Το debut.gr ξεψαχνίζει την ιστορία ενός εκ των πιο αδικημένων ποδοσφαιριστων που απέτυχαν να ανταποκριθούν του ταλέντου τους.

Στο ποδόσφαιρο οι ταμπέλες που μπαίνουν σε νεαρούς ποδοσφαιριστές συνήθως αποτελούν περισσότερο κατάρα παρά ευχή. Οι ταλαντούχοι παίκτες βαπτίζονται διάδοχοι του Μαραντόνα και του Πελέ, με συνέπεια το φορτίο που καλούνται να κουβαλήσουν να τους βαραίνει υπερβολικά και να αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν των προσδοκιών. Έτσι, καταλήγουν να πραγματοποιούν μία καριέρα κατώτερη της προοπτικής και του ταλέντου που τους συνόδευε στα πρώτα τους βήματα.

Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί μέρος της εξήγησης της αποτυχίας του μεγαλύτερου ταλέντου στην ιστορία του γκανέζικού ποδοσφαίρου να καθιερωθεί στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, όπως είχε παραδεχθεί και ο ίδιος σε συνέντευξή του στην Observer, το 2008: “Οι προσδοκίες ήταν τεράστιες”. Αναφερόμαστε, βέβαια, στον Νι Λάμπτεϊ, ο οποίος είδε για πρώτη φορά το φως της Γης στις 10 Δεκεμβρίου του 1974. Το δεύτερο μέρος σχετίζεται με την έλλειψης εκπαίδευσης του Γκανέζου που είχε ως αποτέλεσμα να πέσει θύμα ενός κερδοσκόπου ατζέντη.  Τέλος, εξίσου σημαντικό ρόλο σε αυτήν την ποδοσφαιρική αδικία διαδραμάτισε το σκληρό οικογενειακό υπόβαθρο του Λάμπτεϊ, το οποίο τον κυνηγάει μέχρι και σήμερα.

Γι΄αυτό το λόγο θα επιχειρήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι της συγκεκριμένης μοναδικής ιστορίας ξεκινώντας από την περιγραφή του οικογενειακού περιβάλλοντος γύρω από το οποίο μεγάλωσε ο Λάμπτεϊ.  Ο Νι έζησε μία τραυματική παιδική ηλικία καθώς και οι δύο γονείς του και κυρίως ο αλκοολικός πατέρας του τον κακοποιούσε με τον πρώην ποδοσφαιριστή να παραδέχεται ότι ακόμα έχει σημάδια στο σώμα του από σβησμένα τσιγάρα. Έτσι, πολλές φορές αναγκαζόταν να κοιμηθεί ακόμα και κάτω από αυτοκίνητα για να αποφύγει την σωματική βία. Για να μπορέσει, μάλιστα, να αγωνιστεί σε έναν μουσουλμανικό ποδοσφαιρικό σύλλογο ασπάστηκε το Ισλάμ, με συνέπεια ο Χριστιάνος πατέρας του να τον απαρνηθεί. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να κερδίσει ένα χρηματικό ποσό από ένα τουρνουά και να μετακομίσει στο Βέλγιο.

Στο αγωνιστικό σκέλος ο Λάμπτεϊ βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων της εποχής μετά από μία ονειρική του εμφάνιση στο U16 Παγκόσμιο Κύπελλο της Σκωτίας. Ο 14χρονος τότε ποδοσφαιριστής ήταν εντυπωσιακός στην αναμέτρηση κόντρα στους διοργανωτές αναγκάζοντας τον ίδιο τον Πελέ να τον χρίσει διάδοχό του. Δύο χρόνια αργότερα η φήμη του απέκτησε παγκόσμιες διαστάσεις στο U17 Μουντιάλ, στην Ιταλία επισκιάζοντας προσωπικότητες, όπως ο Ντελ Πιέρο και ο Χουάν Σεμπάστιαν Βερόν για να οδηγήσει την Γκάνα μέχρι το τέλος της διαδρομής. Με τέσσερα τέρματα, μάλιστα, κέρδισε τη χρυσή μπάλα μετρώντας 4 γκολ, εκ των οποίων το ένα προήλθε κόντρα στους Βραζιλιάνους στα προημιτελικά της διοργάνωσης.

