Το Debut.gr και ο Γιώργος Ψύχας συνάντησαν τον Βαγγέλη Ιωάννου και συζήτησαν για την αθλητική δημοσιογραφία του σήμερα, τις επικρίσεις από τους προπονητές του... καναπέ και φυσικά τα παρατσούκλια.

Αν έχεις δει ποτέ παιχνίδι του Ολυμπιακού ή της Εθνικής Ελλάδος στο μπάσκετ δε γίνεται να μην τον ξέρεις. Ή ακόμα και αν δεν έχεις συγκρατήσει το όνομά του, λίγα δευτερόλεπτα περιγραφής του σε κάποιον αγώνα, αρκούν για να καταλάβεις ποιος είναι.

Ο λόγος φυσικά για τον Βαγγέλη Ιωάννου. Ένας από τους κορυφαίους Έλληνες δημοσιογράφους, λάτρης του καλού μπάσκετ –το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει συχνά πυκνά ως Εκκλησία- και αν μη τι άλλο πηγή αμφιλεγόμενων σχολίων σχετικά με τη δουλειά του. Γιατί; Γιατί τρελαίνεται να την κάνει. Παθιάζεται, ζει κάθε στιγμή του αγώνα και βγάζει έναν αυθορμητισμό αρκετά μακριά από την «παγωμάρα» αρκετών σπίκερ, που είναι και ένας από τους λόγους που βρίσκεται πολλές φορές στο στόχαστρο.

Το Debut.gr και ο Γιώργος Ψύχας συνάντησαν τον Βαγγέλη Ιωάννου στην Αρχαία Ολυμπία στα πλαίσια διαλέξεων για αθλητικούς συντάκτες και τον ρώτησαν για την πορεία του στη δημοσιογραφία, την Εθνική ομάδα και φυσικά τα περιβόητα παρατσούκλια που τον συνδέουν με πολλούς μπασκετμπολίστες.

Φωτογραφίες: Διονύσης Κουμαριώτης

-Ποιος είναι ο Βαγγέλης Ιωάννου; Πως ξεκίνησε όλο αυτό το ταξίδι για να βρίσκεται σήμερα στους κορυφαίους Έλληνες δημοσιογράφους;

«Κατ’ αρχήν είμαι αυτός που βλέπεις. Τίποτα διαφορετικό από εσένα δηλαδή. Ξεκίνησα από τη Γυμναστική Ακαδημία. Δεν υπήρχαν τότε τμήματα ή ολόκληρη σχολή Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Αυτά ιδρύθηκαν λίγο αργότερα. Όταν πέρασα εγώ στο Πανεπιστήμιο διάλεξα Γυμναστική Ακαδημία που ήταν η σχολή που ήθελα γιατί μου άρεσε ο αθλητισμός και από το τρίτο έτος και μετά υπήρχε επιλογή να ακολουθήσεις την αθλητική δημοσιογραφία. Φυσικά πάντα παράλληλα με την ειδικότητα μας. Εμένα η ειδικότητά μου ήταν μπάσκετ και κατόπιν επέλεξα την αθλητική δημοσιογραφία ως ειδικό μάθημα γιατί τότε είχαμε καθηγητές επαγγελματίες δημοσιογράφους και αθλητικούς συντάκτες που έκαναν κάποιες ώρες μάθημα στο Πανεπιστήμιο.

Πριν ολοκληρώσω ακόμα τις σπουδές μου άρχισα να δουλεύω επαγγελματικά. Τα χρόνια της Θεσσαλονίκης ήταν πολύ ωραία χρόνια γιατί συνδυάστηκαν με μία σπουδαία εποχή πολύ σημαντικών επιτευγμάτων για τις ομάδες της πόλης. Ξεχώρισε φυσικά ο Άρης που τη δεκαετία του ’80 έκανε το μεγάλο ρεκόρ με τις 80 σερί νίκες, με τα επτά συνεχόμενα πρωταθλήματα και τα τρία φάιναλ φορ. Από κοντά βέβαια και ο ΠΑΟΚ με τα δύο ευρωπαϊκά, το ’92 στη Γενεύη το ευρωπαϊκό Κύπελλο και το ’94 το Κύπελλο Κόρατς. Αλλά και ο Ηρακλής δημιουργούσε παράλληλα μία αρκετά δυνατή και ανταγωνιστική ομάδα. Γενικά αυτές οι τρεις ομάδες είχαν ανεβάσει αρκετά το επίπεδο με αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη να θεωρείται αλλά και να είναι η μητρόπολη του μπάσκετ. Οι ομάδες της Αθήνας μετά τη δεκαετία του ’70 είχαν αρχίσει αισθητά να υποχωρούν. Από το ’84 και μετά, όταν ο Γιαννάκης έφυγε από τη Νίκαια και ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη δημιουργώντας το δίδυμο με τον Γκάλη, ο Άρης κυριάρχησε και ο ΠΑΟΚ ακολουθούσε. Ο βασικός πόλος του ελληνικού μπάσκετ ήταν η Θεσσαλονίκη. Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε παλιότερα, τις δεκαετίες του ’60 ή του ’70. Από τη δεκαετία του ’80 και για κάποια χρόνια της δεκαετίας του ’90, η Θεσσαλονίκη μονοπωλούσε το ενδιαφέρον.

