Το Debut.gr γυρνά το χρόνο πίσω και θυμάται τις δύο συνεχόμενες κατακτήσεις του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου από τη Νότιγχαμ Φόρεστ.

Πίσω στα χρόνια που στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο, ή όπως το ξέρουν οι περισσότεροι, Τσάμπιονς Λιγκ, κυριαρχούσαν οι… δυναστείες, μία μικρή ομάδα από την κεντρική Αγγλία, χωρίς πολλές παραστάσεις από τα ευρωπαϊκά «σαλόνια» έμελλε να εντυπωσιάσει όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο και να γράψει τη δική της ιστορία.

Ο λόγος φυσικά για τη Νότιγχαμ Φόρεστ, η οποία το μακρινό 1980 κατάφερε να κάνει σύσσωμη την ποδοσφαιρική κοινότητα να μάθει το όνομά της αλλά και να μιλάει για εκείνη για αρκετά χρόνια.

Οι «ευλογημένες» ημέρες του Κλαφ

Πρωτεργάτης και κεντρικός πυλώνας της τεράστιας επιτυχίας που γνώρισε τη δεκαετία του ’80 η ομάδα του Νότιγχαμ αποτέλεσε ο έμπειρος προπονητής, Μπράιαν Κλαφ, ο οποίος ανέλαβε την τεχνική ηγεσία των «κόκκινων» το 1975, όταν και η Νότιγχαμ βρισκόταν ακόμη στη τρίτη κατηγορία των αγγλικών πρωταθλημάτων. Από τη δεύτερη κιόλας σεζόν του στον πάγκο της ομάδας του δάσους, ο Κλαφ κατάφερε να την οδηγήσει στη δεύτερη κατηγορία αλλά και στην κατάκτηση του Λιγκ Καπ Αγγλίας, η οποία τότε έδινε στη νικήτρια του θεσμού το απευθείας εισιτήριο για το Ευρωπαϊκό Κύπελλο της επόμενης σεζόν.

Και το όνειρο της Νότιγχαμ είχε μόλις ξεκινήσει. Η νέα χρονιά τη βρήκε να κατακτά ξανά το Λιγκ Καπ, το Charity Shield και φυσικά το Ευρωπαϊκό Κύπελλο, στο οποίο μετά από μία… τρελή πορεία που δεν γνώρισε ούτε μία ήττα παρά μόλις δύο ισοπαλίες (την ίδια σεζόν είχε «σκορπίσει» την ΑΕΚ με συνολικό σκορ 7-2), επικράτησε στον τελικό του Μονάχου, της σουηδικής Μάλμε με 1-0 και ανέβηκε στην κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Το όνομά της γίνεται γνωστό παντού. Το «θαύμα» που πέτυχε η ομάδα του Κλαφ διαδίδεται από στόμα σε στόμα και η Νότιγχαμ κερδίζει τον σεβασμού όλου του ποδοσφαιρικού κόσμου. Γράφονται διθύραμβοι για το «έπος» του Ολυμπιακού Σταδίου του Μονάχου, με πολλούς, ωστόσο, να χρεώνουν στην Τύχη το σπουδαίο αυτό κατόρθωμα των «κόκκινων».

Θα είναι όμως οι ίδιοι οι παίκτες της Νότιγχαμ που θα αποδείκνυαν την επόμενη ακριβώς σεζόν σε όλους τους… άπιστους, πως δεν στάθηκαν απλά τυχεροί αλλά πλέον ανήκαν επίσημα στο πάνθεον του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και είχαν έρθει για να μείνουν.

Ο δρόμος για τη Μαδρίτη

Και πως θα αποδείκνυε η Νότιγχαμ πως είχε έρθει για να μείνει αν δεν κατάφερνε να υπερασπιστεί τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης, σε μία χρονιά που ο τελικός θα διεξαγόταν στο «σπίτι» της ομάδας που είχε γράψει ιστορία στον θεσμό έχοντας κατακτήσει έξι τρόπαια, που δεν ήταν άλλη από τη Ρεάλ Μαδρίτης.

Η σεζόν κυλούσε με ιδιαίτερο άγχος για τους «κόκκινους», οι οποίοι έφεραν πλέον στις πλάτες τους το βάρος των πρωταθλητών Ευρώπης. Τα πρώτα χαμόγελα για την ομάδα του Κλαφ ήρθαν περίπου στα μέσα της χρονιάς όταν και κατάφερε να κατακτήσει το Σούπερ Καπ Ευρώπης απέναντι στη Μπαρτσελόνα, τρόπαιο που «αντικατέστησε» το χαμένο Λιγκ Καπ, στου οποίου τον τελικό λίγες εβδομάδες αργότερα, ηττήθηκε από τη Γουλβς στις λεπτομέρειες.

