Είχαμε την τιμή να τον ζήσουμε δια ζώσης στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ποιος όμως ήταν ο «μάγος» ονόματι Ριβάλντο;

Ό,τι και να πεις, ό,τι και να πρωτοθυμηθείς, ό,τι και να γράψεις, θα είναι λίγο για έναν τέτοιο παίκτη. Τα επιτεύγματά του, άλλωστε, λένε πολλά. Κάτοχος της Χρυσής Μπάλας του 1999, πρωταθλητής κόσμου το 2002 με τη Βραζιλία ως βασικό μέλος της 11άδας, Κορυφαίος ποδοσφαιριστής της χρονιάς 1999 από τη FIFA, ενώ βρίσκεται στη λίστα με τους 125 καλύτερους εν ζωή ποδοσφαιριστές.

Πάμε να δούμε λοιπόν μερικά στοιχεία από την καριέρα του, πως ξεκίνησε και πως έφτασε μέχρι εδώ.

Οι γρήγορες αλλαγές μέχρι την καθιέρωση

Πρώτη του ομάδα, η Σάντα Κρουζ, το 1991, στην οποία πέτυχε έξι τέρματα σε τέσσερα ματς πρωταθλήματος, ενθουσιάζοντας την Μότζι Μόριμ, στην οποία όμως δεν έπαιξε ούτε ως αλλαγή, με αποτέλεσμα να πηγαίνει δανεικός στην Κορίνθιανς, όπου βγάζει τον καλό του εαυτό και πετυχαίνει 11 τέρματα σε 19 συμμετοχές, που οδηγούν ουσιαστικά την Παλμέιρας να τον αγοράσει το 1994.

Εκεί κάθεται δύο χρόνια, αγωνίζεται 45 φορές, πετυχαίνοντας 21 τέρματα, βοηθάει την ομάδα να υπερασπιστεί το πρωτάθλημα, ενώ αναδεικνύεται καλύτερος παίκτης στη θέση του, για το πρωτάθλημα. Όλοι αυτοί ήταν κι οι λόγοι, για να τραβήξει τα βλέμματα ευρωπαϊκών ομάδων.

Το μεγάλο βήμα στην Ευρώπη

Πάρμα και Λα Κορούνια “σφάχτηκαν” για τα πόδια του, με την ιταλική ομάδα να ανακοινώνει τη μεταγραφή του πριν τους Ολυμπιακούς του 1996, όμως με το τέλος των Ολυμπιακών, ο παίκτης πήγε στην Ισπανία και υπέγραψε στη Ντεπορτίβο.

Εκεί κάθεται μόλις μία χρονιά, όμως καταφέρνει να ξεχωρίσει, με 21 τέρματα σε 41 αγώνες, βγαίνοντας τέταρτος στη λίστα των σκόρερ του πρωταθλήματος, με την ομάδα του να τερματίζει στην τρίτη θέση και τη Μπαρτσελόνα να ξοδεύει 24 εκατομμύρια δολάρια για να τον κάνει δικό της.

Εκεί που έγινε κορυφαίος

Το ταλέντο του φαινόταν από νωρίς, όμως στη Βαρκελώνη, έγινε ο άνθρωπος για τις δύσκολες στιγμές, ο ηγέτης, ο άνθρωπος των σημαντικών στιγμών.

Δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος την πρώτη του χρονιά εκεί, με 19 τέρματα σε 34 αγωνιστικές, οδηγώντας τους “μπλαουγκράνα” στο Νταμπλ(Πριμέρα Ντιβιζιόν και Κόπα ντελ Ρέυ). Την επόμενη χρονιά, την καλύτερη της καριέρας του, το 1999, κερδίζοντας και πάλι το πρωτάθλημα, βγαίνοντας δεύτερος σκόρερ της Πριμέρα Ντιβιζιόν.

Ωστόσο, η δεύτερη σερί αποτυχία στην Ευρώπη, τον απογοητεύει, με την καλοκαιρινή περίοδο να τον θέλει μακριά από τη Μπαρτσελόνα, ενώ ο Ρόι Κιν αργότερα, δήλωσε πως πίεζε τη Γιουνάιτεντ, να τον αποκτήσει.

