Claudio Ranieri: Ο βασιλιάς που έγινε… βάτραχος
Ο Κλαούντιο Ρανιέρι αποτελέι παρελθόν από την τεχνική ηγεσία της Λέστερ και το Debut.gr θυμάται το «θαύμα» των «αλεπούδων» και το πέρασμα του Ιταλού από την Εθνική Ελλάδας. Γράφει ο Μανώλης Μακρόπουλος.
Ίσως τελικά, το ελληνικό ποδόσφαιρο, να μη διαφέρει τόσο πολύ, από εκείνο της Αγγλίας. Όχι στον αγωνιστικό τομέα, αλλά σε επίπεδο νοοτροπίας, διοικούντων, ίσως και οπαδών. «Μεγάλη κουβέντα», θα πει κάποιος! «Τρελή» θα πω εγώ, που πάντως την ασπάζομαι στη συγκεκριμένη περίσταση, μιας και δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσουν τη μέγιστη αχαριστία των διοικούντων της πρωταθλήτριας Αγγλίας.
Από την αρχή της τρέχουσας εβδομάδας, οι φήμες για αποχώρηση του Ρανιέρι οργίαζαν, ιδιαίτερα από πλευράς αγγλικών ΜΜΕ. Λίγα εικοσιτετράωρα πριν, η «βρώμα» αποδείχθηκε πραγματικότητα. Με κάθε επισημότητα, η Λέστερ ανακοίνωσε την απόλυση του ανθρώπου που την οδήγησε σε ένα από τα μεγαλύτερα παραμύθια της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής ιστορίας. Μια κίνηση, συνώνυμο – κατά τη γνώμη μου- της λέξης «αχαριστία»!
Αιτία; Η κακή αγωνιστική εικόνα της ομάδας, που από την κορυφή, βρίσκεται ελάχιστους βαθμούς πάνω από την επικίνδυνη ζώνη. Άλλη αιτία; Ο αποκλεισμός στο Κύπελλο, από την άσημη Μίλγουολ (αυτή κι αν ζει παραμύθι..!). Για το Τσάμπιονς Λίγκ; Ουδείς αναφέρθηκε, ουδείς παραπονέθηκε, αφού ο έμπειρος κόουτς «έστειλε» τη Λέστερ ως πρώτη στη φάση των «16», στην παρθενική συμμετοχή της στο θεσμό.
Η διοίκηση ευχαρίστησε τον Κλαούντιο, οι οπαδοί σοκαρισμένοι άρχισαν να ποστάρουν κατεβατά στα social media και να στέλνουν μηνύματα υποστήριξης, ενώ οι παίκτες – μάλλον- στηρίζουν τον πρώην προπονητή τους, και δηλώνουν συντετριμμένοι από την συγκεκριμένη απόφαση των ανωτέρων. Και λέω μάλλον, διότι – παρά τις δηλώσεις Βάρντι περί υποστήριξης- τα μέσα στο Νησί ισχυρίζονται πως οι ποδοσφαιριστές συνείσφεραν, ή μάλλον έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο «φάγωμα» του Ρανιέρι. Λογικά, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Στο θέμα μας τώρα. Στην αρχή του κειμένου, παραλληλίζω το ελληνικό ποδόσφαιρο, με εκείνο της Αγγλίας, από πλευράς νοοτροπίας, όπως ανέφερα. Όλοι θυμόμαστε την – κακήν κακώς- απομάκρυνση του Ιταλού από την τεχνική ηγεσία της «γαλανόλευκης». Τότε, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν – κατά βάση – οι ήττες από τα Νησιά Φερόε, τώρα, είναι θέμα που φαίνεται στο χρόνο. Οι δύο περιπτώσεις, μοιάζουν κατά πολύ. Στην πρώτη, εκείνη της Εθνικής Ελλάδος, – αν και ο ίδιος δεν έκανε παπάδες-, ο Ρανιέρι ανέλαβε μια πετυχημένη ομάδα, που προερχόταν από ένα δυνατό Παγκόσμιο Κύπελλο, και αποκλεισμό στα πέναλτι, από την Κόστα Ρίκα, στη φάση των ”16”. Ένα σύνολο με εξαιρετικό ρόστερ, φουρνιά παικτών με ευρωπαϊκές παραστάσεις. Κι όμως «κατάφερε» να την φτάσει στον πάτο. Με ήττες εντός και εκτός έδρας. Χαμένα ματς «εκτός προγράμματος», αλλά κυρίως «εκτός προγράμματος» (τρανό παράδειγμα, η ξεφτίλα…από τα Νησιά Φερόε).
