Η Σφαγή του Μονάχου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 απέδειξε ότι ο αθλητισμός αποτελεί εργαλείο διάδοσης πολιτικών θέσεων και αντιλήψεων.

Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα στα οποία ο αθλητισμός χρησιμοποιήθηκε ως μέσο άσκησης πολιτικής. Άλλοτε χρησιμοποιήθηκε προκειμένου ένα κράτος να βελτιώσει την εικόνα του στη διεθνή σκηνή και άλλοτε προκειμένου μία ομάδα ανθρώπων να περάσει το πολιτικό μήνυμα που επιθυμούσε αξιοποιώντας τη δημοφιλία των σπορ.

Όταν στην εξίσωση του αθλητισμού προστέθηκε και η κάλυψη των αθλητικών διοργανώσεων από τα Μέσα και κυρίως από την τηλεόραση, τότε έγινε αντιληπτή παγκοσμίως η δύναμη του. Ειδικότερα, μέσω της τηλεοπτικής κάλυψης παγκόσμιων αθλητικών γεγονότων, ο κάθε φορέας βρήκε το ισχυρότερο μέσο προκειμένου να προωθήσει δημόσια τις ιδεολογίες και τα πιστεύω του.

Αυτό το συνδυασμό επιχείρησε να εκμεταλλευτεί η τρομοκρατική οργάνωση “Μαύρος Σεπτέμβρης” προκειμένου να προωθήσει τα αιτήματά της και να γράψει την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Ειδικότερα, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1972 κατά την ενδέκατη μέρα διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου έλαβε χώρα η “Σφαγή του Μονάχου”, μία από τις πιο γνωστές τρομοκρατικές δράσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εκείνη την ημέρα 8 μέλη της οργάνωσης μπήκαν στα δωμάτιά της Ισραηλινής αποστολής στο Ολυμπιακό Χωρίο του Μονάχου και έπιασαν 9 Ισραηλινούς ομήρους. Η Γερμανία αρνήθηκε να διαπραγματευτεί τα αιτήματα των Παλαιστίνιων τρομοκρατών και η επιχείρηση διάσωσης κατέληξε σε τραγωδία με 17 νεκρούς.

Το πολιτικό υπόβαθρο πίσω από την τρομοκρατική ενέργεια:

Προτού ξετυλίξουμε το κουβάρι της τρομοκρατικής επίθεσης κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στο πολιτικό υπόβαθρο που οδήγησε στη “Σφαγή του Μονάχου”. Οι ρίζες της συγκεκριμένης τρομοκρατικής επίθεσης εντοπίζονται στη διαχρονική διαμάχη ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και τους Ισραηλινούς για την “ιερή” πατρίδα. Συγκεκριμένα, από το 1980, οι σχέσεις των δύο λαών είναι τεταμένες, καθώς αμφότερες επιθυμούν για θρησκευτικούς λόγους να έχουν στην επικράτειά τους, την Ιερουσαλήμ.

Το 1917 η διακήρυξη του πολιτικού της Μ. Βρετανίας, Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ, έριξε λάδι στην φωτιά. Συγκεκριμένα, η διακήρυξη προώθησε της ίδρυση μίας ισραηλινής πατρίδας στην Παλαιστίνη σε περίπτωση που οι Ισραηλινοί που ζούσαν στις ΗΠΑ, έπειθαν τους Αμερικάνους να μπουν στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο υπέρ των Συμμάχων. Με αυτόν τον τρόπο, οι δυτικές χώρες νομιμοποιούσαν το Ισραήλ έναντι των Παλαιστίνιων κάτι που προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις.

Μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, μία απόφαση των Ηνωμένων Εθνών ήρθε να ταράξει εκ νέου τα νερά. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πλάνο διχοτόμησης της Παλαιστίνης που εκπόνησε ο ΟΗΕ, το 1947, το Ισραήλ θα κατείχε το 56% της επικράτειας, το 43% θα άνηκε στα αραβικά κράτη ενώ η Ιερουσαλήμ θα αποτελούσε διεθνή ζώνη που θα ελέγχεται από τα Ηνωμένα Έθνη. Αυτή η εξέλιξη πυροδότησε εμφύλιο πόλεμο την περίοδο 1947-48, με το Ισραήλ να βγαίνει νικητής.

