O Λευκός Πελέ
Το debut.gr θυμάται έναν από τους μύθους τους Βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, τον Ζίκο.
O Βραζιλιάνος επιθετικός μέσος Αρτούρ Αντούνες Κοΐμπρα, περισσότερο γνωστός ως Ζίκο (Arthur Antunes Coimbra, “Zico”) γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1953, στο Κουϊντίνο του Ρίο ντε Τζανέιρο. Συχνά αποκαλoύμενος ως «Λευκός Πελέ», ήταν ένας δημιουργικός παίκτης, προικισμένος με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και διορατικότητα και θεωρείται ως ένας από τους πιο ικανούς εκτελεστές και πασαδόρους στην ποδοσφαιρική ιστορία. Αναμφισβήτητα ο Καλύτερος Παίκτης του Κόσμου στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, θεωρείται ως ένας από τους Καλύτερους πλέι-μέικερς και εκτελεστές φάουλ Όλων των Εποχών, όντας σε θέση να στείλει την μπάλα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Το 1999, ήρθε 8ος στη ψηφοφορία της FIFA για Ποδοσφαιριστής του Αιώνα και το 2004 ονομάστηκε στον κατάλογο FIFA 100 με τους 125 Μεγαλύτερους Εν Ζωή ποδοσφαιριστές του Κόσμου, που συντάχθηκε από τον Πελέ και τα 100 Χρόνια της FIFA. Ο ίδιος ο “βασιλιάς” Πελέ τον “έχρισε” ως διάδοχο του, αφού είχε δηλώσει πως «όλα αυτά τα χρόνια, αν υπήρξε ένας παίκτης που με πλησίασε πολύ, αυτός ήταν ο Ζίκο!».
Με 48 γκολ σε 71 επίσημες εμφανίσεις για τη Βραζιλία, είναι το 5ος Υψηλότερος Σκόρερ για την «σελεσάο». Την εκπροσώπησε στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1978, του 1982 και του 1986. Δεν κέρδισε καμιά από αυτές τις διοργανώσεις, παρόλο που η ομάδα του 1982 θεωρείται μια από τις Μεγαλύτερες Εθνικές Ομάδες Όλων των Εποχών. Θεωρείται ένας από τους Καλύτερους Παίκτες στην ιστορία του ποδοσφαίρου κι ας μη κατέκτησε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Επιλέχτηκε ως Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς το 1981 και το 1983.
Όπως όλα τα Βραζιλιανάκια, πέρναγε τον περισσότερο από το χρόνο του στις αλάνες παίζοντας ποδόσφαιρο και ονειρευόταν πως μια μέρα θα γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Σε ηλικία 14 ετών, το 1967 ήταν έτοιμος να ταξιδέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να δοκιμάσει την τύχη του σε ομάδες των ΗΠΑ, όπου αγωνίζονταν ήδη τα μεγαλύτερα αδέλφια του, Αντούνιες και Εντού. Ένας δημοσιογράφος, οικογενειακός φίλος της οικογένειας Κοΐμπρα όμως, έπεισε τον πατέρα του Ζίκο να τον πάει στα δοκιμαστικά της Φλαμένγκο, της οποίας ήταν οπαδός άλλωστε. Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους : Οι προπονητές των ακαδημιών της Φλαμένγκο έχασαν το φως τους με τον κοντοστούπη Βραζιλιάνο που μιλούσε στη μπάλα και με συνοπτικές διαδικασίες τον ενέταξαν στο δυναμικό τους.
