Οι πρώτες ρεβάνς της φάσης των "16" του Τσάμπιονς Λιγκ μας επιβεβαίωσαν δύο βασικές αρχές της κορυφαίας διασυλλογική διοργάνωση.

Το Τσάμπιονς Λιγκ δε θεωρείται τυχαία η κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση στον κόσμο. Διαθέτει κάποιους άγραφους κανόνες τους οποίους αν μία ομάδα δε σεβαστεί δεν πρόκειται να γευτεί καμία επιτυχία. Αυτές οι αρχές του Τσάμπιονς Λιγκ επιβεβαιώθηκαν για μία ακόμη φορά στους πρώτους επαναληπτικούς για τη φάση των “16” της διοργάνωσης. Γιουβέντους και Ρεάλ Μαδρίτης πήραν το εισιτήριο για τα προημιτελικά του θεσμού αφήνοντας με την όρεξη Τότεναμ και Παρί Σεν Ζερμέν αντίστοιχα, οι οποίες δε μπόρεσαν να “ξεγελάσουν” τους άτυπους νόμους του Τσάμπιονς Λιγκ.

Ο πρώτος άγραφος κανόνας που επιβεβαιώθηκε είναι ότι το Τσάμπιονς Λιγκ αποτελεί το μόνο διασυλλογικό τρόπαιο στο ποδόσφαιρο, το οποίο δε μπορεί να εξαγοραστεί. Όσα χρήματα και αν ξοδέψουν οι μεγαλοεπενδυτές των κορυφαίων συλλόγων κάθε χώρας, δεν πρόκειται να φτάσουν στη γη της επαγγελίας μόνο με τις λίρες και τα πετροδόλλαρα. Ειδικότερα, οι Παριζιάνοι έχουν σπαταλήσει παραπάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ από το 2012 μέχρι σήμερα για να σηκώσουν στον ουρανό την κούπα με τα “μεγάλα αυτιά” αλλά έχουν μείνει να μετράνε αποκλεισμούς στα προημιτελικά (4) και στη φάση των “16” της διοργάνωσης (2). Κάθε χρόνο παθαίνουν αλλά δε μαθαίνουν με αποκορύφωμα το φετινό τους αποκλεισμό από τη Ρεάλ Μαδρίτης, παρά τις περσινές προσθήκες των Νεϊμάρ και Εμπαπέ για τις οποίες χρειάστηκαν να τινάξουν τη μπάνκα στον αέρα, βγάζοντας από τα ταμεία τους περί τα 400 εκατομμύρια ευρώ.

Τα συγκεκριμένα χρήματα, φυσικά, φτάνουν και περισσεύουν για την κατάκτηση των εγχώριων πρωταθλημάτων, καθώς τόσο η Τσέλσι στο παρελθόν όσο και η Μάντσεστερ Σίτι και η Παρί Σεν Ζερμέν πιο πρόσφατα κατάφεραν να αναρριχηθούν στην κορυφή κυρίως χάρη στις μεγάλες τσέπες των αφεντικών τους. Ωστόσο, η ιστορία έχει αποδείξει ότι το Τσάμπιονς Λιγκ είναι διαφορετική υπόθεση. Πιο τρανταχτό παράδειγμα από την Τσέλσι δε θα βρει κάποιος. Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς έβλεπε την ομάδα του να φτάνει στην πηγή αλλά νερό να μην πίνει μέχρι το 2012, δεχόμενη απανωτές σφαλιάρες από συλλόγους με μεγαλύτερη ιστορία στη διοργάνωση, όπως η Λίβερπουλ, η Μπαρτσελόνα και η Γιουνάιτεντ. Έτσι, κατέληξε τελικά, με ένα σχετικά φτωχό έμψυχο δυναμικό να πετύχει το 2012 αυτό που δεν μπορούσε με πολύ πιο πλούσια ρόστερ. Γι΄αυτό το λόγο, ο ιδιοκτήτης της Παρί, Αλ Κελαϊφί, θα χρειαστεί να αναθεωρήσει την σημερινή τακτική του αναφορικά με τον καταλληλότερο τρόπο κατάκτησης του Τσάμπιονς Λιγκ και σε πρώτο επίπεδο να εστιάσει την προσοχή του στην πρόσληψη ενός κανονικού προπονητή που θα μπορεί να διαχειριστεί τις δυναμικές και διαφορετικές προσωπικότητες των αποδυτηρίων.