Στη δεύτερη περίπτωση, ο ίδιος «κατόρθωσε» μόλις σε 9 (!) μήνες να μετατρέψει μια ομάδα, από πρωταθλήτρια στο -ομολογουμένως- πιο συναρπαστικό και αμφίρροπο πρωτάθλημα το κόσμου, σε υποψήφια για υποβιβασμό (μόνο η Σίτι έχει..καταφέρει κάτι ανάλογο, να πάρει πρωτάθλημα και στο καπάκι να πέσει κατηγορία). Και μάλιστα, χωρίς τεράστιες αλλαγές στο ρόστερ. Με απειροελάχιστες προσθήκες-αποχωρήσεις. Με ίδιο κορμό, ίδια φιλοσοφία, η φετινή Λέστερ, δεν έγινε ξαφνικά άλλη ομάδα, απλώς…κάνει αυτό που μπορεί. Και μου φαίνεται άκρως φυσιολογικό, αυτό που συμβαίνει την εφετινή σεζόν. Ας αναλογιστούμε την ξέφρενη πορεία του «πειρατικού» το 2004, όταν η επίσημη αγαπημένη κατέκτησε το Γιούρο, αλλά δύο χρόνια αργότερα, απουσίαζε από το Μουντιάλ της Γερμανίας. Η Ελλάδα, όπως και η Λέστερ, πρωταγωνίστησε σε ένα θαύμα, που άλλαξε το προφίλ της, την ανέβασε επίπεδο, αλλά δεν άλλαξε την πραγματικότητα. Γιατί… ως γνωστόν, θαύματα δε γίνονται συνέχεια.
Για να μην παρεκλείνω από τη γενική φιλοσοφία του άρθρου, επιστρέφω σ’εκείνα που θέλω να αποτυπώσω. In both situations, που λένε και στα ξένα, ο Ρανιέρι δε πήρε χρόνο από τα αφεντικά του. Με την Εθνική δεν συμπλήρωσε ούτε τετράμηνο (!), και τώρα οι «αλεπούδες», δε του δίνουν την ευκαιρία να σώσει τη χρονιά. Είναι απολύτως φυσιολογικό, πως έπειτα από μια ονειρική σεζόν, ουδείς στη Λέστερ δε περίμενε κάτι ανάλογο με αυτό που βλέπουμε να εξελίσσεται. Η αλήθεια είναι πως η πλειοψηφία των ποδοσφαιρόφιλων – αλλά και των δημοσιογράφων- «προέβλεπε» πως η ομάδα θα βρίσκεται στη μέση του βαθμολογικού πίνακα, και παράλληλα θα πραγματοποιήσει αξιόλογη πορεία στην Ευρώπη (κάτι που ήδη έκανε!).
Ο Ιταλός, δεν είναι κακός προπονητής. Όπως δεν είναι και στο top-10 των καλύτερων του κόσμου. Ειλικρινά πίστευα πως οι Άγγλοι, θα του φερθούν όπως – ο ίδιος κατάφερε να – του αρμόζει. Κ’όμως, συμπεριφέρθηκαν σαν τη δική μας… ΕΠΟ. Με πλήρη αχαριστία προς το πρόσωπό του. Και αν στη δική μας «κατηγορία» δεν είχε κάποιο αντεπιχείρημα, σε εκείνη των «αλεπούδων»… παραείχε!
Δίχως να αλλάξει το στυλ της ομάδας δίχως να απαιτήσει ηχηρές μεταγραφές, επεδίωξε αυτά που το ανατέθηκαν. Αξιοπρεπή πορεία στην Ευρώπη, το κάτι παραπάνω στο πρωτάθλημα. Στο ένα πέτυχε, στο άλλο, προφανώς όχι. Όμως η Λέστερ, δε βρίσκεται καν κάτω από τη ζώνη του υποβιβασμού. ούτε οι πιθανότητες για σωτηρία είναι εναντίον της. Σίγουρα, είναι τρομερά απογοητευτικό για τον καθένα, να βλέπει μια πρωταθλήτρια να κατρακυλάει, αλλά ούτε απίθανο είναι, ούτε περίεργο.
Η ασυλία της διοίκησης προς τον Ιταλό τελείωσε, ο Ρανιέρι αποτελεί παρελθόν, η Λέστερ αναζητά -αν δεν έχει βρει ήδη- τον αντικαταστάτη του, και κυνηγάει να σώσει τη χρονιά, την κατηγορία καλύτερα. Όπως προανέφερα, κανείς δε θα ξεχάσει το περσινό «παραμύθι», αντίθετα, η φετινή πορεία θα διαγραφεί γρήγορα. Η ομάδα θα αλλάξει σελίδα, ο Κλαούντιο θα «πετάξει» για άλλες πολιτείες. Και… δυστυχώς για το ποδόσφαιρο, η αχαριστία και έλλειψη εμπιστοσύνης προς το άτομο που ανέδειξε την ομάδα, την ανέβασε από το χαμηλότερο, στο ψηλότερο ράφι, αποδεικνύει τη μεγάλη ανικανότητα όσων «διοικούν» το ποδόσφαιρο.
Οπότε, ένας παραπάνω (αλήθεια, πόσοι υπάρχουν;) λόγος να μη γκρινιάζουμε για τα δικά μας..ρεζιλίκια, μιας και οι «φίλοι» μας από τη Βρετανία, με το προηγμένο (καμία ειρωνεία) επίπεδο, απέδειξαν περίτρανα πως η αχαριστία δεν υπολογίζει χώρες, επίπεδο, ιδεολογίες, αλλά είναι ανθρώπινη. Και είναι ότι χειρότερο (κατ’ εμέ), σ’αυτό τον κόσμο…