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι σημειώθηκε το 1967 στον “πόλεμο των 6 ημερών”. Τόσες μέρες χρειάστηκε το Ισραήλ για να εξουδετερώσει την Αίγυπτο, τη Συρία και την Ιορδανία (Αραβικές Χώρες) που είχαν συμμαχήσει προκειμένου να ξεκινήσουν πόλεμο στη γειτονική τους χώρα. Ωστόσο, πριν καν προλάβουν να αρχίσουν τις εχθροπραξίες, η αεροπορία του Ισραήλ με αφορμή την απειλή της εδαφικής τους ακεραιότητας εκμηδένισαν την αεροπορία της Αιγύπτου και αντέδρασαν αποτελεσματικά στις απαντήσεις των Ιορδανών και των Συρίων. Αυτή η νίκη του Ισραήλ ανάγκασε 300 χιλιάδες Παλαιστίνιους να βρουν καταφύγιο στην Ιορδανία. Πολλοί εξ΄αυτών στράφηκαν στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) για να γίνουν αργότερα μέλη του “Μαύρου Σεπτέμβρη”. H ήττα των Παλαιστινίων στον πόλεμο του 1967 τροποποίησε άρδην την τακτική τους, όσον αφορά την προσπάθεια αναγνώρισης της Παλαιστίνης ως ανεξάρτητου κράτους. Από την πείνα και την οικονομική εξαθλίωση αποφασίστηκε η οργάνωση τρομοκρατικών ενεργειών με σκοπό να προσελκύσουν την προσοχή της διεθνή σκηνής πάνω τους.

Οι Ο.Α του Μονάχου ως διπλωματική ευκαιρία για τη Γερμανία:

Κάπως έτσι φτάσαμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, στο Μόναχο που μαγνήτιζαν από τότε τα βλέμματα όλων των φίλων των σπορ, οι οποίοι περίμεναν με αγωνία τη διεξαγωγή της μεγαλύτερης γιορτής του αθλητισμού. Για τη Γερμανία, οι συγκεκριμένοι αγώνες ήταν ιδανική ευκαιρία να αποβάλλουν την ταμπέλα του στρατοκεντρικού κράτους που είχαν δημιουργήσει μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Βερολίνο, το 1936 και τα επακόλουθα εγκλήματα των ναζί. Γι΄αυτό το λόγο, τα μέτρα ασφαλείας στο Ολυμπιακό Χωρίο, στο οποίο διέμεναν οι αποστολές των ομάδων, ήταν χαλαρά και πολλές φορές οι αθλητές έρχονταν ή έφευγαν από το Χωριό χωρίς να προσκομίζουν την απαραίτητη ταυτότητα.

Οι διοργανωτές των Αγώνων ζήτησαν από τον Δυτικογερμανό ψυχολόγο Τζορτζ Σίμπερ να δημιουργήσει 26 σενάρια τρομοκρατίας που θα τους βοηθούσαν στο σχεδιασμό της ασφάλειας. Στην “Κατάσταση 21” που δημιούργησε, προέβλεψε με ακρίβεια την εισβολή ένοπλων Παλαιστινίων στα καταλύματα που διέμενε η αποστολή του Ισραήλ, με σκοπό να σκοτώσουν και να κρατήσουν ομήρους, ώστε να απαιτήσουν την απελευθέρωση των φυλακισμένων τους από το Ισραήλ και να φύγουν από τη Γερμανία με ένα αεροπλάνο. Οι διοργανωτές αρνήθηκαν να προχωρήσουν στην προετοιμασία για την “Κατάσταση 21” και των άλλων σεναρίων, έχοντας ως δεδομένο ότι αν φύλαγαν τους αγώνες, εναντιωνόταν στο στόχο των “Ανέμελων Αγώνων” χωρίς αυστηρά μέτρα ασφαλείας.

Ο αρχηγός της αποστολής του Ισραήλ, Σμουελ Λάλκιν, μάλιστα, είχε ήδη εκφράσει τους φόβους του για τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας πριν την έναρξη των Αγώνων. Ειδικότερα, είχε εκφράσει τις ενστάσεις του για την απόφαση των γερμανικών αρχών να στεγάσουν την ισραηλινή αποστολή σε ένα σχετικά απομονωμένο τμήμα του Ολυμπιακού Χωριού, σε ένα μικρό κτήριο κοντά στην πύλη.