Το τρόπαιο που ήθελε όμως να σηκώσει πραγματικά δεν ήταν κανένα από αυτά. Τη γλύκα του Λιγκ Καπ την είχε ξανανιώσει, άλλωστε. Αυτή όμως του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου όσες φορές και να τη γευόταν δεν θα της αρκούσε. Γι’ αυτό και θα θυσίαζε οτιδήποτε για να φτάσει ξανά στην κορυφή. Σε εκείνη την κορυφή που είχε σκαρφαλώσει τον προηγούμενο Μάιο στο Μόναχο. Αυτή την κορυφή δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Όποιο και αν ήταν το τίμημα. Ακόμα και αν χρειαζόταν να αναβάλλει την άνοδό της στην Πρέμιερ Λιγκ. Ήταν ένας ορατός στόχος άλλωστε αφού την προηγούμενη σεζόν είχε τερματίσει δεύτερη χάνοντας για λίγο το «τραίνο» για τα μεγάλα σαλόνια του αγγλικού ποδοσφαίρου. Εκείνη τη χρονιά όμως δεν σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό ίσως κανείς δεν παραπονέθηκε που περιορίστηκε στην πέμπτη θέση της βαθμολογίας. Ήταν ένα τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να κάνει το ευρωπαϊκό της όνειρο πραγματικότητα. Για δεύτερη φορά.

Και έτσι έγινε. Στο δρόμο της βρήκε εμπόδια που έμοιαζαν ανυπέρβλητα. Είχε όμως τον «αέρα» της πρωταθλήτριας Ευρώπης. Αυτόν τον «αέρα» που θα παρέσερνε οποιοδήποτε αντίπαλο έβρισκε στο διάβα της.

Τα πρώτα σκαλοπάτια της τεράστιας σκάλας προς την κορυφή, η Νότιγχαμ κατάφερε να τα ανέβει σχετικά εύκολα. Πρώτα είχε σειρά η σουηδική Όστερ. «Συμπατριώτισσα» της περσινής αντιπάλου της στον τελικό, Μάλμε. Φυσικά, καμία σύγκριση δυναμικής. Με μία νίκη και μία ισοπαλία, οι «κόκκινοι» πήραν το εισιτήριο για την επόμενη φάση όπου βρήκαν απέναντι τους την αδύναμη Άργκες Πίτεστι από τη Ρουμανία. Με νίκη εντός αλλά και εκτός έδρας, η ομάδα του Κλαφ έδειχνε ικανή να κυνηγήσει τη δεύτερη κατάκτησή της στο θεσμό.

Επόμενη στάση, Βερολίνο. Αντίπαλος, η Ντινάμο Βερολίνου. Θεωρητικό φαβορί, οι «κόκκινοι» του Νότιγχαμ. Η υπερβολική αυτοπεποίθησή τους, ωστόσο, παραλίγο να τους κοστίσει. Η γερμανική ομάδα κατάφερε όχι μόνο να υποχρεώσει τους πρωταθλητές Ευρώπης στην πρώτη τους ήττα για το Ευρωπαϊκό Κύπελλο, αλλά και μέσα στο ίδιο τους το «σπίτι».

Η «φανέλα» όμως της Νότιγχαμ δεν είχε μιλήσει ακόμα. Δεν είχε χρειαστεί. Όταν όμως χρειάστηκε, μίλησε. Ο Κλαφ μετέτρεψε την ήττα της ομάδας του σε ηθικό δίδαγμα για τους παίκτες του, οι οποίοι εμφανίστηκαν σαφώς βελτιωμένοι στη ρεβάνς της γερμανικής πρωτεύουσας και επιβάλλοντας τον ρυθμό τους σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, κατόρθωσαν εν τέλει να επικρατήσουν με 3-1 και να πάρουν το εισιτήριο της πρόκρισης στους ημιτελικούς.

Ο «Αίαντας», η Τύχη και το… καθήκον

Η Νότιγχαμ πλέον είχε φτάσει στις τέσσερις καλύτερες ομάδες του θεσμού. Η μεγάλη στιγμή για να διεκδικήσει την παρουσία της στον τελικό της Μαδρίτης είχε φτάσει. Το μόνο που τη χώριζε από το μεγάλο ραντεβού της Ισπανίας άκουγε στο όνομα του Άγιαξ.

Ο «Αίαντας» φάνταζε φόβητρο μπροστά σε μία ομάδα που δεν αγωνιζόταν καν στην Πρέμιερ Λιγκ. Φόβητρο που όμως κατορθώθηκε να ξεπεραστεί χάρη στην εντός έδρας επικράτηση των «κόκκινων» στο πρώτο παιχνίδι του ζευγαριού. Ο επαναληπτικός της Ολλανδίας, έφερε τη δεύτερη ήττα για την ομάδα του Κλαφ, με τον Άγιαξ να επικρατεί με 1-0, σκορ που όμως δεν του επέτρεψε να προκριθεί στον τελικό.

Το μεγάλο «δώρο», ωστόσο, για τη Νότιγχαμ δεν ήταν το «χρυσό» εισιτήριο της 28ης Μαΐου. Ήταν το αποτέλεσμα του άλλου ζευγαριού ανάμεσα στο Αμβούργο και την πολυνίκη του θεσμού, τη Ρεάλ Μαδρίτης. Οι «μερέγχες» με έξι κατακτήσεις και τον τελικό να φιλοξενείται στην έδρα τους, ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Και στο πρώτο παιχνίδι το απέδειξαν, επικρατώντας των αντιπάλων τους με 2-0. Σκορ ικανό να τους δώσει την πρόκριση για τον τελικό.

