Το Debut.gr κάνει αναδρομή στον άγνωστο παικταρά Τόμας Κάρλοβιτς, που ποτέ δεν έκανε την καριέρα που πολλοί περίμεναν, όμως η παρουσία του εκεί κατέληξε να γίνει κάτι σαν αστικός θρύλος για την τοπική κοινωνία του Ροζάριο.

Ο γεννημένος στις 20 Απριλίου του 1949 Τόμας Κάρλοβιτς ήταν ο μικρότερος από τα επτά παιδιά μιας οικογένειας μεταναστών από την Γιουγκοσλαβία. Μεγάλωσε στο ροζάριο της Αργεντινής όπου και εκεί έμελλε να περάσει ολόκληρη την ποδοσφαιρική του καριέρα. Ξεκίνησε από την Ροζάριο Σεντράλ, όπου έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην πρώτη ομάδα σε ηλικία 20 ετών.

Ο νεαρός τότε Κάρλοβιτς δεν κατόρθωσε όμως να προσαρμοστεί ποτέ στις απαιτήσεις της πρώτης εθνικής και αποχώρησε μετά από μόλις 2 συμμετοχές. Παρόλα αυτά το ταλέντο του δεν είχε περάσει απαρατήρητο από κανέναν, και ο αντισυμβατικός τρόπος παιχνιδιού του θα ήταν αυτός που θα τον καθιέρωνε στις συνειδήσεις όλου του φίλαθλου κόσμου του Ροζάριο.

Ακολούθησε η παρουσία του στην Φλάντρια και την Ιντεπεντιέντε Ριβαντάβια μέχρι να καταλήξει στην ομάδα όπου λατρεύτηκε και λάτρεψε ο ίδιος. Η Σεντράλ Κόρντομπα ήταν μια μικρή τοπική ομάδα της πόλης όπου έμενε και η οποία ήταν ανέκαθεν στην σκιά των δύο μεγάλων ομάδων της πόλης, της Νιούελς και της Ροζάριο Σεντράλ.

Ο Κάρλοβιτς όπως λέει και ίδιος εκεί έζησε τα καλύτερα χρόνια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, καθώς η παρουσία του εκεί του προσέδωσε τέτοια φήμη που σιγά σιγά απέκτησε την μορφή αστικού θρύλου για την τοπική κοινωνία. Με την Σεντράλ Κόρντομπα κατέκτησε 2 πρωταθλήματα της δεύτερης εθνικής κατηγορίας το 1973 και το 1982 και έγινε το ίνδαλμα των φιλάθλων. Εκεί του κόλλησαν και το παρατσούκλι που τον συνόδευε για όλη του την καριέρα, το El Trinche.

Ήταν τόσο εντυπωσιακός ο τρόπος παιχνιδιού του που οι φίλαθλοι της ομάδας δεν λέγανε πλέον ότι «σήμερα παίζει η Σεντράλ» αλλά ότι «σήμερα παίζει ο Trinche». Σήμα κατατεθέν του οι «ποδιές» που μοίραζε αβέρτα στους αντιπάλους του, σε σημείο που να του το ζητάνε οι ίδιοι οι φίλαθλοι από την κερκίδα. Μάλιστα σε έναν αγώνα την συγκεκριμένη ντρίμπλα την πραγματοποίησε δύο φορές σε έναν αντίπαλο, σκορπίζοντας τον ενθουσιασμό στις κερκίδες. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο, οι ιθύνοντες της ομάδας του δίνανε ειδικό μπόνους για κάθε «ποδιά» που πραγματοποιούσε.

Ο Σέζαρ Μενότι, προπονητής της Αργεντινής, είχε πει γι αυτόν πως «ήταν από τα παιδιά που το μοναδικό παιχνίδι τους ήταν μια μπάλα, και πως ήταν κάτι το θαυμάσιο να τον παρακολουθείς να αγωνίζεται». Μεγάλος θαυμαστής του υπήρξε και ο Πέκερμαν που τον παρομοίασε ως «ένα μείγμα από Φερνάντο Ρεδόνδο, και Χουάν Ρικέλμε».