Το θέμα δεν προχώρησε, με την τρίτη του χρονιά στη Βαρκελώνη, να τον βρίσκει στα “μαχαίρια” με τον προπονητή του, Φαν Χάαλ, καθώς ο Ολλανδός τον ήθελε στο αριστερό άκρο της επίθεσης, παρά ως πλεϊμέικερ.

Ο Ριβάλντο βάζει 10 γκολ στο Τσάμπιονς Λιγκ, οδηγώντας την ομάδα του στα ημιτελικά του θεσμού, με τον Φαν Χάαλ να απομακρύνεται στο τέλος της σεζόν.

Την επόμενη και τελευταία του χρονιά στην Καταλονία, βγαίνει και πάλι δεύτερος στη λίστα των σκόρερ, με 23 γκολ. Την τελευταία αγωνιστική, παίζει “μόνος” του κόντρα στη Βαλένθια, πετυχαίνει χατ-τρικ στη νίκη με 3-2, με το τελευταία γκολ να είναι αυτό που δίνει τη νίκη στο 89′, με απίστευτο ψαλιδάκι, το οποίο κατατάσσεται στα κορυφαία τέρματα όλων των εποχών και το οποίο έβγαλε τη Μπαρτσελόνα στο Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης σεζόν.

Σκόραρε συνολικά 39 φορές τη σεζόν 2000-01, φτάνοντας τα 130 με τη φανέλα των “μπλαουγκράνα”, σε όλες τις διοργανώσεις.

Ο Φαν Χάαλ, γύρισε στη Βαρκελώνη κι ο Ριβάλντο πήρε τα “μπογαλάκια” του και πήγε στην Ιταλία.

Η αποτυχία στη Μίλαν

Τις δύο επόμενες σεζόν, τις περνάει στην Ιταλία με τη φανέλα των “ροσσονέρι”. Σχολιάζουμε στον τίτλο, ως αποτυχημένο το πέρασμά του, καθώς ο Κάρλο Αντσελότι δεν τον εμπιστεύτηκε ποτέ, με το ρόστερ να διαθέτει ήδη τεράστιους παίκτες στο κέντρο, όπως οι Ρούι Κόστα, Πίρλο, Ζέεντορφ, αλλά κι ο ανερχόμενος κι εξαιρετικός(από τότε)Κακά, που ουσιαστικά έστειλε στον πάγκο τον Ρίμπο.

Ωστόσο, κατακτά το Τσάμπιονς Λιγκ του 2003, όπως και το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ της επόμενης σεζόν, αλλά και το Κόπα Ιτάλια.

Αγωνίζεται 22 αγώνες πρωταθλήματος, πετυχαίνοντας 5 τέρματα, αποχωρώντας έτσι, πίσω στη Βραζιλία ως δανεικός. Συγκεκριμένα στην Κρουζέιρο, στην οποία παίζει 11 παιχνίδια, με το μυαλό του να είναι ακόμα στην Ευρώπη.

Ελλάδα

Ο Ριβάλντο επέστρεψε στην Ευρώπη, με όλους μας να θυμόμαστε ακριβώς τον τρόπο. Ο Ολυμπιακός προχώρησε σε μία τεράστια μεταγραφή(ίσως η μεγαλύτερη που έχει γίνει), με τον Βραζιλιάνο να εντυπωσιάζει από την πρώτη του σεζόν στον Πειραιά.

Ο Ρίμπο οδηγεί τον Ολυμπιακό σε τρεις διαδοχικούς τίτλους, με δύο ντάμπλ, πετυχαίνοντας σε τρία χρόνια, 41 τέρματα σε 94 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις. Στην αποχώρησή του, αφήνει δάκρυα και “σπόντες” κατά του τότε προέδρου Σ.Κόκκαλη.

Το Μάιο του 2007, όντας 35 ετών, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ έδωσαν μάχη, με το “δικέφαλο” να βγαίνει νικητής. Στην πρώτη του σεζόν, ο Βραζιλιάνος επιβεβαιώνεται όταν είπε πως όπου πήγε πήρε πρωτάθλημα, με την ΑΕΚ να τερματίζει πρώτη στο πρωτάθλημα, όμως ο Ολυμπιακός είναι αυτός που σηκώνει τον τίτλο, μετά το περίφημο σκάνδαλο Βάλνερ.