Το τεχνικό τιμ της Φλαμένγκο είχε αντιληφθεί πως έχει στα χέρια του ένα ακατέργαστο διαμάντι. Δούλεψαν πολύ στην ενδυνάμωση του πιτσιρικά – άλλωστε τα τεχνικά χαρίσματα περίσσευαν – και με πολλή προπόνηση, αυστηρό διαιτολόγιο και πολύ γυμναστήριο ο Ζίκο “έχτισε” σώμα αθλητή καθώς το ύψος του (1,72) δεν βοηθούσε. Παράλληλα με το ειδικό του πρόγραμμα ο Ζίκο συμμετείχε κανονικά στις αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας των νέων: Μοίραζε και σκόραρε γκολ με το τσουβάλι και μετά από μια τετραετία (1967-1971), 116 αγώνες και 81 γκολ, ο 18χρονος πλέον Ζίκο προβιβάστηκε στην ομάδα των ανδρών της Φλαμένγκο. Στη Φλαμένγκο έμεινε για 12 χρόνια (1971-1983) και σημείωσε 123 γκολ στις 212 συμμετοχές του, ενώ κέρδισε το Copa Libertadores και το Intercontinental Cup (1981) ενώ κατέκτησε και 2 φορές το πρωτάθλημα Βραζιλίας. Τα κατορθώματα του Ζίκο τον οδήγησαν δικαιωματικά και στην βασική εντεκάδα της εθνικής Βραζιλίας.
Το 1983 άφησε την αγαπημένη του Φλαμένγκο σε ηλικία 24 ετών για να ταξιδέψει στην Ευρώπη για λογαριασμό της Ουντινέζε. Ο ανταγωνισμός στην Ιταλία ήταν μεγάλος – συν τοις άλλοις είχε μπροστά του τη μεγάλη Γιουβέντους του Μισέλ Πλατινί αλλά και την ανερχόμενη δύναμη, Νάπολι, του Ντιέγκο Μαραντόνα. Ο Ζίκο δεν κατάφερε να κάνει πολλά πράγματα την πρώτη χρονιά του (20 συμμετοχές – 6 γκολ), αλλά το 1984-1985 έκανε πράγματα και θαύματα στην Ιταλία και έβαλε 24 γκολ σε 33 συμμετοχές, οδηγώντας την Ουντινέζε στα ψηλά σκαλοπάτια της Serie A. Το γεγονός όμως πως οι Ιταλοί έμειναν μακριά απ’τους τίτλους αυτή τη διετία τον οδήγησε στην αποχώρηση και στην επιστροφή του εν τέλει στην πολυαγαπημένη του Φλαμένγκο.
Αντί καλωσορίσματος όμως, ο Ζίκο είχε έναν σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο και έμεινε σχεδόν όλη τη σεζόν εκτός. Τα πράγματα ήταν καλύτερα την επόμενη σεζόν, αφού ο Ζίκο ήταν γερός και οδήγησε την Φλαμένγκο στον τίτλο το 1987 ενώ το 1988 “συστήθηκε” και από κοντά στον κόσμο του Ολυμπιακού, αφού – για όσους θυμούνται – το καλοκαίρι του 1988, ο Ολυμπιακός είχε αντιμετωπίσει την Φλαμένγκο σε φιλικό στο ΟΑΚΑ (3-2 είχε κερδίσει ο Ολυμπιακός).
Το Δεκέμβριο του 1989 ο Ζίκο έκανε την τελευταία του επίσημη εμφάνιση στον αγώνα με τη Φλουμινένσε, σε έναν αγώνα στον οποίο διέπρεψε και αποθεώθηκε μετά τον θρίαμβο της Φλαμένγκο με 5-0. Φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα της Φλαμένγκο στον αγώνα με μια “μικτή κόσμου”, στην οποία συμμετείχαν ονόματα όπως οι Κέμπες, Ρουμενίνγκε, Μπράϊτνερ, Φαλκάο, Βαλντάνο το Φεβρουάριο του 1990.
Συνολικά αγωνίσθηκε στην πρώτη ομάδα της Φλαμένγκο για δεκαοχτώ σεζόν (1971-1983 και 1985-1989) με απολογισμό: 247 συμμετοχές – 135 γκολ στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα, 300 συμμετοχές – 247 γκολ στο πρωτάθλημα της πολιτείας Καριόκα (διεξάγεται τους πρώτους μήνες κάθε χρόνου πριν το εθνικό), 21 συμμετοχές – 16 γκολ στα κύπελλα της Νότιας Αμερικής (Λιμπερταδόρες και Σουπερκόπα. Στέφθηκε πρωταθλητής Βραζιλίας τέσσερις φορές (1980, 1982, 1983, 1987) και Νότιας Αμερικής μία (Λιμπερταδόρες 1981). Το 1981 κέρδισε επίσης το Διηπειρωτικό Κύπελλο. Συνολικά, με 731 συμμετοχές έγινε ο δεύτερος παίκτης στην ιστορία της Φλαμένγκο σε συμμετοχές ενώ με τα 508 γκολ του είναι μακράν ο κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών για τη Φλαμένγκο.