Μόνο, όταν ο Γιάννης Ιωαννίδης έφυγε από τον Άρη για να πάει στον Ολυμπιακό το 1993, ο Ολυμπιακός έγινε πανίσχυρος. Ταυτόχρονα άρχισε να ανεβαίνει και ο Παναθηναϊκός γιατί όπως σοφά λέμε πολλές φορές τα ετερώνυμα έλκονται. Θες να έχεις πάντα έναν υγιή ανταγωνισμό για να δημιουργήσεις μία καλή ομάδα και μία ωραία ιστορία σα σύλλογος. Γιατί δεν είναι μόνο το αγωνιστικό κομμάτι είναι αυτό που θέλει να διαβάζει, να ακούει και να παρακολουθεί ο κόσμος. Δημιουργούνται ωραίες ιστορίες όταν υπάρχουν ανταγωνιστικοί πόλοι. Μετά τη δεκαετία του ’90 και αυτή του 2000 αλλά και αυτή που διανύουμε τώρα, ο πόλος της Θεσσαλονίκης υποχώρησε. Εγώ ευτυχώς πρόλαβα τη «χρυσή» εποχή της πόλης που οδήγησε και στην έκρηξη του ’87 και του ’89 με τα δύο μετάλλια και φυσικά τις πολλές παρουσίες σε τελική φάση διοργανώσεων για την Εθνική ομάδα».

-Έχετε δηλώσει πως κάνοντας τα πρώτα σας βήματα είχατε σα μέντορα τον Φίλιππο Συρίγο και τον Γιάννη Χαρισούλη. Πιστεύατε ότι θα φτάνατε κάποια στιγμή και εσείς σε τέτοιο επίπεδο σε αυτό το επάγγελμα; Ή ακόμη ότι μπορεί να είστε για κάποιους που ξεκινούν τώρα, το δικό τους ίνδαλμα;

«Πράγματι, υπήρξαν και οι δύο μέντορές μου αν και σε διαφορετικά πράγματα. Ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος έβαλε το μπάσκετ στην τηλεόραση τη δεκαετία του ’80 και κατάφερε να το κάνει κατανοητό μέχρι και στον τελευταίο τηλεθεατή. Είχε μία απλότητα στις εκφράσεις του. Για πολλούς ήταν ένας «οδηγός» για την τηλεοπτική μετάδοση. Ο Γιάννης Χαρισούλης ήταν δημοσιογράφος των εφημερίδων. Συνεργάστηκα μαζί του και στο «ΦΩΣ» αλλά και στο «Έθνος», πριν αλλάξω εφημερίδα και συνεχίσω στον «Ελεύθερο Τύπο».

Όταν ξεκινάς ονειρεύεσαι και οραματίζεσαι κάποια πράγματα. Αν δε βάζεις στόχο το καλύτερο δε μπορείς να κάνεις τίποτα. Αυτό πιστεύω ότι είναι το μυστικό. Να βάζεις στόχο το καλύτερο δυνατό. Άρα σκέφτεσαι πως κάποια στιγμή θα τους φτάσεις και θα τους ξεπεράσεις. Το αν θα τα καταφέρεις, βέβαια, δε μπορείς να το ξέρεις ποτέ. Σημασία έχει να προσπαθήσεις και να μην παραιτηθείς της προσπάθειας. Εμείς όταν ξεκινήσαμε στο χώρο, κάναμε το χόμπι μας επάγγελμα. Ξοδεύαμε χρόνο και ενέργεια χωρίς να κερδίζουμε πολλά πράγματα. Χωρίς να έχουμε ανταπόδοση από πλευράς χρημάτων. Όχι για τη… χαρά του παιχνιδιού αλλά για την προσωπική μας ικανοποίηση. Γιατί βέβαια, για να γίνεις δημοσιογράφος πρέπει να έχεις και ένα μικρόβιο. Να σου αρέσει η δημοσιότητα, το κυνήγι της είδησης, το ρεπορτάζ, να θες να ανακαλύψεις αλλά και να δημιουργήσεις τις συνθήκες που θέλεις ο ίδιος να δουλέψεις. Άρα βάζεις στόχο το καλύτερο, επιδιώκεις να δουλεύεις με τους καλύτερους, για να γίνεις κι εσύ ολοένα και καλύτερος. Αν δουλεύεις με ανθρώπους με μικρές δυνατότητες ή λιγότερες προοπτικές, είναι βέβαιο ότι δεν θα πας ψηλά. Δεν είμαι βέβαια υπέρ της αντιγραφής αλλά όταν κάποια πράγματα είναι σωστά, μπορείς να τα υιοθετήσεις. Το θέμα είναι να έχεις το προσωπικό σου στυλ, να διαμορφώνεις τον χαρακτήρα σου με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορείς να εμπνεύσεις.

Η μεγάλη δημοσιότητα πάντα έχει διπλή ανάγνωση. Αρχικά, σε αναγνωρίζουν στο δρόμο και ό,τι κι αν κάνεις σχολιάζεται. Αυτό το αποδέχεσαι όμως μαθαίνεις να ζεις με αυτό. Από εκεί και πέρα υπάρχει κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό. Οτιδήποτε λες, περνάει από μία χοάνη κριτικού ελέγχου. Όταν είσαι μπροστά ή ψηλότερα από κάποιους, δέχεσαι κριτική από όλους. Αν είσαι στη βάση, είσαι το ίδιο με όλους. Αλλά επειδή και οι κρίνοντες κρίνονται, περνάς συχνά από αυτή τη διαδικασία. Αλλά όπως είπα μαθαίνεις να ζεις με αυτό. Σημασία έχει αυτό που λες, αυτό που κάνεις και δείχνεις, να το πιστεύεις και να το πρεσβεύεις. Αντικειμενική αλήθεια δεν υπάρχει. Είμαστε το ένα δισεκατομμυριοστό της μεγάλης αλήθειας. Ο καθένας μπορεί να δει το ίδιο ακριβώς πράγμα με τελείως διαφορετικό τρόπο. Όλοι έχουμε τη δική μας άποψη, πιστεύουμε στη δική μας αλήθεια. Σημασία έχει μέσα από αυτή την υποκειμενικότητά μας να προσεγγίζουμε την πραγματικότητα και την πραγματική διάσταση των πραγμάτων. Και ο καθένας μετά μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του. Στο χώρο των αθλητικών δρώμενων η δουλειά του δημοσιογράφου είναι να πει σωστά την ιστορία, χωρίς εμπάθειες ή προκαταλήψεις και φυσικά χωρίς να φοβάται κάτι ή κάποιον».

