Το debut.gr προσπαθεί να απαντήσει με επιχειρήματα σε όσους αντιπαθούν την πιο επιτυχημένη ομάδα της δεκαετίας που διανύουμε.

Οι Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς έφτασαν στους τελικούς του NBA για τέταρτη συνεχόμενη φορά και κατέκτησαν το πρωτάθλημα για τρίτη φορά την τελευταία τετραετία και έκτη στην ιστορία τους. Έτσι, ισοφάρισαν στη τρίτη θέση της σχετικής λίστας τους Μπουλς και την επόμενη χρονιά θα έχουν την ευκαιρία να τους ξεπεράσουν. Συνεπώς, δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας να διαμορφώνεται μία δυναστεία, η οποία ενδέχεται να διατηρηθεί ακόμα και σε βάθος πενταετίας.

To παράδοξο με την περίπτωση των “πολεμιστών”, όμως, αφορά το χαμηλό επίπεδο δημοφιλίας τους. Αντίθετα, δηλαδή, με ότι έχει συμβεί με πολλές μεγάλες ομάδες που έχουν κατακτήσει σερί πρωταθλήματα, όπως οι Μπουλς, οι Λέικερς, οι Σέλτικς ή οι Σπερς, η ομάδα του Στιβ Κερ διαθέτει πολύ περισσότερους haters από ότι οπαδούς, όπως γίνεται αντιληπτό από τα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Αρχικά, αυτή η τάση γίνεται αντιληπτή από τον τρόπο που υποτιμούνται οι δυνατότητες των φετινών πρωταθλητών. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ευκολία με την οποία πολλοί θεώρησαν ότι η σειρά των φετινών τελικών μπορούσε να πάει στα 6 παιχνίδια ενώ ήταν οφθαλμοφανές το χάσμα ποιότητας που χωρίζει τις δύο ομάδες. Επιπλέον, η ευκολία με την οποία οι φίλοι του NBA σπεύδουν να αποδώσουν τις νίκες των Γουόριορς στους τραυματισμούς των αστέρων των αντίπαλων ομάδων είναι ένας ακόμα τρόπος έκφρασης αντιπάθειας προς το μέρος τους. Για παράδειγμα, οι ίδιοι οπαδοί που απέδωσαν την πρόκριση των “πολεμιστών” επί των Ρόκετς στην απουσία του Κρις Πολ από τα τελευταία παιχνίδια, λησμόνησαν να αναφερθούν στον αντίκτυπο του τραυματισμού του Ιγκουοντάλα στην εξέλιξη της σειράς. Τέλος, η αντιπάθεια που φτάνει σε σημεία εμπάθειας εκφράζεται ακόμα και από γνωστούς δημοσιογράφους του NBA, οι οποίοι σπεύδουν να ασκήσουν δριμεία κριτική στους παίκτες των Γουόριορς μετά από κάθε αρνητική τους εμφάνιση, την ώρα που δε συμβαίνει κάτι παρόμοιο με τις περιπτώσεις άλλων παικτών, όπως ο Γουέστμπρουκ, ο Χάρντεν και ο Λεμπρόν.

Επομένως, παρατηρούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά αναφορικά με την αντιμετώπιση των Γουόριορς από μεγάλη μερίδα των οπαδών και των ΜΜΕ. Στα δικά μου μάτια η συγκεκριμένη στάση δύσκολα δικαιολογείται αν λάβει κανείς υπόψη τις παρακάτω παραμέτρους.

Μια ομάδα αυτοδημιούργητη:

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των haters των Γουόριορς είναι ότι για να χτίσουν τη σημερινή τους δυναστεία, χρειάστηκε να φτιάξουν μία super team. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα μόνο σε ένα πολύ μικρό μέρος της. Στην πραγματικότητα αν εξαιρέσει κανείς τον Κέβιν Ντουράντ, o οποίος αποκτήθηκε ως free agent, όλες οι υπόλοιπες βασικές επιλογές του Γκόλντεν Στέιτ που οδήγησαν την ομάδα στις επιτυχίες προήλθαν είτε από το σύστημα επιλογής του draft είτε αποτέλεσαν απρόβλεπτες και έξυπνες κινήσεις του γενικού διευθυντή της, Μπόμπ Μάιερς. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι Γουόριορς χωρίς τον Ντουράντ κέρδισαν ένα πρωτάθλημα και έχασαν μέσα από τα χέρια τους το επόμενο, θα ήταν άδικο να υποστηρίξει κανείς ότι το Γκόλντεν Στέιτ έδρασε με ανήθικο τρόπο, όταν απέκτησε τις υπηρεσίες του KD. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς, άλλωστε, ότι χωρίς τον Ντουράντ, οι Γούριορς κατέγραψαν το καλύτερο ρεκόρ στην regular season με 73-9 (νίκες-ήττες) . Η ομάδα του Στιβ Κερ, δηλαδή, θεωρούταν ήδη η καλύτερη στη λίγκα πριν την έλευση του πρώην παίκτη των Θάντερ.