Το χρονικό της “Σφαγής του Μονάχου”:

Υπό αυτό το κλίμα της χαλαρότητας, οι συνθήκες φάνταζαν ευνοϊκές για ένα τρομοκρατικό χτύπημα και τα μέλη του “Μαύρου Σεπτέμβρη” δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Έτσι, στις 4:30 τα ξημερώματα 8 μέλη ντυμένα ως άνθρωποι του προσωπικού του Ολυμπιακού Χωριού εισέβαλαν στο κτήριο της ισραηλινής αποστολής και συνέλαβαν 9 ομήρους. Κάποιοι από τους αθλητές και τους συνοδούς κατόρθωσαν να διαφύγουν αλλά ο προπονητής, Μόσι Γουάινμπεργκ και ο αρσιβαρίστας, Γιόσεφ Ρομάνο, δολοφονήθηκαν στην προσπάθειά τους να αφοπλίσουν τους τρομοκράτες. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό, ότι οι τρομοκράτες γνώριζαν υπερβολικά πολλές πληροφορίες σχετικά με τα δωμάτια στο οποία διέμενε ο κάθε Ισραηλινός αθλητής, δείγμα των ασθενών μέτρων ασφαλείας που είχαν πάρει οι γερμανικές αρχές.

Λίγες ώρες αργότερα, οι τρομοκράτες πέταξαν από το παράθυρο μία λίστα με τα αιτήματά τους. Ζητούσαν την απελευθέρωση 234 Παλαιστινίων που κρατούνταν από τους Ισραηλινούς, την αποφυλάκιση των Γερμανών τρομοκρατών Αντρέας Μπάαντερ και Ούλρικε Μάινχοφ, καθώς και την ασφαλή διαφυγή των ιδίων από τη Δυτική Γερμανία. Ο τότε Γερμανός καγκελάριος, Βίλι Μπραντ και η ισραηλινή πρωθυπουργός, Γκόλντα Μείρ, δεν υπέκυψαν στις πιέσεις και αντιπρότειναν στα μέλη του “Μαύρου Σεπτέμβρη” ένα χρηματικό ποσό και ασφαλή έξοδο από τη χώρα. Ωστόσο, οι τρομοκράτες δε δελεάστηκαν από τη συγκεκριμένη αντιπρόταση. Στο μεταξύ, κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων πραγματοποιήθηκε επιχείρηση διάσωσης των ομήρων χωρίς επιτυχία, λόγω της τηλεοπτικής της κάλυψης.

Έτσι, οι γερμανικές αρχές εκπόνησαν ένα πλάνο προκειμένου να παγιδεύσουν τους τρομοκράτες στο γερμανικό αεροδρόμιο. Ειδικότερα, θέλοντας να παραπλανήσουν τους τρομοκράτες τούς είχαν υποσχεθεί ότι θα τους επιτρέψουν τη διαφυγή από τη χώρα μαζί με τους ομήρους μέσω της αποβίβασης τους σε ένα αεροπλάνο που τους περίμενε. Κάπως έτσι, στις 22:00 οι τρομοκράτες μαζί με τους ομήρους αφού αρχικά χρησιμοποίησαν αυτοκίνητα μεταφέρθηκαν μέσω ελικοπτέρων στο γερμανικό αεροδρόμιο. Κατά την άφιξή τους, στις 22:30, ελεύθεροι σκοπευτές της γερμανικής αστυνομίας τους περίμεναν έχοντας παραταχθεί κατά μήκος της περιοχής με την εντολή να μην αφήσουν κανένα τρομοκράτη ζωντανό. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπήρχε επίσημο τμήμα ελεύθερων σκοπευτών και η στελέχωση για τη συγκεκριμένη αποστολή βασίστηκε στις αποδόσεις των συμμετεχόντων σε διαγωνισμούς.

Κατά την αυτοψία του γερμανικού αεροδρομίου, τα 8 μέλη του “Μαύρου Σεπτέμβρη” δεν άργησαν να αντιληφθούν το προχείρως ενορχηστρωμένο σχέδιο των γερμανικών αρχών, με συνέπεια να ξεκινήσει η ανταλλαγή πυρών ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο απολογισμός ήταν τραγικός, καθώς και οι 9 όμηροι δολοφονήθηκαν από τους τρομοκράτες, ενώ τη ζωή τους έχασαν δύο αστυνομικοί και τα 6 από τα 8 μέλη του “Μαύρου Σεπτέμβρη”.