-Αμέτρητες στιγμές, χαρές, λύπες, συγκινήσεις στο χώρο της δημοσιογραφίας όλα αυτά τα χρόνια. Ποια είναι αυτή που μπορείτε να πείτε πως σας σημάδεψε κατά κάποιο τρόπο;

«Είναι πάρα πολλές αυτές οι στιγμές. Εγώ κρατάω μόνο τις ωραίες στιγμές γιατί αυτές λειτουργούν ως ορόσημα και ως παρακαταθήκες για το μέλλον. Θα ήταν εύκολο να διαλέξουμε τέσσερις ή πέντε επιτυχίες. Δύο από την Εθνική ομάδα, το 2005 με το χρυσό στο Βελιγράδι και το 2006 με τη νίκη επί των Αμερικανών. Και φυσικά όσον αφορά το συλλογικό επίπεδο, είναι ασύγκριτα σπουδαίες οι επιτυχίες του Ολυμπιακού στην Ευρωλίγκα, το 2012 και το 2013, με αποκορύφωμα φυσικά αυτή της Κωνσταντινούπολης, με την επική ανατροπή επί της ΤΣΣΚΑ Μόσχας από το -19, όμοια της οποίας δεν υπάρχει στην ιστορία της Ευρωλίγκας».

-Πριν λίγες εβδομάδες είχαμε τον αγώνα προς τιμήν του Ντούσαν Ίβκοβιτς στο ΣΕΦ. Η καριέρα σας ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, όταν ο ΠΑΟΚ του «Ντούντα» το 1991-92 σταματούσε την παντοκρατορία του Άρη και έφτασε μία ανάσα από το να χτίσει τη δική του δυναστεία αλλά ο Ολυμπιακός του Ιωαννίδη στάθηκε εμπόδιο. Ποιες σκέψεις σας γεννιούνται όταν ακούτε το όνομα του Ντούσαν Ίβκοβιτς;

«Μιλάμε για έναν ζωντανό θρύλο της προπονητικής. Ο πρώτος προπονητής που χαρακτηρίζεται «θρύλος» από την Ευρωλίγκα αλλά και που μπαίνει στο Hall of Fame. Τα συναισθήματα είναι πάντα πολύ όμορφα γιατί είναι ο άνθρωπος που μαζί με τον Ομπράντοβιτς έδωσαν πάρα πολλά στο ελληνικό μπάσκετ. Πήραν βέβαια πολλά και οι ίδιοι, αλλά αυτά που έδωσαν είναι εξαιρετικής σημασίας. Αλλά ο Ντούσαν Ίβκοβιτς μας έδωσε πάρα πολλά προκειμένου να κατανοήσουμε πως παίζεται το μπάσκετ τη σύγχρονη εποχή.

Και τότε παράλληλα με τη σχολή, ήταν ένας δεύτερος καθηγητής για όσους είχαμε την ειδικότητα του μπάσκετ. Εμένα ειδικά με άφηνε να παρακολουθώ προπονήσεις του ΠΑΟΚ στο τότε «Palais des Sports» και κάθε μέρα ήταν ένα ξεχωριστό μάθημα. Ήταν ευλογία για μένα που γνώρισα σε τόσο μικρή ηλικία το συγκεκριμένο προπονητή, ο οποίος και με συμπάθησε και με άφησε να παρακολουθώ τις προπονήσεις για να εμπεδώσω κάποια πράγματα που ίσως μέχρι σήμερα να αγνοούσα για το μπάσκετ. Κάποιες ορολογίες που έχουν σχέση με την τακτική, την άμυνα αλλά και την επίθεση. Ο Ίβκοβιτς τις χρησιμοποιούσε από το 1992 και οι συνάδελφοί μας τις χρησιμοποίησαν δέκα χρόνια αργότερα. Άλλωστε, πολλοί καινούριοι όροι μπαίνουν στο λεξιλόγιο των δημοσιογράφων ή των φιλάθλων με καθυστέρηση. Και μάλιστα όταν έρχονται στην επιφάνεια τον πρώτο καιρό, προκαλούν αρνητική κριτική, χλευασμό ή και κοροϊδία γιατί βρίσκεται στη μέση η άγνοια αυτού που σε παρακολουθεί, σε ακούει ή σε διαβάζει, ο οποίος το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να θέλει να σε αμφισβητήσει.

Κάποτε δεν χρησιμοποιούσαν την ορολογία «Picknroll», αυτή της «Face Guard» άμυνας, το «deny» ή το «over play». Παλιότερα χρησιμοποιούσαν λίγα πράγματα, όπως τη «backdoor» πάσα που είχε καθιερώσει ο Γιαννάκης με τον Γκάλη. Έλεγαν τη «ραβέρσα» ενώ τώρα χρησιμοποιούμε το «χουκ». Και φυσικά αρκετά ακόμα πράγματα που το ευρύ ελληνικό κοινό δε μπορούσε να καταλάβει και να αποδεχθεί. Όταν άλλαξαν οι κανόνες του μπάσκετ για να πλησιάσουμε τα πρότυπα του ΝΒΑ, τα 30 δευτερόλεπτα έγιναν 24, η διαδικασία στις βολές άλλαξε, όπως και τα φάουλ ή ακόμα και οι διαστάσεις του τριπόντου και πολλοί δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν και κυρίως να κατανοήσουν τι βλέπουν. Δε μπορούσαν να καταλάβουν πως όταν το ύψος του τριπόντου μεγαλώνει, ο επιτιθέμενος έχει την ευκαιρία να διεκδικήσει ένα μακρινό ριμπάουντ. Είναι αυτό που λένε στην Αμερική ως long shotlong rebound και στην Ελλάδα τότε το άκουγαν ως ανέκδοτο. Μάλιστα, μου είχε τύχει να συναντήσω ανθρώπους του μπάσκετ που αμφισβητούσαν ότι υπάρχει μακρινό ριμπάουντ. Δεν κατανοούσαν πως όταν παίρνεις το ριμπάουντ στην περίμετρο έχεις περισσότερο χρόνο να «τρέξεις» στο γήπεδο και να πετύχεις περισσότερους και κυρίως πιο εύκολους πόντους. Στατιστικά πλέον δείχνουν ότι η ομάδα που πετυχαίνει πόντους στο ανοικτό γήπεδο φτάνει και στη νίκη.

