Ο «βασιλιάς των σπορ» αποτέλεσε την αφορμή κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο διαφορετικά έθνη να συμφιλιωθούν και να ξεχάσουν τις αντιπαλότητες τους για λίγες ώρες.

Κάθε πόλεμος χαρακτηρίζεται από την έξαρση των παθών, καθώς τα μίση και η εκδικητικότητα καλλιεργούνται και κυριαρχούν στη ψυχή των στρατιωτών, δύο συναισθήματα απαραίτητα για την επικράτηση επί του αντιπάλου. Είναι γνωστό, άλλωστε ότι το πνεύμα αλληλεγγύης και καλής θέλησης πάει περίπατο στο βωμό του εξής ρητού: “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”.

Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος που διήρκησε από το 1914 έως το 1918 αποτέλεσε ένα κλασσικό τέτοιο παράδειγμα, με τα θύματα να ξεπερνούν τους 9 εκατομμύρια στρατευμένους και άλλους τόσους αμάχους φτάνοντας συνολικά τις 18,5 εκατομμύρια ψυχές.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του “Μεγάλου Πόλεμου”, όπως αποκαλούταν μέχρι πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου, υπήρξε μία μέρα που οι διχόνοιες και οι αντιπάθειες παραμερίστηκαν και τη θέση τους πήρε το πνεύμα ευγενούς άμιλλας και συμφιλίωσης. To σκηνικό που θα περιγραφεί παρακάτω εξελίχτηκε στα περίφημα χαρακώματα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914, 4 μήνες δηλαδή μετά την έναρξη του πολέμου.

Όλα εκκίνησαν όταν μία ομάδα Γερμανών στρατιωτών κοντά στη βελγική πόλη Ιπρ, αποφάσισαν να στολίσουν τη δική τους πλευρά των χαρακωμάτων με κεράκια στα δέντρα την ώρα που τραγουδούσαν τα κάλαντα. Έτσι, οι Βρετανοί απάντησαν με τον ίδιο τρόπο για να καταλήξουν οι δύο πλευρές να συναντιούνται στη νεκρή ζώνη προκειμένου να ανταλλάξουν ευχές και δώρα, όπως ουίσκι, τσιγάρα και σοκολάτες. “Αγκάλιαζα ανθρώπους που πριν από λίγη ώρα προσπαθούσα να τους σκοτώσω” τόνιζε χαρακτηριστικά ο Άγγλος στρατιώτης.

Υπό αυτό το ευχάριστο κλίμα, σύμφωνα με βελγικές μαρτυρίες, δόθηκε το έναυσμα για την έναρξη ενός διαφορετικού σε σχέση με τους υπόλοιπους ποδοσφαιρικούς αγώνες: “Η ομίχλη είχε σχεδόν φύγει, όταν άκουσα μια φωνή να λέει ότι Βρετανοί και Γερμανοί είχαν βγει από τα χαρακώματα και αντάλλασσαν δώρα. Σύντομα εμφανίστηκε ένας Σκωτσέζος στρατιώτης κρατώντας μια μπάλα ποδοσφαίρου που φαινόταν καινούργια και έμοιαζε τελείως παράταιρη με το σκηνικό της μάχης. Μέσα σε λίγα λεπτά ο αγώνας είχε αρχίσει. Το να παίζεις πάνω στον πάγο δεν ήταν καθόλου εύκολο, παρ’ όλα αυτά προσπαθήσαμε να μείνουμε πιστοί στους κανονισμούς, ενώ παίζαμε χωρίς διαιτητή”.

Η αναμέτρηση έληξε άδοξα μετά από μία ώρα παιχνιδιού με την μπάλα να σκάει σε ένα συρματόπλεγμα και την Γερμανία να κερδίσει τους Βρετανούς με 3-2. Όταν αυτή η παράσταση ειρήνης έλαβε τέλος οι δύο πλευρές συμφώνησαν και έθαψαν τους νεκρούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης αποδίδοντας τους όσες τιμές μπορούσαν με τα μέσα που διέθεταν.

Η ανακωχή στο βέλγικο μέτωπο κράτησε μόλις μία μέρα αλλά σε άλλα σημεία διατηρήθηκε μέχρι και την Πρωτοχρονιά. Παράλληλα, τα όσα γεγονότα εκτυλίχτηκαν στο Ιπρ διαδόθηκαν στη Γερμανία και την Βρετανία και σε καμία περίπτωση δεν ευχαρίστησαν τους στρατηγούς των δύο πλευρών. Έτσι, τα επόμενα χρόνια τέτοιου είδους ανακωχές εξέλειψαν ενώ ανήμερα των Χριστουγέννων διατάζονταν εκτεταμένοι βομβαρδισμοί στα χαρακώματα.

Προς τιμήν όλων όσων συμμετείχαν σε αυτή τη νίκη της ειρήνης έναντι του πολέμου στήθηκε το 1999 ένας ξύλινος σταυρός στο σημείο που ξεκίνησε η ανακωχή ενώ ο τελευταίος εν ζωή στρατιώτης που είχε πάρει μέρος στην ποδοσφαιρική αναμέτρηση, ο Σκωτσέζος Άλφρεντ Άντερσον, πέθανε το 2005 σε ηλικία 109 ετών.

Αυτή η ποδοσφαιρική ιστορία εν καιρώ πολέμου αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της δύναμης του λαοφιλέστερου αθλήματος στον κόσμο, που είναι ικανό να ενώσει ανθρώπους με διαφορετικούς στόχους και νοοτροπίες μπροστά στην ανάγκη για ένα άγγιγμα της “στρογγυλής θεάς”.