Ο Στέφανος Τσιτσιπάς έδωσε μία ακόμη αφορμή στην ελληνική κοινή γνώμη να διατρανώσει αδικαιολόγητα πόσο περήφανη αισθάνεται για τα επιτεύγματα ενός τρίτου.

Ο αθλητισμός αποτελεί κατεξοχήν πεδίο άντλησης χαράς για τους φιλάθλους ανά τον κόσμο, οι οποίοι συχνά ταυτίζονται με τους αθλητές. Όταν, μάλιστα, οι επιτυχίες των αθλητών πραγματοποιούνται σε ατομικά αθλήματα, στα οποία οι αθλητές εκπροσωπούν τη χώρα τους, τότε το αίσθημα χαράς μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Αυτό οφείλεται σε ένα αίσθημα ανωτερότητας που νιώθει ο φίλαθλος επειδή μοιράζεται κοινή καταγωγή με τον συμπατριώτη αθλητή του, που πέτυχε μία μεγάλη διάκριση.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλές χώρες αλλά στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει σε πολλά θέματα, πάντα παίρνει υπερβολικές διαστάσεις. Στη χώρα μας η χαρά για την επιτυχία ενός συμπατριώτη μας μετατρέπεται αδικαιολόγητα σε περηφάνια. Πιο πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινής γνώμης στη ξέφρενη πορεία του Στέφανου Τσιτσιπά μέχρι τα ημιτελικά του Australian Open.

Για ένα άθλημα, το οποίο ελάχιστοι Έλληνες έχουν παρακολουθήσει στη ζωή τους, υπήρξε μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων στη χώρα μας που δε δίστασαν να εκφράσουν πόσο περήφανοι είναι για την επιτυχία ενός αθλητή που δε γνώριζαν τίποτα ή απλώς είχαν ακούσει το όνομα του μέχρι και πριν 2 εβδομάδες. Διότι είναι άλλο πράγμα να χαίρεσαι με τα επιτεύγματα ενός αθλητή, του οποίου την πορεία παρακολουθείς καιρό και άλλο εντελώς πράγμα να δηλώνεις υπερήφανος με την επιτυχία του χωρίς, μάλιστα, να γνωρίζεις και πολλά πράγματα για τη μέχρι πρότινος καριέρα του. Ο παραλογισμός, μάλιστα, μεγαλώνει ακόμα περισσότερο όταν οι ίδιοι φίλαθλοι δηλώνουν πόσο περήφανοι ένιωσαν ως Έλληνες μετά το κατόρθωμα του 20χρονου τενίστα. Ένιωσαν, δηλαδή περήφανοι απλώς και μόνο επειδή έτυχε – διότι περί τύχης πρόκειται – να μοιράζονται κοινή καταγωγή με τον αθλητή που διακρίθηκε σε ένα άθλημα.

Έτσι, τίθεται το εξής εύλογο ερώτημα: πως μπορεί να δικαιολογηθεί η περηφάνια ενός Έλληνα φιλάθλου για την επιτυχία κάποιου συμπατριώτη αθλητή του; Μήπως έχει συμβάλει κάποιος από τους νυν περήφανους φίλαθλους στην επιτυχία του Τσιτσιπά έστω και στον ελάχιστο βαθμό; Μήπως έχει έστω βρεθεί στα γήπεδα της Αυστραλίας για να τον βοηθήσει ακόμα και ελάχιστα με την παρουσία στο γήπεδο να φτάσει μέχρι το τέλος της διαδρομής; Από τη στιγμή που πρόκειται για το επίτευγμα ενός ανθρώπου στου οποίου είτε την προσωπική είτε την επαγγελματική ζωή δεν έχει καμία επιρροή τότε πώς γίνεται να το οικειοποιείται;

Κατά τη γνώμη μου αυτή η ανάγκη του μέσου Έλληνα να εκφράσει την περηφάνια του για τα επιτεύγματα του Τσιτσιπα, του Πετρούνια, της Στεφανίδη και κάθε άλλου μέσω των social media είναι απολύτως βολική και υποκριτική. Πρώτον, διότι εκφράζεται μόνο στις νίκες ενώ στις ήττες ο ίδιος φίλαθλος όχι μόνο δε θα στεναχωρηθεί αλλά πιθανότατα ακόμα και να μειώσει την αξία του αγωνιζόμενου. Και δεύτερον, επειδή είναι πολύ εύκολο να είσαι περήφανος για το κατόρθωμα κάποιου άλλου. Το δύσκολο είναι να κάνεις κάτι αξιόλογο εσύ ο ίδιος που θα δικαιολογεί την περηφάνια σου.

Οι μόνοι, λοιπόν, πέρα από τον Στέφανο που δικαιολογούνται απολύτως να δηλώνουν περήφανοι διότι έχουν βάλει και αυτοί το λιθαράκι τους, έτσι ώστε ο Τσιτσιπάς να φτάσει σε μία μεγάλη διάκριση είναι οι γονείς, ο προπονητής και ο στενός κύκλος του.