Το Debut.gr γυρνά πίσω τον χρόνο και θυμάται έναν από τους κορυφαίους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές, τον Ζίκο.

Στο κοινό της Ελλάδας είναι γνωστός από το πέρασμά του από την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού τη σεζόν 2009-2010. Η παγκόσμια ποδοσφαιρική κοινότητα τον γνωρίζει ως Άρθουρ Αντούνες Κοΐμπρα ή αλλιώς, Ζίκο.

Who is who

Γεννηθείς το Μάρτιο του 1953 στο Ρίο Ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, ο Ζίκο προερχόταν από καθαρά ποδοσφαιρική οικογένεια, αφού έβλεπε από μικρό παιδί τους αδερφούς του να «κυνηγούν» το… τόπι για λογαριασμό επαγγελματικών ομάδων. Ο ίδιος ο Ζίκο ένιωσε την μαγεία της στρογγυλής θεάς μόλις στα επτά του χρόνια όταν και εντάχθηκε στις ακαδημίες της Φλαμένγκο, που έμελλε να γίνει η μεγάλη του αγάπη.

Στα τμήματα υποδομής της Φλαμένγκο, ο νεαρός τότε Άρθουρ παρέμεινε δώδεκα χρόνια, μέχρι δηλαδή τα 19 του χρόνια. Η Φλαμένγκο, ωστόσο, είχε ξεχωρίσει το ταλέντο του Ζίκο και δεν άργησε να του εμπιστευτεί μία θέση στην ομάδα ανδρών, αφού το μακρινό 1971, πριν καν κλείσει τα 20 του, υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο για την «Φλα».

Ο τότε προπονητής του, μάλιστα, Φλέιτας Σόλιτς, ήταν αυτός που πίστεψε στις δυνατότητες του Ζίκο και παρά τις αμφιβολίες και του ίδιου του παίκτη για την ιδιαίτερη σωματοδομή του, κατάφερε με σκληρή προπόνηση και αυστηρή διατροφή να αναδείξει τις τεχνικές δεξιότητες του. Και πράγματι έτσι έγινε. Ο Ζίκο παρέμεινε στην Φλαμένγκο για δώδεκα χρόνια μετρώντας 212 συμμετοχές και έχοντας «πυροβολήσει» τα αντίπαλα δίχτυα 123 φορές.

Το εισιτήριο για την Ευρώπη

Οι σπουδαίες επιδόσεις του Ζίκο στην πατρίδα του με την φανέλα της «Φλα», έκαναν γνωστό το όνομά του σε ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό κόσμο. Είχε προηγηθεί το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, στο οποίο ο Ζίκο ξεχώρισε για την Βραζιλία και ανέβασε τις μετοχές του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο. Έτσι λοιπόν δεν άργησε να έρθει για τον Ζίκο η «καταξίωση» για όλους τους ποδοσφαιριστές τότε, που δεν ήταν άλλη από την μεταγραφή στην Ευρώπη.

Ο Ζίκο είχε τεράστια… πέραση στην Ιταλία, με τις Ρόμα και Μίλαν να κονταροχτυπιούνται για το ποια θα τον κάνει δικό της, με την Ουντινέζε, ωστόσο, να είναι αυτή που κέρδισε την κούρσα για την απόκτησή του. Παρά τις αρχικές τριβές που υπήρχαν από την ιταλική ομοσπονδία ποδοσφαίρου για τα χρήματα της μεταγραφής, ο Ζίκο εν τέλει έγινε κάτοικος Ιταλίας για περίπου δύο σεζόν. Σε αυτή την περίοδο, ο Βραζιλιάνος επιθετικός κατάφερε να αγωνιστεί σε 39 παιχνίδια, σκοράροντας 22 τέρματα.