Στις 29 Οκτωβρίου του 1972 ένα αεροσκάφος της Λουφτχάνσα, που εκτελούσε το δρομολόγιο Δαμασκός – Φρανκφούρτη υπέστη αεροπειρατεία και οι γερμανικές αρχές, ενδίδοντας στις απαιτήσεις των αράβων αεροπειρατών, απελευθέρωσαν τους τρεις επιζώντες παλαιστίνιους τρομοκράτες της Σφαγής του Μονάχου. Αυτοί βρήκαν καταφύγιο στη Λιβύη, αλλά δεν επέζησαν για πολύ. Εξολοθρεύτηκαν από τη Μοσάντ (ισραηλινή ΕΥΠ), στο πλαίσιο της επιχείρησης «Οργή Θεού».

“The Games must go on”:

Η “Σφαγή του Μονάχου” συγκλόνισε τη διεθνή κοινότητα, με αποτέλεσμα η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή να αποφασίσει να διακόψει προσωρινά τους Αγώνες, ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις από τις γερμανικές αρχές. Ο πρόεδρος της ΔΟΕ δήλωσε: “Η ειρήνη επλήγη από τις δολοφονίες που διέπραξαν οι τρομοκράτες. Το σύνολο του πολιτισμένου κόσμου καταδικάζει αυτό το έγκλημα. Σε ένδειξη σεβασμού προς τα θύματα αλλά και τους ομήρους, τα αγωνίσματα του απογεύματος θα διακοπούν”.

Ωστόσο, το οικονομικό διακύβευμα των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν τόσο μεγάλο που μετά την οργάνωση μίας επικήδειας τελετής από τη ΔΟΕ στο Ολυμπιακό στάδιο στη μνήμη των θυμάτων, ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Άβερι Μπρούνταζ είπε την ιστορική φράση: “The Games must go on”. Αυτή η φράση έχει μείνει στην ιστορία, διότι απεικονίζει το μέγεθος των συμφερόντων που διακυβεύονται πίσω από κάθε διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων.

Το πάθημα έγινε μάθημα:

Το τρομοκρατικό χτύπημα στο Μόναχο, δίδαξε τις επόμενες διοργανώτριες Ολυμπιακών Αγώνων τη σημασία της προστασίας των πρωταγωνιστών του προϊόντος τους. Έτσι, στους επόμενους Ο.Α. που έλαβαν χώρα στο Μόντρεαλ, το 1976, πάρθηκαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας για να αποφευχθούν παρόμοια περιστατικά. Χαρακτηριστικό του αντίκτυπου της “Σφαγής του Μονάχου” στην προτεραιότητα που δόθηκε στην εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των αγώνων είναι το γεγονός ότι το 2012, στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου ξοδεύτηκαν 2 δισεκατομμύρια ευρώ για την ασφάλεια, την ώρα που 40 χρόνια νωρίτερα είχαν ξοδευτεί μόλις 2 εκατομμύρια ευρώ.

Παράλληλα, η Γερμανία αναγνωρίζοντας γρήγορα τους λανθασμένους χειρισμούς τις κατά τη διάρκεια της επιχείρησης διάσωσης των ομήρων σχημάτισε την αντιτρομοκρατική οργάνωση GSG9, που φάνηκε χρήσιμη στην επόμενη απαγωγή αεροπλάνου της Lufthansa από παλαιστίνιους τρομοκράτες το 1977 και λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Συνοψίζοντας, η “Σφαγή του Μονάχου” αποτέλεσε ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα εμπλοκής της πολιτικής στον αθλητισμό και εκμετάλλευσης της δύναμης των Μέσων για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπών. Παράλληλα, το συγκεκριμένο τρομοκρατικό χτύπημα μας έδωσε την ευκαιρία να αντιληφθούμε την αλλαγή στη νοοτροπία και τη σκέψη της ΔΟΕ εξαιτίας της εμπορευματοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων με ό,τι συνεπάγεται αυτό.