O πρώτος και τελευταίος “χρυσός” πορτιέρο
Ο μυθικός γκολκίπερ της Σοβιετικής Ένωσης, Λεβ Γιασίν, παραμένει ο μοναδικός τερματοφύλακας που έφτασε στην κατάκτηση της «Χρυσής Μπάλας».
H διαδικασία της απονομής της χρυσής μπάλας τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι έχει χάσει την αίγλη της, καθώς από το 2008 το ενδιαφέρον μονοπωλούν ο Κριστιάνο Ρονάλντο με 4 τρόπαια και ο Λιονέλ Μέσι με 5 κατακτήσεις. Αν και πράγματι στις περισσότερες περιπτώσεις οι συγκεκριμένοι θρύλοι άξιζαν και με το παραπάνω το συγκεκριμένο βραβείο, τα αξιοκρατικά κριτήρια με βάση τα οποία απονέμεται η χρυσή μπάλα φαίνεται να έχουν χαθεί με το κομμάτι του μάρκετινγκ και της εμπορικότητας του ποδοσφαιριστή να τα αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό.
Μία ακόμη παρατήρηση που μπορεί να κάνει κάποιος σχετικά με τους κατόχους της χρυσής μπάλας είναι ότι αποτελεί σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των επιθετικών και των μέσων, οι οποίοι έχουν ευλογηθεί να είναι αυτοί που στέλνουν τη μπάλα στα δίχτυα. Όσον αφορά τους αμυντικούς είναι γεγονός ότι η προσφορά τους είναι υποτιμημένη, καθώς τα τελευταία 30 χρόνια μόνο ο Φάμπιο Καναβάρο, το 2006 και ο Ματίας Ζάμερ, το 1996 έχουν γευτεί τη χαρά τη συγκεκριμένης ατομικής διάκρισης.
Ωστόσο, αν υπάρχει μία θέση στο ποδόσφαιρο που αφήνει πάντοτε παραπονεμένο η απονομή της χρυσής μπάλας αυτή είναι του γκολκίπερ. Εξάλλου, όπως αναφέρει ένα λαϊκό ρητό, ο τερματοφύλακας δεν μπορεί να κερδίσει ένα παιχνίδι αλλά να το σώσει. Για του λόγου το αληθές, ο μόνος γκολκίπερ που κατάφερε να σπάσει το κατεστημένο των μεσοεπιθετικών κατακτώντας τη χρυσή μπάλα ήταν το 1963 ο θρυλικός πορτιέρο της Ντιναμό Μόσχας και της Σοβιετικής Ένωσης, που μεσουρανούσε τη δεκαετία του 50΄και του 60, Λεβ Γιασίν.
Ειδικότερα, ο Σοβιετικός ποδοσφαιριστής γεννήθηκε στις 22 Οκτώβρη του 1929 και παρόλο που χρειάστηκε σε ηλικία 12 ετών να εργαστεί σε εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού σε μία περίοδο όπου ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, κατόρθωσε μετά από το σύντομο πέρασμα του και από το χόκεϊ να γίνει ο τερματοφύλακας που θα συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον στον 20o αιώνα στην εξέλιξη της θέσης του γκολκίπερ.
Ο Λεβ Γιασίν κατόρθωσε χάρη στα τρομακτικά αθλητικά του προσόντα να διαφημίσει το άγνωστο μέχρι εκείνη την εποχή ποδόσφαιρο της Ανατολικής Ευρώπης γιγαντώνοντας το μύθο του μέσω των εμφανίσεων του με τη φανέλα της Σοβιετικής Ένωσης και την Ντιναμό Μόσχας, την εστίας της οποίας υπερασπίστηκε σε όλη την καριέρα του (22 χρόνια). Ειδικότερα, χάρη στις εξόδους του, τα απίστευτα αντανακλαστικά του με τα οποία κάλυπτε ολόκληρη την εστία και την ικανότητα να διευθύνει το παιχνίδι από πίσω φωνάζοντας στους συμπαίκτες τους τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινηθούν μέσα στο γήπεδο μπόρεσε να αναβαθμίσει τον μέχρι τότε περιορισμένο ρόλο του τερματοφύλακα.
