Ή θα αλλάξουμε ή θα βουλιάζουμε
Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης καταθέτει την σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές ομαδες στην Ευρώπη, και την ανάγκη για μεγάλες αλλαγές.
Τελείωσε λοιπόν η πρώτη αγωνιστική για τις ομάδες μας στην Ευρώπη.
Μια πρώτη αγωνιστική που δεν μας αφήνει γλυκιά γεύση, αλλά αντίθετα γεννά πολλούς προβληματισμούς, τουλάχιστον για εμάς που δεν θέλουμε οι ελληνικές ομάδες να είναι οι σάκοι του μποξ, όποτε αγωνίζονται στην Ευρώπη.
Προσοχή! Σε καμία περίπτωση δεν υποβαθμίζουμε τις κατά καιρούς μεγάλες επιτυχίες που πέτυχαν οι ελληνικές ομάδες στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το θέμα είναι όμως ότι πρόκειται για ηρωικές επιτυχίες, παρά για επιτυχίες ικανότητας. Και έτσι φυσικά παρουσιάστηκαν από το σύνολο του Τύπου.
Καιρός λοιπόν οι ηρωισμοί να μπουν λίγο στην άκρη, μπας και δούμε καμιά άσπρη μέρα όταν περνάμε τα σύνορα. Γιατί παρατηρώ ότι μας ενδιαφέρει περισσότερο η δική μας μιζέρια εδώ πέρα, παρά το τι θα κάνουμε όταν καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σπουδαίους αντιπάλους.
Ο απολογισμός λοιπόν την βδομάδα αυτή ήταν δύο ήττες και μια ισοπαλία (που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ήττα). Το μέγα ελαφρυντικό ήταν ότι οι αντίπαλοι ήταν σαφώς πιο ποιοτικές ομάδες, με περισσότερες παραστάσεις και πιο ακριβά μπάτζετ.
Προφανώς θα ήμασταν ανόητοι αν δεν το παραδεχόμασταν αυτό και σίγουρα δεν έχουμε και πολλές απαιτήσεις σε τέτοια ματς.
Εμένα όμως με προβλημάτισε το εξής απλό. Η έλλειψη παντελούς ανταγωνιστικότητας εκ μέρους των ελληνικών ομάδων.
Παρακολουθώντας κανείς τα ματς θα διαπίστωνε εύκολα, πως υπήρξαν μεγάλα διαστήματα που οι αντίπαλοι είχαν στριμώξει κυριολεκτικά στα σχοινιά που λένε, τους ελληνικούς συλλόγους.
Και μάλιστα οι ελληνικές ομάδες δείχνανε ανήμπορες, όχι μόνο να ακολουθήσουν το ρυθμό των αντιπάλων τους, αλλά και να εφαρμόσουν το όποιο πλάνο είχανε σχεδιάσει για να αγωνιστούν.
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο πλέον εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι ομάδες και οι παίκτες έχουν αποκτήσει κινηματογραφικές ταχύτητες, απίθανο έλεγχο της μπάλας, και passing game που όλο και περισσότερο προσιδιάζει σε παιχνίδι play station.
Ειδικότερα ο τρόπος που γίνεται η μετάβαση της μπάλας και η εναλλαγή του ρυθμού του παιχνιδιού, είναι κάτι που έχει μείνει χρόνια πίσω στο πολύπαθο ελληνικό πρωτάθλημα.
Ακόμα και μια ομάδα όπως η Μπέτις, που δεν έχει ούτε τις πολλές παραστάσεις στην Ευρώπη, και φυσικά δεν συγκαταλέγεται στα μεγαθήρια της Ισπανίας, έδειξε πως μπορεί να ισοπεδώσει σε επίπεδο αγωνιστικότητας οποιαδήποτε ελληνική ομάδα της πρώτης τριάδας.
Το ποδόσφαιρο ειδικά στα πρωτοκλασσάτα πρωταθλήματα λοιπόν έχει ακολουθήσει μια πορεία με την οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να εναρμονιστεί και η Ελλάδα, όσο δύσκολο και αν ακούγεται αυτό.
Δύο είναι τα βασικά σημεία στα οποία πρέπει θέλοντας και μη να εστιάσουμε τα επόμενα χρόνια εάν θέλουμε να φανούμε έστω ανταγωνιστικοί στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Καταρχάς το επίπεδο του πρωταθλήματος. Το νούμερο ένα πρόβλημα που τα τελευταία ειδικά χρόνια μας έχει αρρωστήσει όλους εμάς που ασχολούμαστε με αυτό το άθλημα.
Φτάνει πια με το ποδόσφαιρο των δικαστηρίων, των υπεύθυνων επικοινωνίας, και των εκατέρωθεν δηλώσεων υποβάθμισης του αντιπάλου. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι το ποδόσφαιρο μας πρέπει να αποκτήσει επιτέλους ένα κανονικό ανταγωνιστικό πρωτάθλημα.
Αν δεν υπάρχει ανταγωνιστικότητα εντός των συνόρων σου, πως περιμένεις να ανταποκριθεί ο παίκτης σε ανταγωνισμό υψηλότερου επιπέδου;
Το δεύτερο σημείο είναι ασφαλώς το στυλ και το πλάνο παιχνιδιού.
Δυστυχώς αυτό που βλέπουμε στο γήπεδο είναι ένα άναρχο παιχνίδι με κάποιες εκλάμψεις συγκεκριμένων παικτών. Δεν υπάρχει ούτε συγκεκριμένο πλάνο αντιμετώπισης ούτε κάποιου είδους εξειδικευμένης τακτικής προσέγγισης.
Επόμενο είναι πως όταν έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε μια ομάδα με ένα στοιχειώδες πλάνο, εκεί να επέλθει το μπλακ άουτ.
Ξαφνικά χάνεται και η συνοχή των γραμμών, και το πλάνο του παιχνιδιού, και όλα.
Επομένως θα πρέπει αυτές οι μάχες που θα δώσουν φέτος οι ομάδες μας να γίνουν μάθημα σε όλους για το πως θα πρέπει να προσεγγίσουμε από δω και πέρα τέτοιου είδους ματς. Και ας μην ξεχνάμε πως για να γίνεις δυνατός πρέπει να περάσεις μέσα από τη φωτιά, κάτι που δεν είναι τόσο ευχάριστο.