Πράγματα, δηλαδή, τα οποία ήταν βασικά για τους Αμερικάνους, σε εμάς ήταν άγνωστα ακόμα και σε ανθρώπους του μπάσκετ μέχρι και πρόσφατα. Σε κάποια μετάδοση χρησιμοποιούσα τον όρο «outlet» και υπήρχε διακωμώδηση στα Social Media, όπου αναφερόταν το γνωστό κατάστημα. Μερικές φορές μπορεί να μην είσαι βαθύς γνώστης του αντικειμένου αλλά μπορείς να παρακολουθήσεις αν γνωρίζεις τους κανονισμούς. Αν όμως κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, θα ήταν πιο σωστό να αναζητάς για να διαπιστώσεις αν αυτό που ακούς έχει βάση, προτού βιαστείς και αμφισβητήσεις γιατί στο τέλος είναι πιθανό να αποδειχθεί πως απλά δεν το γνώριζες».

“Νιώθω ευλογημένος που γνώρισα τον Ντούσαν Ίβκοβιτς σε τόσο νεαρή ηλικία. Ήταν ένας δεύτερος καθηγητής για εμένα και όσους ασχολούμασταν με το μπάσκετ. Εξαιτίας του μπορέσαμε να κατανοήσουμε το μπάσκετ της σύγχρονης εποχής”

-Θα λέγατε πως αυτό είναι ένα προνόμιο των Ελλήνων θεατών και φιλάθλων;

«Ναι. Πολλοί είναι προπονητές και γνώστες χωρίς να έχουν παίξει καν το άθλημα. Ακόμα και κορυφαίοι συνάδελφοι του χώρου μας δεν έχουν υπάρξει αθλητές. Μπορεί να ειδικεύονται σε ένα άθλημα και να μην έχουν παίξει ποτέ τους. Δεν το λέω με μορφή μομφής, για να μην παρεξηγηθώ. Απλά, θεωρώ πως είναι τρομερά δύσκολο να αντιληφθείς την ένταση ενός αγώνα, την πίεση ενός αθλητή ή το σκεπτικό ενός προπονητή αν δεν έχεις αγωνιστεί ποτέ. Αν, δηλαδή, δε γνωρίζεις από μέσα το αντικείμενο. Αλλά όπως είπα είσαι υποχρεωμένος να ακούσεις την άποψη και την κριτική ακόμα και εκείνου που δεν έχει πιάσει ποτέ μπάλα στα χέρια του».

-Το έχετε πει σε συνεντεύξεις, το γράφετε συχνά και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. «Το μπάσκετ είναι σαν την εκκλησία. Πολλοί πάνε, λίγοι το καταλαβαίνουν». Επιβεβαιώνεστε συχνά γι’ αυτή τη φράση;

«Ναι και κουράζομαι να επιβεβαιώνομαι. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει ένας δίαυλος επικοινωνίας με τον φίλαθλο ώστε να γίνονται κάποια πράγματα κατανοητά. Η αλλαγή ενός κανονισμού για παράδειγμα, το σύστημα μιας ομάδας, η στρατηγική ενός προπονητή και να μη χρειάζεται να εξηγούμε τα αυτονόητα. Τα ευκόλως εννοούμενα, δυστυχώς, δεν παραλείπονται γιατί διαπιστώνεις ότι ο καθένας έχει άποψη για τα πάντα χωρίς να έχει γνώση. Δε γίνεται αυτό όμως. Να έχεις άποψη για κάτι, για το οποίο δεν έχεις απαραίτητη γνώση. Με την έξαρση των Social Media το βλέπουμε συνέχεια πλέον αυτό το φαινόμενο. Νομίζει κάποιος ότι επειδή έχει πρόσβαση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, μπορεί να γνωρίζει τα πάντα ή να αμφισβητήσει κάποιον που γνωρίζει. Έχουμε χάσει το μέτρο από κάποια στιγμή και μετά. Κι αυτό γιατί, όπως είπα πριν, ασχολούνται με τον χώρο μας πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με αυτό που ειδικεύονται. Δεν έχουν υπάρξει αθλητές, προπονητές ή κάτι παρεμφερές. Είναι κάτι που διδάσκονται τα παιδιά. Πρώτα μαθαίνεις να κάνεις layup ή όλα τα είδη της ντρίμπλας και μετά τα περιγράφεις.

Τα τελευταία χρόνια καθιέρωσα την έκφραση «Spanoulis’ move» για την κίνηση που κάνει ο Σπανούλης με τη ντρίμπλα, το άλμα και την εκτέλεση. Είναι ένα ξεχωριστό στυλ, ένα δικό του στυλ κι όμως ο κόσμος δε την καταλαβαίνει. Για πολύ καιρό έλεγαν ότι ο Σπανούλης κάνει βήματα. Εντάξει, δε μπορείς να τα βάλεις με τον καθένα. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Σημασία έχει αν αυτό που λες είναι σωστό ή αν θα μείνει στην ιστορία. Το ίδιο ισχύει και για τον Πρίντεζη. Ο προπονητής του τον είχε απειλήσει πως θα τον έδιωχνε από την ομάδα αν δεν άλλαζε τρόπο αλλά αυτός συνέχισε. Γράφτηκαν απίστευτα πράγματα όταν πρωτοείπα για το «πεταχτάρι» σε μετάδοση. Θεώρησαν ότι αυτό που έλεγα δεν υπάρχει. Πράγματι. Αλλά δεν υπήρχε μέχρι τότε. Να που όμως δημιουργήθηκε, καθιερώθηκε και θα μείνει ο Πρίντεζης στο πάνθεον του ευρωπαϊκού μπάσκετ με αυτή την κίνηση. Με αυτό το «πεταχτάρι» που ήταν και το νικητήριο καλάθι στον τελικό με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας.