Ήδη είχαν ξεκινήσει οι πρώτες απόπειρες διάφορων επιτήδειων να εκμεταλλευτούν το ταλέντου του “νέου Πελέ”. Σε έναν αγώνα της U16, ο παλαίμαχος άσος είχε γυρίσει στην γενέτειρά του και η γκανέζικη ομοσπονδία άδραξε την ευκαιρία και έκρυψε το διαβατήριό του προκειμένου να τον κρατήσει στη χώρα. Ο Γκανέζος ποδοσφαιριστής κατόρθωσε να διαφύγει από την πατρίδα του με τη χρήση ενός ψεύτικου διαβατηρίου σύμφωνα με το οποίο ήταν ο γιος του αρχηγού της Νιγηρίας, Στίφεν Κέσι. Έτσι, κατόρθωσε σε ηλικία 15 ετών να υπογράψει στο σύλλογο του Νιγηριανού αμυντικού, την βέλγικη Άντερλεχτ. Τέτοιο ήταν, μάλιστα, το χάρισμα που του είχε δώσει ο Θεός έτσι ώστε να αλλάξουν οι νόμοι του βελγικού ποδοσφαίρου προκειμένου να επιτραπεί στον 16χρονο μέσο να πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα με την πρώτη ομάδα.

Ο Λάμπτεϊ δεν άφησε την ευκαιρία να γλιστρήσει από τα χέρια του και στην πρώτη του σεζόν μέτρησε 7 γκολ σε 14 εμφανίσεις για να ακολουθήσει ο εντυπωσιακός του δανεισμός στην Αϊντχόβεν, με την οποία βρήκε δίχτυα 10 φορές σε 22 συμμετοχές. Ταυτόχρονα, εξελισσόταν και σε εθνικό ήρωα οδηγώντας το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα στη δεύτερη και τρίτη θέση του Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και του Κόπα Άφρικα του 1992 αντίστοιχα.

Ωστόσο, η αρχή του τέλους ενός εκ των μεγαλύτερων “παιδιών θαυμάτων” στην ιστορία του ποδοσφαίρου είχε ήδη εκκινήσει. Μία δαπανηρή μεταγραφή του στην Πρέμιερ Λιγκ, το 1994, για λογαριασμό αρχικά της Άστον Βίλα και στη συνέχεια της Κόβεντρι Σίτι θα σήμαναν την απότομη πτώση της καριέρας του. Μπαίνοντας στην τρίτη δεκαετία της ζωής του ο Λάμπτεϊ είχε “καεί” από τον υπερβολικό χρόνο συμμετοχής εμφανίζοντας μία σειρά από τραυματισμούς. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε και η επιθυμία της ομοσπονδίας της Γκάνας να τον ωθεί να συμμετάσχει σε όλες τις ηλικιακές ομάδες του αντιπροσωπευτικού του συγκροτήματος. Τα επόμενα 14 χρόνια θα ακολουθούσαν 11 διαφορετικοί ποδοσφαιρικοί σταθμοί σε 10 χώρες και 4 ηπείρους, με το τελευταίο του παιχνίδι για την εθνική Γκάνας να έρχεται άδοξα σε ηλικία 21 ετών.

Αναζητώντας τα αίτια της περιήγησης του σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη φτάνουμε σε ένα όνομα. Αυτό του κερδοσκόπου ατζέντη του, Αντόνιο Καλιέντο. Πρόκειται για τον άνθρωπο που εξαπάτησε τον διάδοχο του Πελέ εκμεταλλευόμενος την έλλειψη εκπαίδευσης και την αδυναμία ανάγνωσης και γραφής του πελάτη του. Ο Καλιέντο τον έβαζε συνεχώς να υπογράφει συμβόλαια με νέους συλλόγους προκειμένου να επωφελείται οικονομικά σε βάρος του πελάτη του.

“Με εξαπάτησαν τόσο πολύ. Δεν γνώριζα καν ότι είχα το δικαίωμα να υπογράψω συμβόλαιο. Ο προπονητής της Άστον Βίλα, Ρον Άτκινσον, μου το είπε και στα γραφεία του συλλόγου μου το έδωσαν. Δύο εβδομάδες μετά ήρθε ο ατζέντης μου και νόμιζα ότι είχε πάει στο σύλλογο να πάρει τα χρήματα. Έλεγαν ότι το είχαν δώσει στον παίκτη. Ήταν πολύ εκνευρισμένος μαζί μου. Υπήρξαν τόσοι πολλοί άνθρωποι που με έκλεψαν, εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα” ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρώην παίκτης της Κόβεντρι.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά για το αστέρι της Γκάνας ακολούθησε και ο δικός του προσωπικός Γολγοθάς για να βάλει οριστικά ταφόπλακα στις όποιες ελπίδες του για μία ονειρική καριέρα. Ειδικότερα, την περίοδο που αγωνιζόταν στην Αργεντινή για λογαριασμό της Σάντα Φε (1997) έμαθε ότι έχασε δύο από τα παιδιά του, την Λίζα και τον Ντιέγκο, εξαιτίας μίας σπάνιας ασθένειας στον πνεύμονα. Έτσι ακόμα και ο ίδιος άρχισε να αποδίδει την “καταραμένη”, όπως είχε εξελιχθεί ζωή του, σε δεισιδαιμονίες: “Λένε ότι υπάρχει όλο αυτό το Juju (μάγια) στο ποδόσφαιρο”. Το 2013, μάλιστα, μετά το δημόσιο διαζύγιο του με την γυναίκα του, πληροφορήθηκε από την ίδια την πρώην σύζυγό του ότι τα 3 παιδιά του που είχαν ζήσει δεν ήταν δικά του βιολογικά.