Η μεγάλη αναγνώριση όμως για τον Trinche ήρθε το 1974. Τότε η εθνική ομάδα της Αργεντινής έπαιζε φιλικό προετοιμασίας για το Μουντιάλ του 1978. Αντίπαλος της μια ομάδα αποτελούμενη από παίκτες που είχαν γεννηθεί στο Ροζάριο, με τον Κάρλοβιτς να είναι ο μοναδικός παίκτης που αγωνιζόταν στην δεύτερη εθνική κατηγορία. Το ημίχρονο βρίσκει την «μεικτή» ομάδα του Ροζάριο να προηγείται με 3-0, και τον Trinche να πραγματοποιεί εξαιρετική εμφάνιση. Ο τότε προπονητής της εθνικής Βλαντισλάο Καπ απελπισμένος από την κατάσταση παρακαλεί τον συνάδελφο του να αποσύρει τον Κάρλοβιτς, προκειμένου να αποφευχθεί ένας πλήρης εξευτελισμός της εθνικής ομάδας. Τελικά το ματς λήγει με 3-1 υπερ της ομάδας του Ροζάριο.

Αργότερα ένας από τους αντιπάλους του σε εκείνον τον αγώνα, ο Άλντο Πόι θα πεί πως με την αλλαγή του Κάρλοβιτς πολλοί φίλαθλοι εγκατέλειψαν απογοητευμένοι το γήπεδο, ενώ ο θρύλος λέει πως αυτό ήταν το μοναδικό ματς όπου συμφιλιώθηκαν οι οπαδοί της Νιούελς και της Ροζάριο.

Παρόλο τις εξαιρετικές του όμως τεχνικές αρετές, ο Trinche δεν έκανε ποτέ το παραπάνω βήμα στην καριέρα του. Ο ίδιος θεωρούσε το ποδόσφαιρο ως ένα παιχνίδι και όχι σαν κάτι πάνω στο οποίο θα έπρεπε να δουλέψει. Οι εποχές είχαν αρχίσει να γίνονται από τότε πιο απαιτητικές και άρχισε να κυριαρχεί η δύναμη στο άθλημα, πράγμα που ο Κάρλοβιτς ουδέποτε υποστήριξε με το αγωνιστικό του στυλ. Επίσης δεν θέλησε ποτέ να εγκαταλείψει την γειτονιά που μεγάλωσε. Σε δηλώσεις του υποστήριξε πως δεν μπορούσε να αφήσει με τίποτα την γειτονιά του, την οικογένεια και τους φίλους του, καθώς και το μπαράκι όπου συνήθιζε να συχνάζει.

Η έλλειψη βίντεο καθώς και άρθρων για την αγωνιστική του δράση ήταν μερικοί από τους παράγοντες που συνηγόρησαν στο να εξελιχθεί σαν ένας τοπικός ποδοσφαιρικός θρύλος για τους φιλάθλους της ομάδας, οι οποίοι τον λάτρευαν τόσο για τον αντισυμβατικό τρόπο παιχνιδιού του, όσο και για την πίστη του στην ομάδα.

Μάλιστα σε πολλούς αγώνες δεν δίσταζε να κάθεται πάνω στην μπάλα, με τον ίδιο να λέει πως αυτό το έκανε για να ξεκουραστεί, και όχι για να κοροϊδέψει τους αντιπάλους του. «Το στυλ παιχνιδιού μου ήταν πολύ μετρημένο όπως άλλωστε και η ίδια μου η ζωή» θα πει σε μια από τις δηλώσεις του.

Εν τέλει ο Κάρλοβιτς ολοκλήρωσε την καριέρα του το 1986 στην ομάδα που ανέκαθεν αγάπησε και έγινε είδωλο, την Σεντράλ Κόρντομπα. Εκτός από αυτήν αγωνίστηκε επίσης στις Φλάντρια, Ιντεπεντιέντε Ριβαντάβια,Ροζάριο Σεντράλ,Κολόν Σάντα Φε, και Ντεπορτίβο Μαϊπού.

Μπορεί ποτέ να μην έκανε την μεγάλη καριέρα, αλλά σίγουρα όλοι στο Ροζάριο θα τον θυμούνται ως ένα παίκτη που έγινε ο τοπικός τους «ήρωας» και θύμιζε σε όλους την ρομαντική πλευρά του ποδοσφαίρου, όπου η αγάπη για την ομάδα μερικές φορές ξεπερνάει τις όποιες φιλοδοξίες.

Κλείνοντας θα αναφέρουμε και μια δήλωση του Ντιέγκο Μαραντόνα, ο οποίος αγωνιζόμενος στην Νιούελς άκουσε από έναν δημοσιογράφο να τον χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο παίκτη που πέρασε ποτέ από το Ροζάριο με τον Ντιέγκο να του απαντά πως «ο καλύτερος παίκτης έχει ήδη παίξει εδώ στο Ροζάριο, και λέγεται Κάρλοβιτς».