Ακόμα και με τη «μπομπίτα» του Ναβάρο ισχύει το ίδιο. Για πολλά χρόνια στην Ελλάδα, οι Ισπανοί ήταν μισητοί αντίπαλοι. Αυτό γιατί διαμαρτύρονται παραπάνω. Είναι στο ταπεραμέντο τους, αν θέλεις. Μα όλοι οι αθλητές διαμαρτύρονται. Ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι ο Γιώργος Καραγκούνης. Τι δεν έχει ακούσει ο Καραγκούνης για τον τρόπο που διεκδικούσε κάποιο φάουλ ή κάποια κάρτα και διαμαρτυρόταν στους διαιτητές. Αν πάμε πιο πίσω στο χρόνο και ειδικότερα στο μπάσκετ, θα θυμηθούμε πως αντίστοιχες αντιδράσεις προς τους διαιτητές είχε ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Όλοι οι αθλητές διαμαρτύρονται. Έτσι «κόλλησε» και στους Ισπανούς η «ρετσινιά» ότι είναι θεατρίνοι. Δεν είναι και το λέγαμε από τότε. Ήταν μία «χρυσή» γενιά που σάρωσε τα μετάλλια σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο και διήρκησε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια. Οι Ισπανοί είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που λέγαμε νωρίτερα, πως ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει και να αμφισβητεί και τις αυθεντίες».

-«Η ΕΡΤ είναι οικογένεια». Με αυτά τα λόγια είχατε περιγράψει την ΕΡΤ σε παλιότερες δηλώσεις. 11 Ιουνίου του 2013. Η ΕΡΤ «μαυρίζει». Τι νιώσατε τότε;

«Ένιωσα να χάνεται η Γη κάτω από τα πόδια μου. Κάτι να σπάει μέσα μου. Αυτή η πληγή δεν θα επουλωθεί ποτέ. Ήταν με διαφορά ό,τι χειρότερο έχω ζήσει ποτέ επαγγελματικά. Και δεν ήταν μόνο αυτό που συνέβη τότε. Ήταν και αυτό που ακολούθησε δύο μήνες μετά. «Μαύρο» στην ΕΡΤ, «μαύρο» στην καθημερινότητά όλων όσων δουλεύαμε εκεί. Τότε έγινε αντιληπτό αυτό που μας έλεγαν οι παλαιότεροι ότι όποιος είναι έξω από τα πράγματα θέλει τη θέση σου. Και δε θα σου πει μπράβο αν κάνεις σωστά τα εννέα πράγματα αλλά θα σε κατηγορήσει για το ένα λάθος στα δέκα. Το καταλάβαμε τότε γιατί μέχρι και από το συγγενικό μας περιβάλλον ακούσαμε το πολύ σκληρό «καλά σας έκαναν». Αντίθετα, οι τρίτοι προς εμάς ήταν ιδιαίτερα υποστηρικτικοί στο όλο ζήτημα. Αλλά για δύο μήνες ήμασταν πραγματικά στο κενό όταν διεκδικούσαμε πράγματα. Και εκεί ήταν μία χαρακτηριστική περίπτωση που ισχύει το ρητό «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει». Ο καθένας είχε την άποψή του, ο καθένας μετέφραζε τις καταστάσεις όπως ήθελε και προσπαθούσε να επιβάλλει την άποψή του, κάτι που είναι άσχημο, γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει το κοινό καλό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης προκειμένου να ανταποδίδουμε στον κόσμο αυτό που μας δίνει. Αυτό για το οποίο μας πληρώνει στην πραγματικότητα».

-ΕΡΤ, ΦΩΣ. Δύο σχολεία, δύο οικογένειες. Και τα δύο, ωστόσο, ανήκουν σε έναν τομέα της Ενημέρωσης που τείνει να ξεπεραστεί. Πλέον το ίντερνετ, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν βάλει ισχυρά θεμέλια και «χτίζουν» μία νέα μορφή δημοσιογραφίας. Ως… παλιός, πως αντιμετωπίζετε τη νέα αυτή τάξη των πραγμάτων; Μπορούν να βγουν το ίδιο καλοί δημοσιογράφοι πλέον; Που δεν έχουν γνωρίσει την εφημερίδα ή το «κυνήγι» της είδησης;

«Δε μπορείς να λέγεσαι ή να θεωρείσαι δημοσιογράφος αν δεν κάνεις ρεπορτάζ στον χώρο του γεγονότος. Η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα και είναι πολύ άσχημο που θεωρείται δημοσιογραφία πλέον το copy paste. Αν δεν ψάξεις για την είδηση από τις πρωτογενείς πηγές, αν δεν κάνεις λάθος για να μάθεις, αν δεν πέσεις για να σηκωθείς, δεν αποκτάς γνώσεις. Η δημοσιογραφία πράγματι έχει αλλάξει. Εγώ είμαι υπέρ της δια βίου μάθησης. Επιμορφώνομαι κάθε χρόνο και προσπαθώ να περνάω τις γνώσεις μου και σε νεότερους συναδέλφους όπως εσείς. Δεν είμαι σαν τους παλιούς συναδέλφους που είχαν μία συμπυκνωμένη γνώση και δεν τη μετέδιδαν γιατί φοβούνταν ότι κάποιος θα τους ξεπεράσει. Όποιος το πιστεύει αυτό πλανάται πλάνην οικτράν και είναι βέβαιο ότι θα τον ξεπεράσουν.