Ας θυμηθούμε, όμως, συνοπτικά τον τρόπο με τον οποίο χτίστηκε το βασικό οικοδόμημα των Γουόριορς. Η αρχή έγινε το 2009, όταν ο Κάρι επιλέχθηκε από τους “πολεμιστές” στο νούμερο 7 της λοταρίας του ντραφτ. Η επιλογή του αποτελούσε ρίσκο, καθώς πέρα από το καλό του σουτ, οι πρωταθλητές ενσωμάτωναν στο ρόστερ τους έναν αδύνατο καλαθοσφαιριστή, που ήταν επιρρεπής στους τραυματισμούς. Δύο χρόνια αργότερα σχηματίστηκαν οι Splash Brothers, καθώς ο Κλέι Τόμσον έγινε μέλος της ομάδας αποτελώντας την 11η επιλογή στο ντραφτ του 2011. To 2012 δημιουργήθηκαν oι Big 3 των Γουόριορς, με τον Ντρέιμοντ Γκριν να εντάσσεται στο ρόστερ της ομάδας ως το νούμερο 35 στο ντραφτ. Η συγκεκριμένη επιλογή αμφισβητήθηκε από πολλούς που τον θεωρούσαν μικρό το δέμας για πάουερ φόργουορντ, ενώ η έλλειψη επιθετικών αρετών δεν τον καθιστούσε ελκυστική επιλογή. Οι τελευταίες αλλά εξίσου σημαντικές πινελιές για τη διαμόρφωση μίας πεντάδας που μετράει 3 δαχτυλίδια σήμερα, έγινε με την προσθήκη του Ιγκουοντάλα του 2013 (μέσω ανταλλαγής που περιλάμβανε τους Νάγκετς και τους Τζαζ) και του Σον Λιβινγκστον το 2014 ως free agent. Τόσο ο Ιγκουοντάλα όσο και ο Λίβινγκστον αποτελούν δύο αξιόπιστες επιλογές, οι οποίες έδωσαν και δίνουν τεράστιες λύσεις προερχόμενοι από τον πάγκο, με τον πρώτο να συνεισφέρει τα μέγιστα στην άμυνα και τον δεύτερο να προσφέρει σίγουρους πόντους, όποτε η ομάδα το χρειάζεται.

Επομένως, είναι άστοχο και άδικο να τα βάζει κάποιος με μία ομάδα, η οποία κατασκευάστηκε μέσω της εκτέλεσης ενός καλοσχεδιασμένου πλάνου και χωρίς να παραβιάζει το salary cap μέχρι την περσινή χρονιά, κάτι που έκαναν οι Κλίβελαντ Καβαλίερς στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν το πρωτάθλημα. Ίσα ίσα που οι φίλοι του μπάσκετ θα έπρεπε να αναγνωρίσουν και να θαυμάσουν τον τρόπο με τον οποίο κατέκτησαν την κορυφή οι Γουόριορς. Ακόμα και η απόκτηση του Κέβιν Ντουράντ έγινε σε μία περίοδο που οι Γουόριος είχαν χάσει τα κεκτημένα τους. Αν η απόκτησή του γινόταν μετά από την κατάκτηση του πρωταθλήματος για να αποδυναμώσουν τους αντιπάλους τους τότε θα δικαιολογούνταν εν μέρει ένα αίσθημα μίσους προς τους “πολεμιστές”. Δεν είναι λογικό, όμως, να κατηγορείς κάποιον επειδή προσπάθησε να ανακτήσει το θρόνο του, αποκτώντας το δεύτερο καλύτερο παίκτη στον κόσμο.