Ο πρώτος άγραφος κανόνας του Τσάμπιονς Λιγκ μας οδηγεί αβίαστα στον δεύτερο. Πρόκειται για την αξία αυτού που ονομάζουμε “φανέλα”, μίας λέξης που έχει γίνει καραμέλα στα χείλη των ειδικών, με αποτέλεσμα να υποτιμάται η πραγματική της αξία. Όταν οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έδιναν πλεονέκτημα πρόκρισης στη Ρεάλ Μαδρίτης έναντι μίας εξίσου ποιοτικής ομάδας, όπως η Παρί Σεν Ζερμέν λόγω της βαρύτητας της φανέλας των “μερένχες”, δεν βάσιζαν την εκτίμηση τους σε κάποια υπερφυσική δύναμη που θα χάριζε το εισιτήριο στη “βασίλισσα”. Αντιθέτως, η φανέλα συνεπάγεται την ιστορία που κουβαλάει ο σύλλογος στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, η οποία με τη σειρά της συνεπάγεται τη γνώση των αθλητών που τη φοράνε σχετικά με τις ευθύνες τους απέναντι στο παρελθόν που εκπροσωπούν. Έτσι, οι παίκτες της ομάδας με την πιο βαριά ιστορία μπολιάζονται με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και πίστη στις δυνατότητες τους την ώρα που οι ποδοσφαιριστές της αντίπαλης ομάδας μπαίνουν περισσότερο εκφοβισμένοι στον αγωνιστικό χώρο. Αυτή η αντίληψη αποτυπώθηκε με τον πιο εύγλωττο τρόπο, άλλωστε, στον περσινό αλησμόνητο επαναληπτικό ανάμεσα στην Παρί και την Μπαρτσελόνα, στον οποίο ο γαλλικός σύλλογος επηρεασμένος από τη δυναμικής της φανέλας του αντιπάλου παρατάχθηκε με σκοπό να δεχτεί όσον το δυνατόν λιγότερα τέρματα και όχι με στόχο να τελειώσει πρόωρα την υπόθεση πρόκριση, με συνέπεια να το πληρώσει με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο.

Τέλος, οι πρόσφατοι επαναληπτικοί της φάσης των “16” του Τσάμπιονς Λιγκ ανέδειξαν για μία ακόμη φορά το στοιχείο της διατήρησης της συγκέντρωσης ως την πολυτιμότερη αρετή που μπορεί να διαθέτει ένας σύλλογος σε αυτή την διοργάνωση. Ειδικότερα, αρκούσαν 2 λεπτά απώλειας της ψυχραιμίας των παικτών της Τότεναμ για να φέρει τούμπα την υπόθεση πρόκριση η Γιουβέντους. Μόνο σε αυτό το επίπεδο το κάθε λάθος κοστίζει τόσο ακριβά και η ομάδα του Μαουρίσιο Ποκετίνο το ένιωσε στο πετσί της, πληρώνοντας δύο στιγμιαίες αδράνειες της αμυντικής της λειτουργίας. Αντίθετα, οι “μπιανκονέρι”, διατήρησαν τα επίπεδα συγκέντρωσής τους πολύ υψηλά σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, με αποτέλεσμα να απωθήσουν αποτελεσματικά τα κύματα των επιθέσεων των “σπιρουνιών”. Για να το πετύχουν αυτό, φυσικά, είχαν ως σύμμαχό την εμπειρία τους σε τέτοιες καταστάσεις ειδικών συνθηκών, καθώς η ενδεκάδα τους απαρτιζόταν από παίκτες που έχουν ζήσει μία σειρά από παιχνίδια νοκ άουτ, όπως ο Μπουφόν, ο Μπαρτζάλι, ο Κιελίνι, ο Κεντίρα και ο Ιγκουαΐν.

Συνοψίζοντας, η πρόκριση της Ρεάλ Μαδρίτης και της Γιουβέντους στην επόμενη φάση της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης ήρθε να επιβεβαιώσει όσα γνωρίσαμε για την διοργάνωση. Ότι δηλαδή, δεν αρκεί η ποιότητα σε τέτοιο επίπεδο για να ξεχωρίσεις αλλά πρέπει να εκπληρώνονται και άλλες συνθήκες, όπως η ύπαρξη εμπειρίας, συγκέντρωσης και χαρακτήρα.

Υ.Γ. Θεωρώ άδικο κάθε ισχυρισμό περί αποκλεισμού της καλύτερης ομάδας στο ζευγάρι της ομάδας του Ποκετίνο με την αντίστοιχη του Αλέγκρι. Μπορεί η Τότεναμ να δημιούργησε τις περισσότερες κλασσικές ευκαιρίες για γκολ και να έπαιξε πιο όμορφο ποδόσφαιρο σε σύνολο 180 λεπτών αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ήταν η καλύτερη ομάδα. Η άμυνα στο ποδόσφαιρο είναι εξίσου σημαντική με την επίθεση και η “μεγάλη κυρία” ήταν αυτή που αμύνθηκε καλύτερα και με μεγαλύτερη προσήλωση στα δύο παιχνίδια συνολικά. Επομένως, αν προσθέσουμε και την καλύτερη αποτελεσματικότητά της “Γιούβε” μπροστά από τα αντίπαλα καρέ, τότε κρίνεται δίκαια η πρόκρισή της στα προημιτελικά του θεσμού.