Όλες αυτές οι κακουχίες αποδυνάμωσαν το κίνητρο και την αγάπη του Γκανέζου άσου για την “στρογγυλή θεά”, με συνέπεια να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, το 2008, σε ηλικία 34 ετών.

Ο ίδιος, όμως, παρά την εκμετάλλευση και την ταπείνωση που ένιωσε βρήκε το ψυχικό σθένος να προσφέρει στην Γκανέζικη κοινωνία, θέλοντας να αποτρέψει συμπατριώτες του από το να πέσουν θύματα παρόμοιων καταστάσεων. Γι΄αυτό το λόγο εστίασε την προσοχή του στην καλλιέργεια της παιδείας στην χώρα του με την ίδρυση του Glow-Lamp International School στην πρωτεύουσα της γενέτειράς του, την Άκρα. “Η εκπαίδευση είναι πολύ σημαντική. Για μένα ήταν ένα πρόβλημα. Δεν είχα το χρόνο να πάω στο σχολείο. Έχασα τόσα πολλά πράγματα. Δε μπορούσα να γράψω ή να διαβάσω. Γνωρίζοντας τον πόνο που πέρασα δε θέλω να επαναληφθεί κάτι τέτοιο για τα υπόλοιπα παιδιά”.

Παράλληλα, ο Λάμπτεϊ δραστηριοποιείται ακόμα στο άθλημα που του πρόσφερε αρκετές δυσάρεστες αναμνήσεις και εμπειρίες, καθώς εκτελεί καθήκοντα προπονητή στην ακαδημία του, στην Ελμίνα, την ώρα που μέσω διαλέξεων επιχειρεί να προετοιμάσει πνευματικά φιλόδοξους νεαρούς ποδοσφαιριστές για όσες προκλήσεις αναμένεται να συναντήσουν στις καριέρες τους. Τέλος, ανά τακτά χρονικά διαστήματα δουλεύει ως σχολιαστής στην τηλεόραση της Γκάνα, μοιράζοντας τις γνώσεις του για το ποδόσφαιρο, όπως πραγματοποίησε για παράδειγμα στο πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 στο πλάι του πρώην άσου της Μπάγερν Μονάχου, Σάμιουελ Κουφούρ, για λογαριασμό του καναλιού TV3.

Η ζωή, μάλιστα, για πρώτη φορά του έδειξε το καλό της πρόσωπο, καθώς τον Αύγουστο του 2016 καλοσώρισε στον κόσμο το δεύτερο παιδί του με τη νέα του σύζυγο, Ρουίντα Γιακούμπου. Γι΄αυτήν την στροφή της μοίρας, άλλωστε, είναι ευγνώμων και ο Νι Λάμπτεϊ: “Ακόμα και αν λέω ότι είμαι μία αποτυχία στο ποδόσφαιρο, ο Θεός δε θα με τιμωρούσε. Έχω περάσει μέσα από την κόλαση. Σήμερα, όμως, διασκεδάζω τη ζωή μου, μπορώ να φροντίσω την οικογένειά μου και είμαι καλά”.

Το επιμύθιο της συγκεκριμένης ποδοσφαιρικής ιστορίας μας διδάσκει τη σημασία της εκπαίδευσης στον αθλητισμό. Η παιδεία μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως σύμμαχος στην προσπάθεια του κάθε αθλητή να αναρριχηθεί στην κορυφή του κόσμου, καθώς αποτρέπει δυσάρεστες καταστάσεις και λειτουργεί ανασταλτικά για όσους καιροσκόπους επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν φιλόδοξους αθλητές. Αν αναγνωριστεί αυτό από την πολιτεία και συνοδευτεί με πρακτικές μεθόδους που θα επιτρέπουν την παράλληλη άθληση και εκπαίδευση, τότε θα αποφευχθούν πολλές παρόμοιες ιστορίες σαν του Νι Λάμπτεϊ στο μέλλον.