Τα υψωμένα τέσσερα δάχτυλα του παίκτη, στο ντέρμπι με την πρώην του ομάδα, έχουν μείνει στην ιστορία των ντέρμπι.

Ουζμπεκιστάν και ρεκόρ

Ο παίκτης ανακοινώνει τη μετακίνησή του στο Ουζμπεκιστάν, με τη Μπονυόντκορ, να του προσφέρει συμβόλαιο δύο χρόνων, αξίας 10 εκατομμυρίων ευρώ, ανανεώνοντας το για άλλα δύο χρόνια αργότερα.

Πετυχαίνει παγκόσμιο ρεκόρ, καθώς έγινε ο πρώτος παίκτης που πετυχαίνει σε τέσσερα συνεχόμενα ματς, πρώτα ένα, μετά δυο, έπειτα τρία και τέλος τέσσερα τέρματα.

Σκοράρει συνολικά 30 τέρματα, 20 στο πρωτάθλημα(πρώτος σκόρερ), ενώ ψηφίζεται δεύτερος καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος, κι επίσης σκόραρε τέσσερα γκολ σε ένα παιχνίδι, μέσα σε 17 λεπτά. Κατακτά τρία πρωταθλήματα και δύο κύπελλα.

Το 2010 αποχωρεί, “σπάζοντας” το συμβόλαιό του με την ομάδα, επιστρέφοντας στη Βραζιλία για τελευταία φορά.

Βραζιλιάνικη “περιοδεία” και τέλος

Ο Ριβάλντο επέστρεψε στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στη Μότζι Μίριμ, στην οποία είναι πρόεδρος, πηγαίνοντας όμως δανεικός στη Σάο Πάολο. Εν συνεχεία πηγαίνει στην Ανγκόλα για 6 μήνες, χωρίς να πετυχαίνει κάτι αξιοσημείωτο, γυρνώντας στη Βραζιλία και τη Σάο Καετάνο.

Το τέλος τον βρίσκει στην ομάδα που είναι και πρόεδρος, Μότζι Μίριμ, αγωνιζόμενος για μερικά ματς ακόμα, ενώ σε ένα από αυτά, γράφει ιστορία, αγωνιζόμενος μαζί με τον γιο του. Προχθές ανακοίνωσε το τέλος της καριέρας του, σταματώντας μια τεράστια καριέρα, λίγο πριν μπει στα 42 του χρόνια.

Εθνική Βραζιλίας

Το 1993 κάνει το ντεμπούτο του με την εθνική Βραζιλίας, πετυχαίνοντας το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης κόντρα στο Μεξικό σε φιλικό αγώνα.

Επιλέγεται για τους Ολυμπιακούς του 1996 στην Ατλάντα, όπου παίρνει την τρίτη θέση και το χάλκινο μετάλλιο. Δεν καλείται στο νικηφόρο για τη χώρα του Κόπα Αμέρικα του 1997, όμως βοηθάει στην υπεράσπιση του τίτλου το 1999, όντας βασικός, πρώτος σκόρερ με 5 τέρματα και πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης.

Παίρνει μέρος στο Μουντιάλ του 1998, πετυχαίνοντας τρία τέρματα, παίζοντας βασικός στον χαμένο από τη Γαλλία τελικό.

Φτάνει στο ζενίθ της διεθνής καριέρας του, στο Μουντιάλ του 2002, όντας ένα από τα Ρ, όπως ονομάστηκαν μαζί με τους Ρονάλντο, Ροναλντίνιο στην επίθεση της Βραζιλίας, κερδίζοντας το θεσμό. Ο τεχνικός της ομάδας, Σκολάρι, τον ονόμασε ως πολυτιμότερο παίκτη της εθνικής, ενώ η FIFA τον επέλεξε στην παγκόσμια ενδεκάδα των All star.

Έπαιξε συνολικά 74 φορές με το εθνόσημο, σκοράροντας 34 τέρματα, με το τελευταίο του να είναι τρεις μέρες πριν το τελευταίο του παιχνίδι, το οποίο ήταν στο 3-3 κόντρα στην Ουρουγουάη, όταν αντικαταστάθηκε στο 79′ από το Φαμπιάνο.