόλη (Φενερμπαχτσέ), από τη Νίκαια (Νις) με τελευταίο σταθμό το Ραγιάν και την Αλ Γκαράφα.

Μικρός στο… μάτι, μεγάλος πρωταγωνιστής!

Ο Γούσλεϊ Σνάιντερ τα τελευταία χρόνια δεν ήταν ο ίδιος παίκτης που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε. Κάτι το πέρασμα του χρόνου, κάτι οι πολλοί τραυματισμοί, όλα αυτά έπαιξαν το δικό τους ρόλο, ώστε εκείνος στα 35 να κρεμάσει τα παπούτσια. Σίγουρα άλλοι ποδοσφαιριστές τους βλέπουμε να κολλάνε ένσημα μέχρι τα δεύτερα… άντα. Γιατί εκείνος δεν έκανε κάτι ανάλογο;

Η απάντηση είναι πολύ απλή σε αυτή την περίπτωση. Ο Σνάιντερ είχε μάθει να είναι πρωταγωνιστής. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με… δεύτερους ρόλους. Γίνεται να πει κανείς στον Λεονάρντο Ντι Κάπριο να γίνει κομπάρσος; Όχι φυσικά. Το ίδιο ένιωσε και ο Ολλανδός. Προτίμησε να την “κοπανήσει”, παρά να κάθεται μεταξύ πάγκου και εξέδρας και απλά να τα τσεπώνει. Άλλωστε προτάσεις είχε. Αν ήθελε θα μπορούσε να διαλέξει το απλό. Το εύκολο.

Ωστόσο, δεν θα ήταν για εκείνον. Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, Ράφαελ Φαν Ντερ Φααρτ, Κακά, Κριστιάνο Ρονάλντο, Άριεν Ρόμπεν, Σάμουελ Ετό, Ντιέγκο Μιλίτο. Όλοι αυτοί (και όχι μόνο) υπήρξαν κατά καιρούς συμπαίκτες του. Ο ίδιος δεν έμεινε ποτέ στην σκιά τους, όπως άλλοι και άλλοι. Πάντα κατάφερνε να ξεχωρίζει με τις εμφανίσεις του. Ακόμη και όταν στεκόταν δίπλα σε τέτοιους συμπαίκτες. Άρα λοιπόν πως να συμβιβαστεί αυτός ο μεγάλος πρωταγωνιστής σε γκεστ σταρ εμφανίσεις;

H μεγάλη χρονιά και η μεγάλη… κλεψιά!

Στην εποχή του Κριστιάνο Ρονάλντο και του Λιονέλ Μέσι είναι δύσκολο για τον οποιονδήποτε… κοινό θνητό να τους ξεπεράσει. Να τους “φάει”. Εκτός και αν είσαι Ολλανδός. Εκτός και αν αγωνίζεσαι στην Ίντερ. Με λίγα λόγια και απλά εκτός και αν είσαι ο Γουέσλεϊ Σνάιντερ. Η σεζόν 2οο9-2010 ήταν η καλύτερη για τον ταλαντούχο χαφ.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Δεν πρέπει να είσαι… επιστήμονας για να το καταλάβεις. Ο βραχύσωμος παίκτης κατάφερε να κατακτήσει ό,τι υπήρχε σε Ιταλία και Ευρώπη με την Ίντερ, βοηθώντας σημαντικά για το εν λόγω τρεμπλ. Υπό τις οδηγίες του Ζοσέ Μουρίνιο που τον έκανε να “σκοτώνει”. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Πορτογάλος τεχνικός του είχε χαρίσει το παρατσούκλι “το sniper”.

Ωστόσο, ο Σνάιντερ δεν έμεινε εκεί. Ήταν από αυτούς που έσπρωξαν το “κάρο” της εθνικής Ολλανδίας στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής. Κάτι η κούραση όλης της σεζόν, κάτι η… κατάρα των “οράνιε” άφησαν τον πρωταγωνιστή της ιστορίας μας με άδεια χέρια και πίκρα στα χείλη. Την ώρα που ο Αντρές Ινιέστα χάριζε το βαρύτιμο τρόπαιο στους “φούριας ρόχας” οι Ολλανδοί για τρίτη φορά στην ιστορία τους έμειναν με τη ταμπέλα των λούζερ και των φιναλίστ.