Το Αμβούργο όμως είχε τελείως διαφορετική άποψη. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά όχι μόνο κατάφερε να αποκλείσει τη Ρεάλ αλλά το έκανε πράξη, διαλύοντάς τη με το ευρύ και επιβλητικό 5-1 στη ρεβάνς της Γερμανίας.

Το βράδυ εκείνο…

Το ραντεβού, κανονισμένο. Ο αντίπαλος, πολύ πιο βατός από αυτόν που περίμενε υπό φυσιολογικές συνθήκες. Το όνειρο έμοιαζε να παίρνει σάρκα και οστά πριν καν ολοκληρωθεί.

Ο Κλαφ είχε οδηγήσει την ομάδα του ξανά σε τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου και απείχε μόλις ενενήντα αγωνιστικά λεπτά από τη δεύτερη -και μάλιστα συνεχόμενη- κατάκτηση του βαρύτιμου αυτού τροπαίου.

Το ημερολόγιο έγραφε 28η Μαΐου 1980. Το «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» φιλοξενούσε πάνω από πενήντα χιλιάδες θεατές, που είχαν καταφθάσει για να παρακολουθήσουν την ομάδα του δάσους στην προσπάθειά της να σηκώσει τη δεύτερή της κούπα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή την ομάδα που μέχρι την προηγούμενη χρονιά δεν τη γνώριζε κανείς στη Γηραιά Ήπειρο και ένα χρόνο μετά είχε γράψει ήδη το δικό της κομμάτι στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

Στο χορτάρι, η Νότιγχαμ εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο προπονητής του Αμβούργου, Μπράνκο Ζέμπεκ, δεν είχε δώσει φανέλα βασικού, στο «θωρηκτό» των Γερμανών, Χορστ Χρούμπες και πίεσε από τα πρώτα λεπτά του αγώνα για να πετύχει το γκολ που θα την έβαζε σε ρόλο οδηγού στο παιχνίδι.

Το Αμβούργο όμως δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια και προσπάθησε να βρει το δρόμο για τα δίχτυα, με κύριους εκφραστές τον αρχηγό της ομάδας, Φέλιξ Μάγκατ και τον κάτοχο της «Χρυσής Μπάλας» του 1979, Κέβιν Κίγκαν.

Το παιχνίδι είχε αποκτήσει από τις πρώτες κιόλας στιγμές του, ένταση και ρυθμό, με τους «κόκκινους» να φτάνουν στο γκολ στο 20′ όταν ο Ρόμπερτσον επωφελήθηκε της αδράνειας των αντίπαλων αμυντικών και με ωραίο, χαμηλό σουτ εκτός περιοχής νίκησε τον Κάργκους, κάνοντας το 1-0 για την ομάδα του.

Η ομάδα του Ζέμπεκ δεν το έβαλε κάτω και προσπάθησε να πετύχει το γκολ της ισοφάρισης, που αυτομάτως θα την έβαζε ξανά στο «κόλπο» της κατάκτησης του τροπαίου. Όσες φάσεις όμως κι αν δημιούργησαν οι παίκτες του Αμβούργου, βρήκαν απέναντι τους τον, εξαιρετικό εκείνη τη βραδιά, Πίτερ Σίλτον, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει καίριες και σωτήριες επεμβάσεις που στέρησαν το πολύτιμο γκολ από τη γερμανική ομάδα, με αποκορύφωμα τα «stop» σε Κίγκαν, Νόγκλι και Καλτζ, των οποίων τα σουτ έδιωξε κυριολεκτικά με τις άκρες των δακτύλων του.

Η Νότιγχαμ δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς που είχε επιβάλλει στο παιχνίδι το Αμβούργο και περιορίστηκε σε έναν καθαρά αμυντικό ρόλο, προσπαθώντας όσο μπορούσε να διατηρήσει το προβάδισμά της. Και τα κατάφερε.

Το τελευταίο σφύριγμα του άρχοντα της αναμέτρησης τη βρήκε νικήτρια και πρωταθλήτρια Ευρώπης για δεύτερη -και συνεχόμενη- φορά στην ιστορία της. Είχε κάνει ξανά το όνειρό της πραγματικότητα. Είχε αποδείξει σε όσους είχαν αποδώσει το κατόρθωμά της στην Τύχη, πως έκαναν λάθος. Ήταν ξανά η κορυφαία ομάδα στην Ευρώπη. Έβλεπε τις θυσίες που είχε κάνει σε όλη τη σεζόν να αποδίδουν καρπούς. Στη θέα, άλλωστε, του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου, όλα είχαν ξεχαστεί. Σαν το παρελθόν να είχε σβήσει. Στη γυαλάδα του τροπαίου το μόνο που αντικατοπτριζόταν ήταν το παρόν. Και σε εκείνο το παρόν, η Νότιγχαμ ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης. Ξανά.