Πράγματι με μία πρώτη ματιά στα λογιστικά της ομάδας του Μάντσεστερ γίνεται φανερό ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχει βγάλει από τα ταμεία της τα περισσότερα χρήματα προκειμένου να δυναμώσει το ρόστερ της σε σχέση με τις υπόλοιπες συνδιεκδικήτριες του τίτλου. Ειδικότερα, από το καλοκαίρι του 2016 μέχρι αυτό του 2017, οι “πολίτες” έχουν δαπανήσει 417 εκατομμύρια ευρώ για μεταγραφές ενώ από κοντά ακολουθεί η Γιουνάιτεντ και η Τσέλσι με 354 και 339 αντίστοιχα. Στην τέταρτη και πέμπτη θέση του σχετικού πίνακα βρίσκεται η Λίβερπουλ και η Άρσεναλ με 172 και 165 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα ενώ η Τότεναμ αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα, καθώς έχει επιλέξει να χτίσει πάνω σε ένα νεανικό κορμό αγνοώντας την παγκόσμια τάση που θέλει τους συλλόγους που κυνηγούν τους μεγάλους τίτλους να τινάζουν την μπάνκα στις μεταγραφικές περιόδους.
Τα λεφτά από μόνα τους δε θα μπορούσαν να φέρουν την ευτυχία
Η επιτυχία της φετινής Μάντσεστερ Σίτι αποτελεί το μεγαλύτερο παράσημο στην καριέρα του Πεπ Γκουαρντιόλα ακόμα και αν γίνεται μία προσπάθεια απαξίωσής της από τους haters του Ισπανού τεχνικού.
Η Μάντσεστερ Σίτι αποτελεί αυτή τη στιγμή την καλύτερη ομάδα στον πλανήτη, έχοντας ήδη προκριθεί στους “16” του Τσάμπιονς Λιγκ και μετρώντας ήδη 17 νίκες και 1 ισοπαλία στην Πρέμιερ Λιγκ. Έτσι, όχι μόνο μπορεί ήδη να ετοιμάζει τη φιέστα του Μαΐου αλλά μπορεί να ελπίζει βάσιμα ότι θα ισοφαρίσει το αήττητο πρωτάθλημα της Άρσεναλ, το 2004.
Παράλληλα, οι “πολίτες” διαθέτουν την καλύτερη επίθεση του αγγλικού πρωταθλήματος με 56 τέρματα, που μεταφράζεται σε 3,1 γκολ ανά αγώνα. Εξίσου επιτυχημένοι είναι και στην άλλη πλευρά του γηπέδου, καθώς έχουν δεχτεί μόλις 12 γκολ και μοιράζονται τη καλύτερη αμυντική επίδοση με τη συμπολίτισσα Γιουνάιτεντ και την Μπέρνλι.
Η συγκεκριμένη επιτυχία της Σίτι έχει ονοματεπώνυμο, καθώς διαθέτει τη σφραγίδα του αρχιτέκτονά της, Πεπ Γκουαρντιόλα. Έτσι, αν δε συμβεί κάποιο θαύμα μέχρι το τέλος της σεζόν και ο Ισπανός τεχνικός κατακτήσει το πρωτάθλημα με τους “πολίτες”, τότε θα μπορεί να καυχηθεί ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό εκπλήρωσε το στόχο που είχε θέσει πριν φτιάξει βαλίτσες για να μετακομίσει στο νησί. Δηλαδή να αποτινάξει από πάνω του την ταμπέλα του προπονητή που όφειλε τις επιτυχίες του στην Μπαρτσελόνα και την Μπάγερν Μονάχου στο άκρως ποιοτικό έμψυχο δυναμικό που διέθετε στα χέρια του.
Haters gonna hate:
Υπάρχουν ακόμα, φυσικά, ορισμένοι δύσπιστοι που σπεύδουν να πραγματοποιήσουν μία επιδερμική ανάλυση και να αποδώσουν την πρόσφατη επιτυχία του 46χρονου προπονητή στο “μαξιλαράκι” ασφαλείας που του προσφέρουν τα χρήματα των Αράβων ιδιοκτητών των “πολιτών”. Αυτό, άλλωστε, δε δίστασε να κάνει και ο τεχνικός της Άρσεναλ, Αρσέν Βενγκέρ, όταν του ζητήθηκε να συγκρίνει την αήττητη ομάδα του με την τωρινή της Σίτι: “Εμείς τότε δεν είχαμε ούτε πετρέλαια, ούτε ιδέες. Τώρα η Σίτι έχει και τα πετρέλαια και τις ιδέες.”
