Ο “τρελός” του NBA
Ο Ντένις Ρόντμαν γίνεται σήμερα 56 χρονών, με το debut.gr να θυμάται μια από τις πιο μυθικές μορφές του NBA.
Ήταν μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του ΝΒΑ. Η τρέλα του, τα βαμμένα μαλλιά του και τα προβλήματά του με το νόμο έκαναν τον Ντένις Ρόντμαν… περιβόητο. Όλα αυτά, ωστόσο, ήταν απλώς η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι ότι ο Ρόντμαν υπήρξε ένας από τους καλύτερους ριμπάουντερ (αν όχι ο καλύτερος), ένας από τους κορυφαίους αμυντικούς στην ιστορία του ΝΒΑ – αφού μπορούσε να μαρκάρει από τον Μάικλ Τζόρνταν μέχρι τον Σακίλ Ο’Νιλ – αλλά και ένας πραγματικός νικητής.
Σίγουρα, ο 56χρονος πλέον παλαίμαχος φόργουορντ δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ίσως όμως ακριβώς για αυτό τον λόγο να κατάφερε τόσα πολλά πράγματα στην ζωή του: Επειδή, πάνω από όλα, ήταν ξεχωριστός. Με όποιον τρόπο μπορεί να βάλει κάποιος στο μυαλό του. Και αυτή είναι η ιστορία του.
Πηγαίνοντας στο ντραφτ του 1986, όντας ήδη 25 ετών, κανείς δεν ήξερε τι να περιμένει από τον Ρόντμαν. Εξαίρεση ωστόσο σε αυτή τη λογική αποτέλεσαν οι Πίστονς, οι οποίοι τον είχαν δει στο γνωστό τουρνουά του Πόρτσμουθ(ένα τουρνουά που αγωνίζονται μόνο παίκτες που είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο σπουδών τους), όπου ο ο Ρόντμαν αναδείχτηκε πολυτιμότερος παίκτης. Και φρόντισαν να αιφνιδιάσουν πολύ κόσμο, επιλέγοντάς τον στο Νο27. Το ΝΒΑ τον περίμενε.
Πηγαίνοντας σε μία ομάδα με ξεκάθαρη αμυντική ταυτότητα, ο Ρόντμαν προσαρμόστηκε άμεσα, καταφέρνοντας μόλις στην δεύτερη σεζόν του (1987/88) να γίνει πολύτιμος στο Ντιτρόιτ, έχοντας 11.6 πόντους (ρεκόρ καριέρας) και 8.7 ριμπάουντ μέσο όρο, κερδίζοντας παράλληλα την φήμη του σκληρού αμυντικού. Βασικά, ήταν ο πιο σκληρός αμυντικός της πιο σκληρής αμυντικής ομάδας του ΝΒΑ, με τους Πίστονς να κερδίζουν το παρατσούκλι “Bad Boys” χάρη στο σκληρό παιχνίδι τους. Και στη μέση όλων αυτών βρισκόταν ο Ρόντμαν!
Στο Ντιτρόιτ o Ρόντμαν έμελλε να μείνει τελικά 7 σεζόν (1986-1993), κατακτώντας δύο πρωταθλήματα (1989, 1990). Όσο περνούσε ο καιρός, ωστόσο, η σχέση του με τους Πίστονς γνώρισε φθορά, κυρίως επειδή ο 31χρονος πλέον φόργουορντ είχε και προσωπικά προβλήματα (ετοιμαζόταν να πάρει διαζύγιο από την πρώτη σύζυγό του και έφτασε κατά δήλωσή του μία ανάσα από την αυτοκτονία το 1993), με το Ντιτρόιτ να αποφασίζει τελικά να τον παραχωρήσει με ανταλλαγή στους Σπερς το καλοκαίρι του 1993, παρά το γεγονός ότι εκείνη την σεζόν είχε αναδειχθεί (για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά) πρώτος ριμπάουντερ του ΝΒΑ, έχοντας τον απίστευτο μέσο όρο των 18.3 ριμπάουντ ανά αγώνα!
Στο Σαν Αντόνιο οι Σπερς ονειρευόντουσαν ότι ο Ρόντμαν θα συνέθετε ένα αχτύπητο δίδυμο με τον Ντέιβιτν Ρόμπινσον κάτω από τα καλάθια. Αυτό που δεν μπορούσαν να φανταστούν ωστόσο είναι ότι τη διετία (1993-1995) που θα έμενε ο Ρόντμαν στην ομάδα θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από ότι άλλοι παίκτες σε μία ολόκληρη σεζόν!
Ο 32χρονος πλέον φόργουορντ έδειξε από νωρίς τις προθέσεις του, εμφανιζόμενος στον πρώτο αγώνα της χρονιάς με ξανθά μαλλιά, ενώ στην συνέχεια αποφάσισε σχεδόν σε κάθε παιχνίδι να τα βάφει και άλλο χρώμα! Παράλληλα, διατήρησε δεσμό για μερικούς μήνες με την Μαντόνα, τσακωνόταν με διαιτητές και ήταν… τελείως στον κόσμο του! Ακόμα κι έτσι, πάντως, κατάφερε να αναδειχθεί ξανά πρώτος ριμπάουντερ του ΝΒΑ (με 17.3 ανά αγώνα, έχοντας ακόμα 4.7 πόντους μέσο όρο) και να κερδίσει μία θέση στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα της Λίγκας. Η συνέχεια ωστόσο θα ήταν… χειρότερη.