Η δημοσιογραφία έχει αλλάξει. Χρειάζεται να πληροίς διαφορετικά κριτήρια για να θεωρείσαι καλός δημοσιογράφος. Δε χρειάζεται απλά να ξέρεις να βγάζεις την είδηση, να είσαι εργατικός ή να ακολουθείς τις αρχές της δημοσιογραφίας. Χρειάζεται να είσαι και ένας καλός τεχνικός. Πλέον με τη χρήση ενός κινητού με κάμερα υψηλής ευκρίνειας μπορείς να έχεις καλύτερο αποτέλεσμα από αυτό που είχαν παλιότερα ολόκληρα τηλεοπτικά συνεργεία. Μπορείς δηλαδή πλέον να αποθανατίσεις μία συνέντευξη, να τραβήξεις ένα πλάνο ή και να κατοχυρώσεις ένα αποκλειστικό ντοκουμέντο και να το πουλήσεις δημοσιογραφικά όπου θες. Άρα, αν απομονώσουν τον δημοσιογράφο σε έναν τομέα, είτε στην τηλεόραση, ή στο ραδιόφωνο, την εφημερίδα, το διαδίκτυο, θα κάνουμε ένα τεράστιο λάθος. Πρέπει να το δούμε συνολικά και να αντιληφθούμε πως ο δημοσιογράφος της σύγχρονης εποχής πρέπει να είναι ταυτόχρονα και δημοσιογράφος-ερευνητής, να είναι εκδότης-διευθυντής, αρχισυντάκτης του εαυτού του και επιχειρηματίας για να καταλάβει πως η συλλογή των πληροφοριών που θέλουμε να μεταδώσουμε ή να προβάλουμε σε εικόνα ή σε ηχητικό πρέπει να γίνει σε πολύ σύντομο χρόνο και με το μικρότερο δυνατό κόστος. Παλιότερα για να κάνεις μία τηλεοπτική παραγωγή ενός μεγάλου αθλητικού γεγονότος πλήρωνες πάρα πολλά χρήματα ενώ σήμερα μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις νέες τεχνολογίες με σαφέστατα μικρότερο κόστος. Μπορεί δηλαδή να δέχεται πόλεμο κυρίως ο γραπτός Τύπος από το Ίντερνετ, η τηλεόραση όμως δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα εφόσον συνεχίσει να προσαρμόζεται και φυσικά να εκμεταλλεύεται προς όφελός της το Ίντερνετ.

Το μοντέλο που θα πρέπει να υπηρετήσει η δημοσιογραφία είναι αυτό της διάδρασης. Να μπορεί δηλαδή να μεταδίδεται κάτι ζωντανά, να δεχόμαστε σχόλια, να απαντάμε σε ερωτήσεις. Βέβαια, αυτό κρύβει και έναν κίνδυνο γιατί πρέπει να προφυλάξουμε τα σχόλια από ρατσιστικές, ομοφοβικές ή κάθε είδος προσβλητικές απόψεις. Να μην καλλιεργούμε το μίσος αλλά τις καλές ιδέες. Το Ίντερνετ όμως δε μπορώ να πω πως είναι εχθρός οποιουδήποτε Μέσου, ακόμα και της εφημερίδας. Αρκεί η εφημερίδα να γίνει μετα-τηλεοπτική και μετα-ιντερνετική. Να ασχοληθεί δηλαδή περισσότερο με την έρευνα και την άποψη. Δεν μπορεί να προλάβει την είδηση γιατί ακόμα και μία πρωινή εφημερίδα αν έχει κάποιο αποκλειστικό θέμα, δέκα λεπτά μετά την κυκλοφορία της, το Ίντερνετ θα έχει «αρπάξει» το θέμα και θα το έχει διαδώσει παντού, όχι μόνο στα σημεία πώλησης μίας εφημερίδας. Σε αντίθεση, η τηλεόραση μπορεί να επωφεληθεί την ανάπτυξη του Ίντερνετ και να κάνει πολλά βήματα μπροστά. Εφόσον, όμως, όπως είπα αφομοιώνει τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του Ίντερνετ, τα εξελίσσει και τα πάει ένα βήμα παρακάτω».

-Έχετε δει πολλούς παίκτες στα παρκέ, πολλούς προπονητές στους πάγκους. Αν έπρεπε να φτιάξετε μία χρυσή εξάδα (παίκτες+προπονητής) ποιοι θα βρίσκονταν εκεί;

«Θα αναφερθώ σε όσους έχω προλάβει εγώ γιατί αυτό θεωρώ δίκαιο. Πολλοί λένε ότι ο Κολοκυθάς για παράδειγμα ήταν ο Γκάλης της εποχής. Αλλά θα αρκεστώ σε όσους έχω δει εγώ να αγωνίζονται. Αναμφίβολα θα έβαζα τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Χριστοδούλου, τον Φασούλα ως ψηλό και από εκεί και πέρα αναγκαστικά κάποιον θα άφηνα έξω. Θα έπρεπε να αφήσω έξω κάποιον από τους πάρα πολλούς της σύγχρονης εποχής. Διαμαντίδης, Σπανούλης, Παπαλουκάς. Κάποιος θα έμπαινε και οι άλλοι δύο θα έμεναν έξω. Είναι δύσκολη επιλογή. Ο πέμπτος όμως θα ήταν ένας από αυτούς και θα παίζαμε με κοντό σχήμα και με τον Φασούλα μοναδικό ψηλό. Ως προπονητής, δικαιωματικά θα ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Υπήρξε ο μοναδικός που κατέκτησε Ευρωπαϊκό και ως παίκτης και ως προπονητής».