Η κατάρριψη μίας υπεραπλούστευσης:
Ωστόσο, αν κοιτάξει κάποιος πίσω από τους “ψυχρούς” αριθμούς”, τότε θα συνειδητοποιήσει ότι “χαρτιά” των Αράβων έχουν διαδραματίσει το μικρότερο ρόλο στη σημερινή επιτυχία του Γκουαρντιόλα στη Σίτι αποτελώντας απλά το εργαλείο και όχι το μέσο υλοποίησης του πλάνου του πρώην τεχνικού της “Μπάρτσα”. Αρχικά, κάποιος πρέπει να εστιάσει στον τρόπο με τον οποίο ο Πεπ επέλεξε να σπαταλήσει τα χρήματα που κλήθηκε να διαχειριστεί. Συγκεκριμένα, αυτά τα χρήματα πήγαν στη πλειοψηφία τους σε νεαρούς ελπιδοφόρους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι έψαχναν το μεγάλο βήμα στην καριέρα τους. Για του λόγους το αληθές, ο μέσος όρος ηλικίας των ποδοσφαιριστών που απέκτησαν οι “πολίτες” στην εποχή Γκουαρντιόλα είναι τα 23,5 χρόνια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Μεντί, Σανέ, Ζεσούς, Στόουνς, Έντερσον και Σίλβα, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν έτοιμους ποδοσφαιριστές όταν αποκτήθηκαν από τη Σίτι.
Ο Πεπ πρέπει να το πιστωθεί αυτό, διότι κατόρθωσε να εμπιστευθεί και να δει σε ποδοσφαιριστές που δεν είχαν καταθέσει τα διαπιστευτήρια τους στην κορυφαία σκηνή, το ταλέντο που διέθεταν, χτίζοντας πάνω τους. Σε αντίθεση, δηλαδή, με ό,τι έκανε η Γιουνάιτεντ του Μουρίνιο με τους Πογκμπά, Ζλάταν, Μάτιτς και Λουκάκου και η Τσέλσι με τους Μοράτα και Καντέ, ο Γκουαρντιόλα απέφυγε την ασφάλεια που θα του έδιναν παίκτες παγκόσμιας κλάσης, όπως οι προαναφερθέντες και είχε το θάρρος να “φτιάξει ” τέτοιου είδους ποδοσφαιριστές. Ακόμα, δηλαδή, και οι ηχηρότερες μεταγραφές, επί εποχής Πεπ, όπως του “γυάλινου” Γκουντογκάν και του Γουόκερ, σε καμία περίπτωση δε μπορούσαν να σου εγγυηθούν ότι η ομάδα θα ανέβει ένα επίπεδο πάνω. Ο Έντερσον Μοράες αποτελεί την σημαντικότερη ανακάλυψη του 46χρονου τεχνικού, διορθώνοντας έτσι το περσινό του λάθος με την επιλογή του Κλαούντιο Μπράβο. Ο νεαρός Βραζιλιάνος γκολκίπερ, αποτελεί αυτή τη στιγμή τον καλύτερο τερματοφύλακα με τη μπάλα στα πόδια (δεδομένου ότι ο Νόιερ βρίσκεται στα πιτς) ενώ έχει καταφέρει ήδη να ισοφαρίσει τις ανέπαφες εστίες του Μπράβο με 11 σε 24 συμμετοχές.
