Η ίδια η μορφή του αθλήματος αποδεικνύει ότι το τένις δεν ταιριάζει στις οπαδικές αντιλήψεις του ανυπόμονου Έλληνα φιλάθλου.

Ο Γκάλης και η παρέα του μας μύησε στον κόσμο του μπάσκετ το 1987 χάρη στην κατάκτηση του Eurobasket. Η συγκεκριμένη επιτυχία με πρωταγωνιστή τον κορυφαίο Έλληνα καλαθοσφαιριστή όλων των εποχών έβγαλε στα παρκέ χιλιάδες παιδιά, με αποτέλεσμα το ελληνικό μπάσκετ να φτάσει στην ακμή του τη δεκαετία του 2000. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες φίλαθλοι του μπάσκετ, με συνέπεια το ποδόσφαιρο να πάψει να αποτελεί το μοναδικό σπορ ενασχόλησης των Ελλήνων.

Ένα ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται με την ανάδειξη του Στέφανου Τσιτσιπά. Η αντισφαίριση στην Ελλάδα αρχίζει και γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής χάρη στις πρόσφατες επιτυχίες του. Ρακέτες και μπαλάκια έχουν γεμίσει τα άδεια μέχρι πρότινος κορτ στους δήμους της Αθήνας. Ακόμα και στις καφενειακές συζητήσεις το τένις έχει πάρει τη θέση του στην ημερήσια ατζέντα.

Παρ΄όλα αυτά, θεωρώ πως το τένις δύσκολα θα μπει στις καρδιές των Ελλήνων οπαδών όπως συνέβη με την “σπυριάρα”. Οι λόγοι είναι 2 και σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους. Ο πρώτος αφορά τη δομή του αθλήματος και ο δεύτερος το χαρακτήρα των Ελλήνων.

Ατομικό άθλημα

Η τεράστια διαφορά του τένις με το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο είναι ότι δεν πρόκειται για ομαδικό άθλημα. Επομένως, η ταύτιση με ένα αθλητή και η υποστήριξη του στα καλά και τα δύσκολα διαφέρει εντελώς σε σχέση με όσα ισχύουν στα ομαδικά αθλήματα. Ειδικότερα, σε μία ομάδα το ντεφορμάρισμα ενός παίκτη συνήθως δεν είναι αρκετό για να επηρεάσει τη συνολική επίδοση της. Στην αντισφαίριση, όμως, είσαι μόνος σου. Αν δε βρεθείς σε καλή μέρα δεν έχεις βοήθεια και συνήθως δε γλυτώνεις την ήττα.

Επιπλέον, στο τένις τα σκαμπανεβάσματα στην απόδοση ενός αθλητή ακόμα και αν ανήκει στο TOP 10 της παγκόσμιας κατάταξης είναι τεράστια. Αν εξαιρέσεις τους Big 3 που αποτελούν μία κατηγορία από μόνοι τους, οι υπόλοιποι τενίστες είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα ολοκληρώσουν τη σεζόν τους με πάνω από 10 ήττες  (σ.σ. στις πρώτες του 3 χρονιές στο τουρ ο Στέφανος μέτρησε τουλάχιστον 10 ήττες ανά σεζόν). Επίσης, σε μία αγωνιστική χρονιά είναι σίγουρο ότι θα έρθουν και πρόωροι αποκλεισμοί και ήττες σοκ από θεωρητικά αδύναμους αντιπάλους. Εξάλλου, η αγωνιστική φόρμα στο τένις είναι κάτι που αλλάζει εξαιρετικά γρήγορα. Είναι τέτοια η φύση του αθλήματος που καθιστά εύθραυστη τη ψυχολογία των παικτών.

Σε όλα αυτά δεν πρέπει να παραλείψουμε τους παράγοντες τραυματισμούς και μπάτζετ. Αρχικά, ο οπαδός ενός τενίστα πρέπει να συνηθίσει τους απροσδόκητους τραυματισμούς που θα τον γεμίσουν με απογοήτευση στο άκουσμα μίας σχετικής είδησης για τον αγαπημένο του αθλητή. Θα πρέπει να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι θα υπάρξουν διαστήματα αποχής από την παρακολούθηση του αθλήματος λόγω της απουσίας του αθλητή του. Επίσης, στο τένις τα μπάτζετ παίζουν μικρό ρόλο. Σου βρίσκουν καλό γυμναστή και προπονητή αλλά από εκεί και πέρα ο τενίστας είναι μόνος του. Στην αντισφαίριση δεν υπάρχουν μεταγραφές. Αν δε βρίσκεσαι σε καλή κατάσταση δε μπορείς να αγοράσεις καλύτερο μπάκχαντ ή φόρχαντ. Συνεπώς και ο οπαδός πρέπει να έχει την υπομονή να δει τον αθλητή του να βελτιώνεται μέσω της προπόνησης. Χωρίς αυτό να είναι εγγυημένο.