-Θεωρείστε από τους κορυφαίους και πλέον χαρακτηριστικούς σπίκερ στην Ελλάδα. Πολλοί φαντάζονται το σπικάζ σαν μία απλή διαδικασία που μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε δημοσιογράφος. Αγνοούν δηλαδή τους κανόνες, τον τρόπο και φυσικά τη μελέτη που πρέπει να έχει κάνει ένας σπίκερ πριν τους αγώνες.

«Η μελέτη είναι τεράστια. Είτε μιλάμε για τον πιο απλό αγώνα είτε για το μεγαλύτερο παιχνίδι. Πρέπει να ξέρεις πράγματα για τα χαρακτηριστικά των παικτών, αλλά και για τη φιλοσοφία των προπονητών. Πέρα από τη γνώση του αντικειμένου ως αντικείμενο. Φυσικά, οι κανόνες είναι πάρα πολλοί αλλά οι σπουδαιότεροι είναι αυτοί της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας».

-«Γραφικός». Ένας χαρακτηρισμός που στον σπίκερ Βαγγέλη Ιωάννου έχουν προσδώσει ουκ ολίγες φορές. Το είδαμε και στο φετινό Ευρωμπάσκετ. Και μάλιστα σε ακραίο βαθμό με περιστατικά ύβρεων ή λοιδορίας ακόμα και από συναδέλφους. Πως αντιμετωπίζετε τέτοιες περιπτώσεις;

«Δε δίνεις σημασία. Απαντάς αν πρέπει να απαντήσεις. Έχει σημασία ποιος σου λέει τι, βέβαια. Από εκεί και πέρα, δε δίνεις σημασία στους πολλούς αλλά αν χρειαστεί θα απαντήσεις στους λίγους. Και θα πρέπει να απαντήσεις εκεί που πιστεύεις πως κάποιος σε στοχοποιεί. Στους υπόλοιπους δεν έχεις λόγο να απαντήσεις. Δε σε ενδιαφέρουν πολύ απλά. Η εμπειρία μου όλα αυτά τα χρόνια λέει πως δεν επηρεάζουν καθόλου τη ζωή σου. Δεν αλλάζουν τα πράγματα. Δε τους βλέπεις, στην πραγματικότητα. Δεν ασχολείσαι μαζί τους. Πιθανότατα αυτός που σε κρίνει να μην έχει κάνει τη δουλειά αυτή. Ή ακόμα πιο πιθανό να μη μπορεί να την κάνει. Υπάρχει για κάποιους λόγους το ρητό «αν ήταν η ζήλια ψώρα θα ‘χε κολλήσει όλη η χώρα». Από εκεί ξεκινάμε για να καταλήξουμε σε πολλά άλλα και πιο ακραία πράγματα. Δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχουν οργανωμένοι στρατοί αλητείας. Από πλευράς οπαδών, ομάδων αλλά και από πλευράς στρατευμένων δημοσιογράφων. Μπορείτε να δείτε ποιοι χρηματοδοτούν σάιτ ή άλλα Μέσα και θα καταλάβετε τι εννοώ».

-Τελικός Ευρωλίγκας 2012. Ολυμπιακός-ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Οι Πειραιώτες στέφονται πρωταθλητές Ευρώπης. Εσείς ο ίδιος παίρνετε 6 βραβεία για εκείνη τη μετάδοση. Τι έγινε, όμως, εκείνο το βράδυ; Το χωράει ο ανθρώπινος νους;

«Δεν το χωράει, όχι, αλλά έγινε. Ήμουν με τον Γιώργο Λημνιάτη και τον Ηλία Ζούρο τότε. Δεν εγκαταλείψαμε ποτέ την προσπάθεια της ελληνικής ομάδας εκείνο το βράδυ. Πιστεύαμε μέχρι και την τελευταία στιγμή. Γιατί στο μπάσκετ δεν κρίνεται τίποτα αν δεν ακουστεί το τελευταίο σφύριγμα. Γιατί αυτή την αίσθηση μας έδινε ο κόσμος, η αύρα του γηπέδου, της πόλης και φυσικά η προσπάθεια των παικτών στο γήπεδο. Είτε επρόκειτο για τη βασική πεντάδα ή για την αναπληρωματική. Αν δεν είχε γίνει η ανατροπή, θα με έλεγαν πάλι γραφικό. Θα λοιδορούσαν. Θα έλεγαν ότι στρογγυλεύαμε τις γωνίες. Αλλά έγινε αυτό που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά. Η ιστορία έδωσε απαντήσεις για εμάς. Και αυτό είναι το συμπέρασμα. Αν πιστεύεις, θα πετύχεις. Αν το ζεις, θα το μεταδόσεις σωστά. Χωρίς να σε ενδιαφέρει τι λέει ο άλλος. Αν σκέφτεσαι τι μπορεί να λέει ο άλλος που κάθεται στον καναπέ του και μπορεί να έχει τα προβλήματά του, ή τα δικά του βιώματα, δεν κάνεις σωστά τη δουλειά σου. Πρέπει να είσαι ο εαυτός σου χωρίς να σε ενδιαφέρει τι λέει ο άλλος είτε είναι αντικειμενικός ή αμερόληπτος ή διάκειται μεροληπτικά υπέρ σου. Δεν πρέπει να σε νοιάζει. Εσύ πρέπει να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου και να πιστεύεις ότι κάνεις και λες το σωστό. Και τότε θα πετύχεις σίγουρα. Γι’ αυτό εκείνο το βράδυ έμεινε στην ιστορία και δεν πρόκειται να αλλάξει. Τόσο απλά. Διαφορετικά είσαι ένας από τους πολλούς. Δεν γράφεις ιστορία διαφορετικά».