Ο Ισπανός προπονητής, όμως, πρέπει να πάρει τα εύσημα και για ένα ακόμα λόγο. Ειδικότερα, πέτυχε να αναδείξει τον καλύτερο εαυτό ορισμένων ποιοτικών ποδοσφαιριστών που υπήρχαν ήδη στο έμψυχο δυναμικό αλλά δεν είχαν καταφέρει ποτέ να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους με τη διάρκεια που συμβαίνει αυτό τώρα. Αναφερόμαστε, φυσικά, σε παίκτες-κλειδιά στη φετινή πορεία της Σίτι, όπως ο Κέβιν Ντε Μπρούιν, ο Νταβίντ Σίλβα, ο Ραχίμ Στέρλινγκ και ο Νίκλας Οταμέντι, οι οποίοι αν και ήταν κάτοικοι Μάντσεστερ πριν από την έλευση του Πεπ, έψαχναν τη σταθερότητα στην απόδοσή τους. Για παράδειγμα, είναι τέτοια η επιρροή του Γκουαρντιόλα στον Στέρλινγκ που έχει κατορθώσει να τον μετατρέψει από τον τρομαγμένο μικρόσωμο εξτρέμ σε ένα παίκτη που βρίσκει δίχτυα συνεχώς (15 γκολ σε όλες τις φετινές διοργανώσεις) και χαρίζει τρίποντα με buzzer beater, όπως συνέβη κόντρα στη Μπόρνμουθ, τη Χάντερσφιλντ και τη Σαουθάμπτον. Εξίσου θεαματική είναι η βελτίωση του Αργεντινού στόπερ, Νίκλας Οταμέντι, ο οποίος έχει πάψει να πραγματοποιεί τις γκάφες του παρελθόντος και να αγωνίζεται με περίσσια αυτοπεποίθηση. Έτσι, βοηθάει τα μέγιστα στο χτίσιμο των επιθέσεων της ομάδας, κάτι που μαρτυρούν οι 1454 εύστοχες πάσες που μετράει τη φετινή χρόνια, όντας τρίτος στη σχετική λίστα.
Πολλοί τείνουν, βέβαια, με μεγάλη ευκολία να μειώσουν το έργο του Πεπ με τη δικαιολογία ότι διαθέτει δύο παίκτες παγκόσμιας κλάσης στο ρόστερ, στα πρόσωπα του Ντε Μπρούιν και του Σίλβα. Παρ΄όλα αυτά, ξεχνούν με την ίδια ευκολία ότι αμφότεροι πραγματοποιούν τις καλύτερες χρονιές στις καριέρες τους υπό τις οδηγίες του Γκουαρντιόλα, διότι ο Ισπανός προπονητής τους έχει δώσει μεγαλύτερες ελευθερίες. Έτσι, τόσο ο Βέλγος όσο και ο Ισπανός διεθνής πατούν πολύ περισσότερο την αντίπαλη περιοχή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια με αποτέλεσμα να πραγματοποιούν τις παραγωγικότερες χρονιές τους στην Πρέμιερ Λιγκ με 7 γκολ και 11 ασίστ και 5 τέρματα και 10 τελικές πάσες αντίστοιχα σε όλες τις διοργανώσεις. Αυτή η αυξημένη επιθετικότητα των δύο ποδοσφαιριστών οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον, στην τοποθέτηση του Φερναντίνιο ως άγκυρας μπροστά από την αμυντική τετράδα, με συνέπεια ο Βραζιλιάνος να ασχολείται με τη “βρώμικη δουλειά” και κατά δεύτερο και κυριότερο λόγο εξαιτίας του στυλ παιχνιδιού της Μάντσεστερ Σίτι. Συγκεκριμένα, σε κάθε αγώνα της, η Σίτι αμύνεται ελάχιστα σε σχέση με τον αντίπαλό της, διότι απλούστατα διαθέτει την ποιότητα να κρατάει τη μπάλα συνεχώς στα πόδια της. Συνεπώς, από τη στιγμή που έχει την κατοχή της μπάλας δέχεται λιγότερες επιθέσεις, με αποτέλεσμα ο Σίλβα και ο Ντε Μπρούιν να σπαταλούν λιγότερη ενέργεια και να αφοσιώνονται στο κομμάτι του παιχνιδιού στο οποίο είναι καλύτεροι.
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα προαναφερθέντα, θεωρώ ότι η φετινή επιτυχία της Σίτι αποτελεί το μεγαλύτερο παράσημο στην προπονητική καριέρα του Γκουαρντιόλα. Διότι όχι μόνο κατόρθωσε να συνδυάσει το θεαματικό και αποτελεσματικό ποδόσφαιρο που απέδιδε η δικιά του Μπαρτσελόνα και Μπάγερν Μονάχου αλλά επειδή τα πέτυχε αυτά αναδεικνύοντας πρωταθλητές που μέχρι την περσινή χρονιά θεωρούνταν απλά καλοί ποδοσφαιριστές. Γι΄αυτό το λόγο, άλλωστε, θεωρώ άδικους όσους πιστεύουν ότι τα χρήματα έφεραν την ευτυχία στον Πεπ. Αν αμφιβάλλετε ρωτήστε τον Μουρίνιο να σας διαβεβαιώσει.