Την σεζόν 1994/95 ο Ρόντμαν αγωνίστηκε μόλις σε 49 αγώνες, αφού κάποιες διαφωνίες του με την διοίκηση των Σπερς στην αρχή της σεζόν και ένα ατύχημα με μηχανή στην συνέχεια (όπου έβγαλε τον ώμο του) περιόρισαν την δράση του. Με το Σαν Αντόνιο να έχει πάντως το καλύτερο ρεκόρ στο ΝΒΑ (62-20), τον Ντέιβιντ Ρόμπινσον να σαρώνει τα βραβεία (MVP της Regular Season, μέλος της καλύτερης 5αδας του ΝΒΑ, αλλά και της καλύτερης αμυντικής πεντάδας της Λίγκας παρέα με τον Ρόντμαν), πολλοί πίστευαν ότι στα πλέι-οφ θα άλλαζαν όλα. Αμ δε…
Η Postseason της σεζόν 1994/95 ήταν τραυματική για τους Σπέρς, που παρά το γεγονός ότι είχαν πλεονέκτημα έδρας στους τελικούς της Δύσης είδαν τον Χακίμ Ολάουζον να κάνει πλάκα στους Ρόμπινσον και Ρόντμαν, οδηγώντας τους Ρόκετς στους τελικούς του ΝΒΑ με 4-2 νίκες. Και ο έκτος αγώνας της σειράς με το Χιούστον θα ήταν και ο τελευταίος του Ρόντμαν με την φανέλα των Σπερς, αφού τον Οκτώβριο του 1995 το Σαν Αντόνιο τον παραχώρησε με ανταλλαγή στους Μπουλς.
Στο Σικάγο o Ρόντμαν θα έβρισκε την μπασκετική Ιθάκη του. Παίζοντας στο πλευρό των Μάικλ Τζόρνταν και Σκότι Πίπεν, ο ιδιόρρυθμος φόργουορντ ήταν βασικό γρανάζι στην ονειρεμένη σεζόν 1995/96 των Μπουλς, βοηθώντας το Σικάγο να ολοκληρώσει την κανονική περίοδο με ρεκόρ 72-10, ενώ ήταν πολύτιμος και στην πορεία μέχρι το πρωτάθλημα του 1996. Και δεν θα σταματούσε εκεί.
Την διετία που ακολούθησε (1996-1998), ο Ρόντμαν συνέχισε να κάνει τα… δικά του εντός και εκτός παρκέ. Τεχνικές ποινές, βαμμένα μαλλιά, νέα ραντεβού με την Μαντόνα, κλώτσησε κάμεραμαν σε έναν αγώνα και πλήρωσε 200.000 δολάρια αποζημίωση, εξέδωσε βιβλίο και εμφανίστηκε στην παρουσίαση φορώντας… νυφικό, πάλεψε με τον Χάλκ Χόγκαν κατά την διάρκεια (!) των τελικών του ΝΒΑ του 1998, ωστόσο την ίδια στιγμή παρέμενε αποδοτικός.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να κερδίσει ακόμα δύο πρωταθλήματα (1997, 1998), αλλά και δύο τίτλους πρώτου ριμπάουντερ, φτάνοντας τις 7 σερί κατακτήσεις στην σχετική κατηγορία! Η σεζόν 1997/98, πάντως, ήταν και η τελευταία του στο Σικάγο. Μετά τα lockout του 1998 οι Μπουλς αποφάσισαν να διαλύσουν την ομάδα τους, με τον Ρόντμαν, στα 37 του χρόνια πλέον, να βρίσκεται σε αναζήτηση νέας μπασκετικής στέγης.
Το φινάλε της καριέρας του Ρόντμαν δεν ήταν αντίστοιχο της πορείας του στο ΝΒΑ, αλλά σίγουρα ήταν αντίστοιχο της… τρέλας του. Την σεζόν 1998/99 θα συμφωνούσε με τους Λέικερς, που ήλπιζαν ότι στο πρόσωπό του θα έβρισκαν το ιδανικό στήριγμα για την τριάδα των Σακίλ Ο’Νιλ, Κόμπι Μπράιαντ και Γκλεν Ραις. Έπειτα από μόλις 23 αγώνες, ωστόσο, μην αντέχοντας άλλο τα καμώματά του, τον άφησαν ελεύθερο.
Έναν χρόνο αργότερα, ο απόφοιτος του Κολεγίου του Southeastern Oklahoma State υπέγραψε συμβόλαιο με τους Μάβερικς, με τις φήμες να τον θέλουν να μένει στο σπίτι του ιδιοκτήτη της ομάδας, Μάρκ Κούμπαν! Ούτε στο Ντάλας όμως θα έμενε πολύ. Για την ακρίβεια έμεινε λιγότερο από ένα μήνα (από τις 9 Φεβρουαρίου 2000 έως και τις 7 Μαρτίου 2000), παίζοντας μόλις σε 12 αγώνες, καταφέρνοντας να αποβληθεί σε δύο από αυτούς, πριν τελικά οι Μαβς λύσουν το συμβόλαιό του.
Και κάπως έτσι, άδοξα, μπήκε ένα τέλος στην πορεία του “Ντένις του τρομερού” στο ΝΒΑ. Μία πορεία γεμάτη σκαμπανεβάσματα, τρελές στιγμές, πάρα πολλά ριμπάουντ, απίστευτες άμυνες και καμία βαρετή στιγμή. Και όλα αυτά ακριβώς είναι που τον βοήθησαν τελικά να μπει στο Hall Of Fame το 2011. Χρόνια πολλά Ντένις!