Ακόμη και έτσι όμως ήταν η χρονιά του. Ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Ίντερ που τα πήρε όλα και στην εθνική Ολλανδίας που παραλίγο να τα πάρει όλα. Δεν ήταν καταπληκτικός, αλλά σίγουρα ήταν κάτι παραπάνω από καταλυτικός.

Γιατί όχι ο Σνάιντερ;

Ο ρόλος της “Χρυσής Μπάλας” είναι ένας και απλός. Να καταλήγει στα χέρια του παίκτη που έκανε τη διαφορά. Είτε με τους τίτλους του, είτε με τις εμφανίσεις του, είτε και με τα δύο μαζί. Ανεξαρτήτως σε ποια θέση παίζει και αν “πουλάει” ή όχι. Κατά καιρούς έχουν ακουστεί και γραφτεί πολλά για τα κριτήρια με τα οποία βγαίνουν οι νικητές για τη “Χρυσή Μπάλα”.

Αρκετές θεωρίες συνωμοσίας έχουν κάνει την εμφάνισή τους είτε πριν, είτε λίγο πιο μετά από το εν λόγω βραβείο. Ένα βραβείο που είναι το ατομικό… Έβερεστ για κάθε ποδοσφαιριστή. Τότε είχε πάει στα χέρια του Λιονέλ Μέσι. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε τι κάνει και τι όχι μέσα στο γήπεδο τόσα χρόνια χρόνια ο Αργεντινός.

Όλοι τα ξέρουν. Ωστόσο, η εν λόγω σεζόν δεν ήταν από τις καλές του. Παρόλα αυτά εκτόπισε τον Σνάιντερ που κατά πολλούς ήταν το μεγάλο φαβορί. Όπως και ο Αντρές Ινιέστα και ο Τσάβι μιας και είχαν κατακτήσει την κορυφή του κόσμου με την εθνική Ισπανίας. Λάθος απόφαση; Σίγουρα. Αν έπρεπε να πάει κάπου η “Χρυσή Μπάλα” με αγωνιστικά κριτήρια, τότε δεν έπρεπε να πάει στα χέρια του σούπερ σταρ της Μπαρτσελόνα, αλλά σε εκείνα του “δεκαριού” της Ίντερ. Ειδικά μετά από τέτοια χρονιά.

Ο σπουδαιότερος, μιας σπουδαίας “φουρνιάς”

Η μεγάλη απορία που υπάρχει εδώ και χρόνια είναι πως η εθνική ομάδα της Ολλανδίας αν και έχει τόσους καλούς παίκτες σε μονάδες δεν κατάφερε ποτέ να πάρει τους τίτλους που της αναλογούσαν. Η “φουρνιά” που συνόδευε τον Γουέσλεϊ Σνάιντερ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εκτός από εκείνον τη φανέλα των “οράνιε” την ίδια χρονική περίοδο φόραγαν οι Άριεν Ρόμπεν, Ρόμπιν Φαν Πέρσι και άλλοι.

Ωστόσο, εκείνος μπορούσε να κάνει τη διαφορά με μία απλή ενέργεια. Με μία απλή κίνηση. Ο Σνάιντερ ήταν εκείνος που μπορούσε να δουλέψει σε κάθε θέση του κέντρου με την ίδια ή σχεδόν την ίδια αποτελεσματικότητα. Όσο αγωνιζόταν δικαίως θα λέγαμε ότι ήταν ένας ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής. Ίσως και ο πιο ολοκληρωμένος από τους “συμμαθητές” του στους “οράνιε” και σίγουρα ένας από αυτούς που θα ήθελε να έχει δίπλα του ο Γιόχαν Κρόιφ την δεκαετία του ’70.