Ένας σαγηνευτικός τρόπος παιχνιδιού:

Το δεύτερο σημείο στο οποίο στέκονται οι haters των Γουόριορς αφορά τον τρόπο παιχνιδιού τους. Φυσικά, για αυτή τη μερίδα του κόσμου, η φιλοσοφία παιχνιδιού των Γουόριορς συνοψίζεται στην εκτέλεση σουτ μέσης απόστασης και αμέτρητων τριπόντων. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, παραβλέπουν να αναφερθούν σε όσα προηγούνται της εκτέλεσης τριπόντων. Μιλάμε φυσικά για την αδιάκοπη κυκλοφορία της μπάλας και την κίνηση των παικτών χωρίς αυτήν. Ειδικότερα, η ιστοσελίδα “USAtoday” και ο δημοσιογράφος Sam Amick προχώρησαν σε μία βαθύτερη ανάλυση που στηρίζεται πάνω στον μαγικό αριθμό “300”, ο οποίος αναφέρεται στις συνολικές πάσες που θα πρέπει να μοιράσουν οι παίκτες του Στιβ Κερ σε έναν αγώνα αν θέλουν να φτάσουν στην επιτυχία.

Συνοψίζοντας τη θεωρία των 300 πασών, οι Γουόριορς έχουν οριοθετήσει ως στόχο να ολοκληρώνουν κάθε αγώνα έχοντας πασάρει επιτυχημένα τουλάχιστον 300 φορές τη μπάλα. Όταν αυτό συμβαίνει, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες να σουτάρει κάποιος παίκτης αμαρκάριστος, καθώς ως γνωστόν η μπάλα ταξιδεύει πολύ πιο γρήγορα ακόμα και από τον ταχύτερο παίκτη. Με αυτόν τον τρόπο, οι Γουόριορς εκμεταλλεύονται στο έπακρο το ατομικό τους ταλέντο, που δεν είναι άλλο από την εκτελεστική τους δεινότητα στο μακρινό σουτ. Τα εύσημα για την εκπόνηση του συγκεκριμένου πλάνου πρέπει να πάρει ο Στιβ Κερ ο οποίος όταν ανέλαβε τους “πολεμιστές” έβλεπε την ομάδα του να πασάρει 243,9 πάσες ανά παιχνίδι (χειρότερη θέση στο πρωτάθλημα). Ο Κερ εντόπισε τη σχετική αδυναμία και την μετέτρεψε σε δύναμη, καθώς στα 3 από τελευταία 4 χρόνια, οι Γουόριορς αποτέλεσαν την καλύτερη επίθεση, την ώρα που στο αντίστοιχο διάστημα αύξησαν τις πάσες τους από τις 306,6 στις 323,5 ανά αγώνα. Ενδεικτικά είναι τα λόγια του υπεύθυνου των αναλυτικών στοιχείων των Γουόριορς, Σάμι Γκέλφαντ.

“Ο συγκεκριμένος αριθμός βοηθάει ώστε το μήνυμα να βρίσκεται συνεχώς στο μυαλό τους. Οι 300 πάσες ήταν ο στόχος για την πρώτη σεζόν και τώρα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που θέλουμε συνεχώς περισσότερα. Είναι εκπληκτικός ο βαθμός στον οποίο έχουν αναπτύξει τη συγκεκριμένη αίσθηση. Θυμάμαι στην αρχή τους παίκτες να συζητούν μετά τα παιχνίδια και να λένε πως δεν έπιασαν τον στόχο. Ήταν απίστευτο πως καταλάβαιναν άμεσα τα παιχνίδια που δεν πήγαν καλά με λιγότερες από 300 πάσες, σε σχέση με αυτά που είχαμε 300+” 

Οι συνεχόμενες πάσες και η εκτέλεση από τα 7, 25 μ. δημιουργούν ένα εξοντωτικό ρυθμό στο παιχνίδι που “σκοτώνει” κάθε αντίπαλο. Παράλληλα, αυτό το αγωνιστικό στυλ άλλαξε την ίδια τη φύση του NBA, καθώς μετέφερε το παιχνίδι από τη ρακέτα στη περιφέρεια. Από τη στιγμή, λοιπόν, που τα τρίποντα έχουν μεγαλύτερη αξία από τα δίποντα και οι Γουόριορς είναι η πιο προικισμένη ομάδα στον τομέα του μακρινού σουτ, αποτελεί σχεδόν ακατόρθωτη αποστολή να κερδίσει κάποιος τους “πολεμιστές”.

