«ΠΑΟ, Θρησκεία, Λιθουανία»
Ο Λούκας Λεκαβίτσιους αποτέλεσε την πρώτη μεταγραφική «βόμβα» του Παναθηναϊκού για τη νέα σεζόν. Η μεταγραφή του από τη Ζαλγκίρις Κάουνας ήρθε να προσθέσει ένα ακόμη κομμάτι -το πέμπτο για την ακρίβεια- στο παζλ των Λιθουανών διεθνών που πέρασαν από τον «Εξάστερο» και σάρωσαν τίτλους σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Λιθουανία, ως μπασκετική σχολή, φαίνεται πως αρέσει πολύ στον Παναθηναϊκό αφού μετά και την απόκτηση του πρώην guard της Ζαλγκίρις, Λούκας Λεκαβίτσιους, την πράσινη φανέλα θα έχουν φορέσει όχι ένας ούτε δύο αλλά συνολικά πέντε παίκτες από τα χώρα της Βαλτικής.
Μια χώρα-υπερδύναμη στο χώρο του μπάσκετ που βρίσκεται στην 5η θέση της Παγκόσμιας Κατάταξης της FIBA και έχει σημειώσει ποικίλες διακρίσεις με πιο πρόσφατη το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 2015, είναι λογικό να προσελκύει μια από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης.
Πάμε να θυμηθούμε λοιπόν το κλειστό κλαμπ των Λιθουανών διεθνών που φόρεσαν τη φανέλα των πρασίνων και στο οποίο ανήκει πλέον ο “Αϊζέια Τόμας των φτωχών”, Λούκας Λεκαβίτσιους.
Robertas Javtokas (2006-2007)
Ο θηριώδης σέντερ των 2.11 εκ. ήταν ο πρώτος Λιθουανός που έγινε μέλος της οικογένειας του Παναθηναϊκού. Μετά την εξαετή θητεία του στη Λιέτουβος Ρίτας και την εξαιρετική σεζόν που πραγματοποίησε στην Ευρωλίγκα την περίοδο 2005-2006 με μ.ο. 9.6 πόντους, 8.2 ριμπάουντ και 2 κοψίματα, πήρε μεταγραφή στο «τριφύλλι» όπου αγωνίστηκε μόλις μια αγωνιστική περίοδο, καταφέρνοντας ωστόσο να κατακτήσει το triple crown το 2007.
Στην Ευρωλίγκα, αγωνίστηκε σε 19 παιχνίδια μετρώντας 2.6 πόντους και 1.6 ριμπάουντ ανά αγώνα. Έκτοτε αγωνίστηκε στη Δυναμό Μόσχας, όντας για κάποιο διάστημα συμπαίκτης με τον Αντώνη Φώτση, τη Κίμκι, τη Βαλένθια και τη Ζαλγκίρις όπου μετά την εξαετή του θητεία «κρέμασε τα παπούτσια του» σε ηλικία 37 ετών, όντας συμπαίκτης μέχρι πρότινος του Λούκας Λεκαβίτσιους.
Ramunas Siskauskas (2006-2007)
Αποκτήθηκε από τον Παναθηναϊκό την ίδια χρονιά μαζί με τον Γιαβτόκας αλλά δεν μπόρεσε να παραμείνει ούτε εκείνος παραπάνω από μια σεζόν. Η σεζόν που διήνυσε με τους «πράσινους» ήταν τέτοια που ανάγκασε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας να τον «κλέψει» ένα χρόνο μετά και να τον εντάξει στο ρόστερ της για πέντε χρόνια. Η απόφαση της διοίκησης να τον παραχωρήσει στην «ομάδα του στρατού» ήταν μεν επιπόλαιη αφού ο “Σίσκα” θα μπορούσε να είχε προσφέρει πολλά αλλά ο Παναθηναϊκός δεν βγήκε χαμένος από αυτή την ιστορία δεδομένου ότι δύο χρόνια μετά, κατέκτησε την Ευρωλίγκα το 2009 στο Βερολίνο με αντίπαλο την ΤΣΣΚΑ.
Στην Ευρωλίγκα κατέγραψε 10.9 πόντους ανά αγώνα με 47.1 % από την γραμμή του τριπόντου σε 20 παιχνίδια.
Sarunas Jasikevicius (2007-2010) – (2011-2012)
Ό,τι και να πει κανείς για αυτόν τον παίκτη θα ‘ναι λίγο. Ήρθε για πρώτη φορά στον Παναθηναϊκό το 2007 έχοντας αγωνιστεί στο ΝΒΑ με τη φανέλα των Indiana Pacers και των Golden State Warriors ενώ υπήρξε και από τους «αρχιτέκτονες» της κατάκτησης της Ευρωλίγκα τόσο με την Μπαρτσελόνα το 2003 όσο και με την Μακάμπι το 2004 και 2005.
Κορυφαία του χρονιά με το «τριφύλλι» στην Ευρωλίγκα ήταν η παρθενική του σεζόν 2007-2008 όπου σημείωσε κατά μέσο όρο 13.2 πόντους (40.8% στα τρίποντα, 93.8% στις βολές) και 2.9 ασίστ σε 20 αγώνες. Από το 2014 μέχρι σήμερα είναι προπονητής στη Ζαλγκίρις με ιδιαίτερη επιτυχία και ο Λεκαβίτσιους δεν θα μπορούσε να έχει ιδανικότερο «δάσκαλο» από τον καλύτερο point guard που «γέννησε» η Λιθουανία.
Jonas Maciulis (2012-2014)
Ήρθε στον Παναθηναϊκό έχοντας αποκτήσει πολλές εμπειρίες και τιμητικές διακρίσεις με την εθνική ομάδα της Λιθουανίας με πιο πρόσφατες τη 2η θέση στο Ευρωμπάσκετ του 2013 στη Σλοβενία και του 2015 στη Γαλλία. Πριν ντυθεί στα πράσινα, πέρασε από τη Σιένα και την Ολίμπια Μιλάνο κάνοντας αξιόλογες σεζόν ενώ παλαιότερα είχε «θητεύσει» στη Ζαλγκίρις καταγράφοντας διψήφιους μ.ο. σε πόντους.
Η χρονιά που αποκτήθηκε ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και κομβική μετά τη φυγή Ομπράντοβιτς και τον ερχομό του Αργύρη Πεδουλάκη στον πάγκο του «τριφυλλιού». Ωστόσο, στα δύο του χρόνια με τον Παναθηναϊκό κατάφερε να κατακτήσει δύο νταμπλ το 2013 και το 2014. Τόσο σε επίπεδο εθνικό όσο και στην Ευρωλίγκα σημείωνε περίπου 9 πόντους ανά αγώνα με μεγάλη συνεισφορά στην άμυνα και εξαιρετικά ποσοστά στην περιφέρεια.