Η επιστροφή στη Βραζιλία και η Ιαπωνία

Καλή και άγια η Ευρώπη αλλά ο Ζίκο δεν άντεξε για πολύ μακριά από την πατρίδα του, στην οποία και επέστρεψε στα 32 του πλέον για λογαριασμό ποιας άλλης; Μα φυσικά της αγαπημένης του, Φλαμένγκο. Παρά το γεγονός ότι πλέον μετρούσε δεκαπέντε χρόνια στα γήπεδα, ο Ζίκο ακόμα και στα πρώτα του -άντα συνέχιζε να «φορτώνει» τα αντίπαλα δίχτυα αφού στα τέσσερα χρόνια που παρέμεινε στην δεύτερη θητεία του στην Φλαμένγκο, ο Ζίκο αγωνίστηκε 37 φορές, βάζοντας 12 γκολ.

Η τρέλα όμως του Βραζιλιάνου άσου δεν τελείωσε εκεί. Δύο χρόνια πριν πατήσει τα σαράντα του, παίρνει μία από τις πιο ανατρεπτικές αποφάσεις που μπορεί να πάρει κάποιος ποδοσφαιριστής -πόσω μάλλον του βεληνεκούς του Ζίκο-. Να μετακομίσει στην… ποδοσφαιρομάνα, Ιαπωνία για λογαριασμό της Κασίμα Άντλερς. Πολλοί βιάστηκαν να τον κατηγορήσουν για αυτή του την απόφαση αλλά ο Ζίκο, όπως πάντα, έδινε τις απαντήσεις του εντός των αγωνιστικών χώρων. Τρία χρόνια έμεινε στην ασιατική χώρα, αγωνίστηκε 45 φορές και σκόραρε άλλες 35.

Το 1994 και μετά από μία πλούσια καριέρα 23 ετών, τεσσάρων διαφορετικών ομάδων, τριών ηπείρων, 332 παιχνιδιών και 192 γκολ, ο Ζίκο αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του σε ηλικία 41 χρόνων.

Το κεφάλαιο «προπονητής»

Η αγάπη που είχε ο Ζίκο για την στρογγυλή θεά δεν μπορούσε να σταματήσει (κάτι που φάνηκε και από την ηλικία που έκλεισε την καριέρα του) και παρέμεινε στους αγωνιστικούς χώρους αλλά από το πόστο του προπονητή.

Η επιτυχία, ωστόσο, του Ζίκο στον τομέα της προπονητικής δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρισκόταν σε αναλογία με τα όσα πέτυχε ως ποδοσφαιριστής. Η μεγαλύτερή του διάκριση ήταν τα νταμπλ Τουρκίας και Ρωσίας που κατέκτησε με τις Φενέρμπαχτσε και ΤΣΣΚΑ Μόσχας το 2007 και 2009 αντίστοιχα. Μικρότερης σημασίας επιτυχίες ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου Ασίας με την Ιαπωνία το 2004, αλλά και το νταμπλ Ουζμπεκιστάν που πήρε με την Μπουνιοντκόρ.

Την περίοδο 2009-10 είχαμε την ευκαιρία να τον θαυμάσουμε από κοντά, όταν ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού, με το χαμένο πρωτάθλημα όμως να στέκεται ικανή αφορμή για να απομακρυνθεί από τους «ερυθρόλευκους». Η μοίρα τον οδήγησε στις εθνικές ομάδες και αυτή του Ιράκ το 2011 ενώ το 2013 ακολούθησε το σύντομο πέρασμά του από την Αλ-Γκαράφα, για να έρθει η τελευταία και πιο πρόσφατη συνεργασία του με την ινδική Γκόα.

Η Άποψη

Εν κατακλείδι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ζίκο αναμφίβολα ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους επιθετικογενείς ποδοσφαιριστές της ιστορίας του αθλήματος και πως αν δεν υπήρχαν τρανά ονόματα να συναγωνιστεί εντός των συνόρων της πατρίδας του όπως ο Πελέ, ο Ρονάλντο, ο Ρομάριο και αρκετοί άλλοι, θα μιλούσαμε για έναν από τους τρεις κορυφαίους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Σίγουρα, ωστόσο, βρίσκεται ανάμεσα στους κορυφαίους και ακόμα κι αν δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής σε κάποιον, κανείς δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσει την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, που τον έκανε να ασχολείται με αυτό από τα επτά του χρόνια μέχρι και τα εξηντατρία του!