Γι΄αυτό το λόγο, αποτελεί εσφαλμένη γενίκευση ο χαρακτηρισμός των “Γουόριορς” ως μίας ομάδας που νικάει επειδή απλώς ευστοχεί από το τρίποντο. Για να βρεθούν οι παίκτες των Γουόριορς σε θέση βολής, από πίσω κρύβεται ένα σχέδιο και πολλές ώρες προπονήσεων. Τέλος, αδυνατώ να κατανοήσω πως κάποιοι θεωρούν βαρετή την εκτέλεση τριπόντων από κάθε σημείο του γηπέδου. Γιατί, πέρα, από οτιδήποτε άλλο, το στυλ παιχνιδιού των “πολεμιστών” είναι και θεαματικό αφού εκτός των άλλων περιλαμβάνει και τα εκτός λογικής σουτ των Κάρι, Ντουράντ και Τόμσον. Ποιος, άλλωστε, δεν έχει ονειρευτεί να ευστοχεί σε buzzer beater πίσω από το κέντρο σαν τον Κάρι; Ποιος δεν θα ήθελε να σκοράρει σαν τον Ντουράντ, μπροστά από δύο ή 4 χέρια; Ποιος δε θα ήθελε να σπάει τα ρεκόρ πόντων σε μία περίοδο, όπως ο Κλέι Τόμσον; Μεταξύ μας, όλοι όσοι έχουμε παίξει μπάσκετ θα θέλαμε να σουτάρουμε, όπως οι συγκεκριμένοι 3.

Ομαδικό πνεύμα στα καλύτερά του:

Το τελευταίο σημείο στο οποίο θα σταθώ για να απαντήσω σε όσους μισούν αδικαιολόγητα τους Γουόριορς σχετίζεται με το ομαδικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ομάδα. Η ομάδα των Γουόριορς είναι άξια μόνο συγχαρητηρίων που κατάφερε να μην απολέσει το οικογενειακό πνεύμα στα αποδυτήρια της, παρά το γεγονός ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε πολλές περιπτώσεις. Κάλλιστα, άλλωστε, θα μπορούσε ο Στεφ Κάρι να γίνει αλαζόνας και βάλει μπροστά το εγώ του όταν κέρδισε δύο συνεχόμενα MVP στην κανονική διάρκεια. Κάλλιστα, η ομάδα θα μπορούσε να διαλυθεί μετά την αναπάντεχη με τον τρόπο που ήρθε απώλεια του τίτλου, το 2016 από τους Καβαλίερς. Κάλλιστα, θα μπορούσε ο Ντρέιμοντ Γκριν να αφήσει τον οξύθυμο χαρακτήρα του να κατασπαράξει την ομάδα. Κάλλιστα, θα μπορούσε να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας και οι ισορροπίες στην ομάδα μετά την έλευση ενός καλύτερου παίκτη από τον Κάρι, όπως ο Κέβιν Ντουράντ. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν έγινε, επειδή οι παίκτες έβαλαν την ομάδα πάνω από κάθε εγωισμό και αυτό πρέπει να αναγνωρίζεται και να θαυμάζεται από κάθε φίλο του μπάσκετ.

Ενδεικτικό της θέλησης αυτών των παικτών υποτάξουν το εγώ τους στην ομάδα ήταν η στάση του Ντουράντ και του Κάρι όσον αφορά τις οικονομικές τους απολαβές. Ο πρώτος μείωσε το μισθό του προκειμένου η ομάδα να ενισχύσει το βάθος στο ρόστερ της και για να παραμείνουν στο ρόστερ ο Ιγκουοντάλα και ο Λίβινγκστον. Ο δεύτερος μέχρι την περσινή χρονιά δέχτηκε να λαμβάνει ένα πολύ χαμηλότερο μισθό σε σχέση με την πραγματική του αξία. Όλα αυτά συνιστούν αξιέπαινες συμπεριφορές που σπάνια συζητιούνται από όσους λατρεύουν να μισούν την καλύτερη ομάδα της δεκαετίας που διανύουμε.

Για όλους τους παραπάνω λόγους δυσκολεύομαι να δικαιολογήσω αυτήν την εχθρική στάση που έχει αναπτυχθεί γύρω από το εγχείρημα και τις επιτυχίες των Γουόριορς. Υπάρχουν, μάλιστα, κάποιοι που μισούν τους Γουόριορς, επειδή διαθέτουν bandwagon οπαδούς. Οπαδούς, δηλαδή, που άρχισαν να υποστηρίζουν την ομάδα, επειδή άρχισε να κερδίζει και να μονοπωλεί την επικαιρότητα. Μα κάπως, έτσι, αναπτύσσει μία βάση οπαδών κάθε σύλλογος σε κάθε άθλημα. Μέσω των επιτυχιών του προσελκύει το ενδιαφέρον και χτίζει μία λαϊκή βάση.

Γι αυτό το λόγο, θα πρότεινα σε κάθε μπασκετόφιλο να εκτιμήσει περισσότερο τα όσα έχουν προσφέρει στο NBA oι Γουόριορς και την κληρονομιά που θα αφήσουν στο άθλημα παρά να αναζητούν με μανία λάθη και ηθικές παρεκκλίσεις που θεωρούν ότι έχουν πραγματοποιήσει.