Ο «κορεσμός» των δυνατών
Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης γράφει στο Debut.gr τις σκέψεις του για την απόδοση των «δυνατών» του Μουντιάλ.
Η μεγάλη έκπληξη συνέβη τελικά χθες στα γήπεδα της Ρωσίας, με την παγκόσμια πρωταθλήτρια Γερμανία να μένει εκτός διοργάνωσης, και μάλιστα από την φάση των ομίλων.
Το απίθανο της υπόθεσης είναι πως κάτι τέτοιο είναι πέρα για πέρα φυσιολογικό βάση της απόδοσης που είχε η ομάδα καθ΄όλη την διάρκεια της διοργάνωσης.
Εμφανίσεις που έρχονται να προστεθούν σε αυτές που πραγματοποιούν και οι αντίστοιχες άλλες «μεγάλες» ομάδες, και οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται βάση των ρόστερ που αυτές διαθέτουν.
Αργεντινή, Γαλλία, Βραζιλία, Γερμανία,Ισπανία αλλά και ακόμα χώρες όπως η Πολωνία ή η Πορτογαλία δεν μας εντυπωσίασαν με την απόδοση τους.
Εδώ ήρθε η ώρα να ξεδιπλώσω τις σκέψεις μου αναφορικά με αυτό το φαινόμενο.
Είναι γεγονός πως το ποδόσφαιρο από το 2010 και μετά έχει μπει σε μια φάση πολύ διαφορετική από ότι είχαμε συνηθίσει επί χρόνια.
Το άθλημα έγινε πιο απαιτητικό, οι δυνάμεις και οι αντοχές αυξήθηκαν, ενώ άρχισε να κλείνει και λίγο λίγο η ψαλίδα μεταξύ δυνατών και αδύναμων, τουλάχιστον σε επίπεδο φυσικής κατάστασης.
Τα προηγμένα πρωταθλήματα πλέον είναι υπερβολικά απαιτητικά για τους ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται εκεί, οι οποίοι καλούνται να ανταπεξέλθουν σε μεγάλο φόρτο αγώνων και προπονήσεων.
Αυτό ασφαλώς και έχει τις συνέπειες του. Όσο περνάνε τα χρόνια είναι λογικό και επακόλουθο ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής να φτάσει σε σημείο αγωνιστικού κορεσμού. Ειδικά εφόσον ξέρει ότι μετά από μια διοργάνωση με την Εθνική του ομάδα, τον περιμένουν οι αγωνιστικές υποχρεώσεις του με τον σύλλογο που έχει συμβόλαιο.
Καλώς ή κακώς βλέπω πως οι εθνικές ομάδες όσο πάνε και απαξιώνονται. Ειδικά αυτές που συγκεντρώνουν ένα μεγάλο αριθμό πρωτοκλασσάτων παικτών.
Αντίθετα παρατηρούμε πως οι μικρομεσαίες εθνικές περιλαμβάνουν ποδοσφαιριστές οι οποίοι έχουν δίψα για διάκριση, και ξέρουν πως η εθνική τους είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να αναδειχθούν και να συστηθούν ποδοσφαιρικά σε ένα μεγάλο κοινό.
Οι παίκτες όμως που αγωνίζονται στις δυνατές εθνικές ομάδες, έχουν περάσει πλέον σε μια φάση που οι υποχρεώσεις με τους συλλόγους τους επισκιάζουν ως ένα βαθμό την προσήλωση τους στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας τους.
Επίσης για πολλούς λείπει και η δίψα για διάκριση, ειδικά αν πρόκειται για παίκτες που τα έχουν σηκώσει όλα σχεδόν στην καριέρα τους. Γι αυτούς ένα ακόμα Μουντιάλ αποτελεί ως ένα σημείο μια ακόμα υποχρέωση που πρέπει αναγκαστικά να βγει.
Η λύση σε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μία. Οι εθνικές θα πρέπει να ανανεώνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου κάθε τέσσερα χρόνια με νέους παίκτες.
Ναι, σίγουρα όλοι θέλουμε να βλέπουμε μεγάλα ονόματα να αγωνίζονται σε εθνικό επίπεδο. Όμως η εισαγωγή νέων παικτών,με θέληση για διάκριση, και με φρεσκάδα, θεωρώ πως θα δώσει άλλη πνοή στις διεθνείς διοργανώσεις.
Ασφαλώς και η εμπειρία ορισμένων παικτών πάντα θα χρειάζεται. Εξάλλου ο νέος έχει πολλά περισσότερα να κερδίσει παίζοντας δίπλα σε έναν ποδοσφαιριστή με αρκετές παραστάσεις στην καριέρα του.
Με το σύστημα αυτό όμως θα μπορέσουμε να δούμε περισσότερα καλά παιχνίδια, αλλά και θα αναδειχθούν και νέοι ποδοσφαιριστές που ακόμα δεν είναι στο προσκήνιο, και που τώρα με την εθνική τους θα έχουν την ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν.
Οι «φτωχές» εμφανίσεις των μεγάλων στο φετινό παγκόσμιο κύπελλο μας έδειξαν πως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν έχει αλλάξει μόνο η ταχύτητα του παιχνιδιού, αλλά και η ταχύτητα με την οποία ένας παίκτης μπορεί να φτάσει στα αγωνιστικά του όρια.