Ο ίδιος επινόησε την “πάσα Γιασίν” με την οποία κάθε φορά που μπλόκαρε τη μπάλα ξεκινούσε τις αντεπιθέσεις της ομάδας του με τις μακρινές πάσες ακριβείας που ξεκινούσαν από τα χέρια του. Χαρακτηριστικό της μυθολογίας που έχει δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του είναι ότι λέγεται πως έχει αποκρούσει στην καριέρα του 150 τέρματα, προκαλώντας τον τρόμο σε όσους έστηναν τη μπάλα στα 11 βήματα της μεγάλης περιοχής. O ίδιος, άλλωστε, είχε δηλώσει ότι υπάρχουν ελάχιστα πράγματα που συγκρίνονται με μία απόκρουση πέναλτι: “Η χαρά να βλέπεις τον Γιούρι Γκαγκάριν στο διάστημα είναι η μόνη που μπορεί να ξεπεράσει την χαρά από την απόκρουση ενός πέναλτι”
Σε επίπεδο τίτλων η τροπαιοθήκη του είναι γεμάτη από ασημικά τόσο σε συλλογικό και εθνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, με τη φανέλα της Ντιναμό Μόσχας πανηγύρισε 5 φορές το Σοβιετικό πρωτάθλημα ενώ γεύτηκε 3 φορές τη χαρά της κατάκτησης του Σοβιετικού Κυπέλλου. Ωστόσο, η καταξίωση ήρθε κυρίως μέσω των επιτευγμάτων του με το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα με το οποίο αμφισβήτησε την κυριαρχία των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών συμπληρώνοντας 78 συμμετοχές και αντικρίζοντας την εστία του να παραβιάζεται 70 φορές. Έτσι, το 1956 για λογαριασμό της Σοβιετικής Ένωσης φόρεσε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης ενώ το 1960 οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Παράλληλα, σε τρεις συμμετοχές του σε Παγκόσμιο Κύπελλο το 1958, το 1962 και το 1966 έφτασε δις στα προημιτελικά και μία φορά στα ημιτελικά αντίστοιχα. Το 1970 σε ηλικία 40 ετών βρέθηκε στο Μουντιάλ του Μεξικό αναλαμβάνοντας χρέη τρίτου γκολκίπερ και βοηθού προπονητή αλλά δε συμπλήρωσε καμία συμμετοχή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Μουντιάλ του 1962 πληγώθηκε ο εγωισμός και η φήμη του, καθώς μετά από δικά του λάθη η Σοβιετική Ένωση αποκλείστηκε στα προημιτελικά της διοργάνωσης από την Κολομβία δεχόμενη τη βαριά ήττα με 4-1. Ωστόσο, όσες φορές και αν έπεφτε ο Λεβ Γιασίν τόσες φορές και μία παραπάνω εκτινασσόταν για να λειτουργήσει ως φύλακας άγγελος της εστίας που υπερασπιζόταν.
Κορυφαία στιγμή της καριέρας του αποτέλεσε η απονομή της χρυσής μπάλας από το France Football to 1963, όταν και έγινε ο πρώτος και τελευταίος γκολκίπερ μέχρι σήμερα που θα γινόταν κάτοχος της εν λόγω ατομικής διάκρισης. Την ίδια χρονιά ως μέλος της μικτής ενδεκάδας κόσμου με αντίπαλο την εθνική Αγγλίας, στο Γουέμπλεϊ, πραγματοποίησε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας του. Προς τιμήν του, μάλιστα, η FIFA εγκαθίδρυσε το βραβείο Λεβ Γιασίν, το οποίο δίνεται στον κορυφαίο “άσο” μετά τη λήξη κάθε διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου. Παράλληλα, το 2000 η παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου τον ανακήρυξε κορυφαίο τερματοφύλακα του 20ου αιώνα.
Η “μαύρη αράχνη”, όπως είχε ονομαστεί λόγω της μαύρης εμφάνισης που φορούσε από την κορυφή μέχρι τα νύχια κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του γάντια το 1970 έχοντας συμπληρώσει 812 παιχνίδια στην καριέρα του, από τα οποία τα 480 έληξαν με τον ίδιο να διατηρεί ανέπαφη την εστία του. Το “απόρθητο τοίχος” άφησε την τελευταία του πνοή το 1990 και ενώ είχε προηγηθεί ο ακρωτηριασμός του ποδιού του το 1986 λόγω επιπλοκών που είχαν παρουσιαστεί μετά από ένα χειρουργείο στο γόνατό του.
Φτάνοντας στο σήμερα, αντάξιοι διάδοχοι του Λεβ Γιασίν θεωρούνται ο Ίκερ Κασίγιας, ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν και ο Εμμάνουελ Νόιερ με τον τελευταίο να φτιάχνει το δικό του μύθο, καθώς κατόρθωσε να δώσει μία νέα διάσταση στον ρόλο του τερματοφύλακα καθιστώντας αναγκαία την συμμετοχή του στην επιθετική ανάπτυξη της ομάδας. Ο Γερμανός γκολκίπερ της Μπάγερν Μονάχου, μάλιστα, έφτασε πολύ κοντά στην επανάληψη του επιτεύγματος του Λεβ Γιασίν, καθώς το 2014 αναδείχθηκε τρίτος στη ψηφοφορία της χρυσής μπάλας πίσω από τον Λιονέλ Μέσι και τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Ακόμα πιο κοντά (2η θέση) είχε φτάσει ο παλαίμαχος γκολκίπερ των “βαυαρών”, Όλιβερ Καν, χάνοντας στο νήμα το τρόπαιο από τον Μάικλ Όουεν και τον Ρονάλντο το 2001 και το 2002 αντίστοιχα.