Με το τέλος της καριέρας του, ο Ζίκο έγινε υπουργός αθλητισμού της Βραζιλίας επί προεδρίας Φερνάντο ντε Μέλο. Το 1991 όμως, μετά από μόλις έναν χρόνο θητείας ως υπουργός αθλητισμού, ο Ζίκο αποχώρησε από το υπουργείο για να επανέλθει στην ενεργό δράση! Ο Βραζιλιάνος άσος αποδέχθηκε την πρόταση της Σουμιτόμο Μέταλς της Ιαπωνίας για να βοηθήσει την ομάδα να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στο νέο (επαγγελματικό) πρωτάθλημα της Ιαπωνίας που θα ξεκινούσε το 1993. Ο Ζίκο έπαιξε με τη Σουμιτόμο την τελευταία σεζόν πριν την έναρξη της νέας J.League και έκανε τη δουλειά του και με το παραπάνω : 22 συμμετοχές, 21 γκολ και η Σουμιτόμο στην J.League. Με την εκκίνηση της νέας λίγκας, η Σουμιτόμο μετονομάστηκε σε Κασίμα Άντλερς και θεωρούταν το μεγάλο φαβορί για υποβιβασμό καθώς δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για να συναγωνιστεί τις πιο πλούσιες ομάδες της λίγκας.
Κι όμως, με τον 40χρονο Ζίκο μπροστάρη, η Κασίμα Άντλερς τερμάτισε 2η στην πρώτη της σεζόν και στα επόμενα χρόνια εδραιώθηκε ως μία απ’ τις παραδοσιακές δυνάμεις της J.League, κατακτώντας μάλιστα το πρωτάθλημα το 1993. Ο Ζίκο, ο “Θεός του ποδοσφαίρου” όπως τον αποκαλούσαν στην Ιαπωνία, κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του σε ηλικία 41 ετών έπειτα από 65 συμμετοχές και 46 γκολ με τη φανέλα της Κασίμα. Κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του το 1994, σε ηλικία 41 ετών, έχοντας το ασυνήθιστο για μέσο ρεκόρ των 193 τερμάτων σε 334 αγώνες εθνικού πρωταθλήματος (μ.ό. 0,58 ανά αγώνα).
Από τις 25 Φεβρουαρίου 1976, όταν χρίστηκε για πρώτη φορά διεθνής στο Μοντεβιδέο (Ουρουγουάη-Βραζιλία 1-2, 1 γκολ) και για μία δεκαετία, ο Ζίκο υπήρξε αναντικατάστατο στέλεχος της Σελεσάο στις μεγάλες διοργανώσεις. Συνολικά φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο σε 72 αναμετρήσεις και πέτυχε 52 τέρματα. Ήταν βασικό στέλεχος των ομάδων που συμμετείχαν στο Παγκόσμιο κύπελλο του 1978, του 1982 και του 1986, κάνοντας σε αυτά 14 συμμετοχές με 5 γκολ, χωρίς να καταφέρει όμως να στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής.
Τελευταία του εμφάνιση ήταν ο προημιτελικός του Μουντιάλ του 1986 εναντίον της Γαλλίας στο στάδιο της Γουαδαλαχάρα και έχει συνδεθεί με τη μοιραία απώλεια ενός πέναλτι κατά την κανονική διάρκεια του αγώνα. Αν και η Βραζιλία είχε εξαιρετικό υλικό – ειδικά αυτή του 1982 θεωρείτο πως ήταν η πληρέστερη ίσως Βραζιλία της μετά Πελέ εποχής – δεν κατόρθωσε να κερδίσει κάποιον τίτλο. Ο ίδιος κατέκτησε τον τίτλο του “παίκτη της χρονιάς” το 1983.