Ο “αχόρταγος” Έλληνας

Στην Ελλάδα οι οπαδοί ζουν μόνο για τη νίκη. Για να το θέσω καλύτερα μισούν να χάνουν. Γι΄αυτό, άλλωστε, παρατηρείται το φαινόμενο οι επαρχιακές ομάδες να έχουν πολύ μικρή απήχηση σε σχέση με τις ομάδες του εξωτερικού. Κανείς δε θέλει να βρίσκεται από την πλευρά του ηττημένου. Έτσι, όλοι είναι Ολυμπιακοί, Αεκτζήδες, Παναθηναϊκοί και Παοκτζήδες. Αυτή η νοοτροπία, όμως, δε συμβαδίζει με το φορμάτ του τένις. Αν υποθέσουμε ότι σε μία τενιστική σεζόν ο Τσιτσιπάς θα αγωνιστεί σε 20 τουρνουά, τότε ο πιο αισιόδοξος θα ισχυριστεί ότι μπορεί να κερδίσει περίπου 6 τουρνουά. Μιλάω, βέβαια, με βάση τα τωρινά δεδομένα και το potential που πιστεύω ότι μπορεί να φτάσει ο 20χρονος.

Η ελληνική οπαδική συμπεριφορά έχει αποδείξει ότι μία τέτοια συγκομιδή δεν δικαιολογεί την υποστήριξη ενός αθλητή. Για του λόγου το αληθές αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τα σχόλια στα social media μετά τον πρόσφατο απροσδόκητο αποκλεισμό του Έλληνα αθλητή στον πρώτο γύρο του Wimbledon. Oι άτοπες κατηγορίες περί έλλειψης εργατικότητας και αλαζονείας έδιναν και έπαιρναν προς το πρόσωπο του. Για τον Έλληνα οπαδό δύο πρόωρες ήττες (είχε προηγηθεί ο αποκλεισμός στο Kουίνς) αρκούν για να μηδενιστεί η προσπάθεια ενός αθλητή.

Αυτή η εντύπωση δημιουργείται, βέβαια, και από την έλλειψη τριβής του Έλληνα οπαδού με το άθλημα. Για παράδειγμα, δε γνωρίζει ότι η αλλαγή επιφάνειας επηρεάζει κάθε παίκτη διαφορετικά. Επίσης, δεν γνωρίζει πως επιδρά η κόπωση μετά από μισή σεζόν στα πόδια ενός τενίστα. Ειδικά σε ένα 20χρονο που έχει επιλέξει να αγωνίζεται σχεδόν κάθε εβδομάδα στο τουρ λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Αυτή η ημιμάθεια, βέβαια, είναι θεμιτή υπό όρους. Δεν οφείλεις, δηλαδή, να γνωρίζεις για το τένις αν δε σου έχει δοθεί αφορμή να ασχοληθείς με αυτό. Οφείλεις, όμως, να έχεις υπομονή να γνωρίσεις το άθλημα προτού ασκήσεις τόσο σφοδρή κριτική.

Η αναγκαία ενδοσκόπηση

Πριν, λοιπόν, ο Έλληνας οπαδός δηλώσει θαυμαστής του Τσιτσιπά οφείλει υπεύθυνα να αναρωτηθεί. Αντέχει να βλέπει τον αγαπημένο του παίκτη να αποχωρεί με σκυμμένο το κεφάλι περισσότερες φορές από όσες φτάνει μέχρι την κατάκτηση του τροπαίου. Γιατί είναι δεδομένο ότι κάθε άλλος πέρα των Big 3 θα ολοκληρώνει τις σεζόν με περισσότερα χαμένα τουρνουά από ότι κερδισμένα. Αντέχει τις επώδυνες ήττες στα τελευταία στάδια των διοργανώσεων; Αντέχει να παρακολουθήσει χαμένα ματσ ποιντ; Αντέχει να παρακολουθήσει αβίαστα λάθη στους κρισιμότερους πόντους του αγώνα; Όλα αυτά είναι μέσα στο πρόγραμμα σε αγώνες τένις ακόμα και για τους καλύτερους αθλητές.

Αν δεν έχει το στομάχι, τότε καλύτερα να μην μπει στη διαδικασία να υποστηρίξει τον Στέφανο. Διότι θα καταλήξει να τον εξυμνεί στις επιτυχίες του και να τον απαξιώνει στις ήττες του. Κάτι που δεν τίμα τον ίδιο και δεν αξίζει ούτε στον Τσιτσιπά ούτε στο άθλημα.