-Χαρακτηριστικό του σπίκερ, Βαγγέλη Ιωάννου, είναι αν μη τι άλλο τα παρατσούκλια. Πολλά τα έχετε αναπαράγει (Βελούδινο Σφυρί, Kill Bill), άλλα τα έχετε πλάσει ο ίδιος (3D, Άγιος Γεώργιος Πρίντεζης). Ποιο είναι, όμως, το αγαπημένο του Βαγγέλη Ιωάννου;

«Δύσκολη ερώτηση. Αν και νομίζω ότι επειδή στην πορεία του χρόνου η προσπάθειά του επιβραβεύθηκε μέσα από πάρα πολλές δυσκολίες, θα επέλεγα το παρατσούκλι για τον Σλούκα. Το περιβόητο «Σλούκι Λουκ». Κι αυτό γιατί μιλάμε για έναν παίκτη που αδικήθηκε τα πρώτα τέσσερα χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας και δεν τον πίστεψε κανένας από τους προπονητές του. Συνεχόμενες χρονιές από το 2011 μέχρι και το 2014. Αναφέρομαι και σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Κι όμως, αυτός ο παίκτης που έλεγαν ότι είναι «χοντρούλης» και «βαρυκόκκαλος» ή ότι δεν μπορεί να τρέξει και πως πασάρει πάνω από τον ώμο απέδειξε ότι δεν ήταν ένας παίκτης της σειράς αλλά άξιζε πολλά εκατομμύρια, τα οποία και έδωσε η Φενέρμπαχτσε για να τον αποκτήσει. Και έχει πλέον καταφέρει να είναι βασικός και αναντικατάστατος όχι μόνο στην ομάδα του αλλά και στην Εθνική. Γι’ αυτό λοιπόν θα διάλεγα αυτό το παρατσούκλι, γιατί σημάδεψε την πορεία ενός παίκτη από τα χαμηλότερα επίπεδα μέχρι και τα υψηλότερα της καριέρας του, την ώρα που δεν το πίστευε κανένας».

-Η Εθνική όμως είναι άλλο κεφάλαιο. Εκεί δεν υπάρχουν χρώματα στη φανέλα. Αλλά ένα, κοινό στην καρδιά. Βελιγράδι και Ιαπωνία. Αυτά τα ταξίδια έχετε δηλώσει πως ξεχωρίζετε. Τα αναπολείτε; Θα υπάρξουν σύντομα ανάλογες επιτυχίες;

«Σίγουρα θα υπάρξουν. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ανεπανάληπτες στιγμές στην Εθνική ομάδα, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ακατόρθωτα πράγματα, αντίθετα πιστεύω ότι θα ζήσουμε ξανά τέτοιες στιγμές. Αρκεί να υπάρξει πλάνο και πρόγραμμα για τα επόμενα χρόνια».

-Είναι το μπάσκετ τελικά το εθνικό μας άθλημα;

«Σαφέστατα και είναι. Μπορεί η Εθνική ποδοσφαίρου να κατέκτησε το Euro το 2004, επιτυχία, όμοια της οποίας είναι μόνο η νίκη επί των Αμερικανών στην Ιαπωνία, αλλά το μπάσκετ μας ταιριάζει περισσότερο σαν λαός».

«Δεν ασχολούμαι με όσους με κρίνουν. Πολλοί από αυτούς δεν μπορούν να κάνουν αυτό που κάνω. Αν διάλεγα αγαπημένο παρατσούκλι θα ήταν αυτό του Κώστα Σλούκα»

-Ενστερνίζεστε την άποψη που υπήρχε και ακούστηκε κατά τη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ, ότι αυτή η εθνική δεν είχε ηγέτη;

«Δεν είχε πρόγραμμα, δεν είχε δεύτερο πλάνο, δεν είχε σωστή προετοιμασία. Ηγέτες είχε. Όχι μόνο έναν αλλά περισσότερους. Τόσο ο Καλάθης όσο και ο Σλούκας ήταν δύο εξ αυτών. Για λόγους που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εύκολα, δεν κατανεμήθηκαν οι ρόλοι των παικτών από την αρχή της προετοιμασίας και υπήρξε φυσικά και η απουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο που μας στοίχισε πάρα πολύ γιατί ακριβώς δεν είχαμε καλό πρόγραμμα. Ηγέτες; Πολλοί. Ταλέντο; Αστείρευτο. Πολύ περισσότερο και από τη Σλοβενία που πήρε το χρυσό. Ομολογουμένως χάσαμε μία τεράστια ευκαιρία στο φετινό Ευρωμπάσκετ».

-Γιάννης Αντετοκούνμπο. Ένα παιδί-θαύμα. Οι προοπτικές του αδιανόητες. Το έχει δηλώσει και ο Νίκος Γκάλης σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει σε εσάς τον ίδιο. Έχει ταβάνι ο Greek Freak άραγε;

«Όχι. Δεν έχει κανένα ταβάνι. Και για να το λέει μέχρι και ο Νίκος Γκάλης, τότε κάτι σημαίνει. Ακόμα και το παρατσούκλι του, το «Greek Freak» είχε παρεξηγηθεί. Όπως αυτό του Λοτζέσκι, το «βελούδινο σφυρί». Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ περνάει μία δύσκολη απόφαση από τη Γερουσία. Χτυπώντας το χέρι μαλακά στο τραπέζι για να πείσει τους υπόλοιπους. Γι’ αυτό συνδέθηκε με τον συγκεκριμένο παίκτη και τον τρόπο που εκτελεί και η μπάλα καταλήγει στο καλάθι. Αν δε γνωρίζει κανείς την ορολογία και τις εκφράσεις δεν καταλαβαίνει τι λες και παρανοεί κάποια πράγματα. Για το «Greek Freak», όταν είχε πρωτοειπωθεί πολλοί είχαν υποθέσει πως πρόκειται για κάτι αρνητικό. Σαφώς, δεν ήξεραν ότι σημαίνει «ελληνικό φαινόμενο». Και επειδή είναι ένα φαινόμενο, δεν έχει κανένα ταβάνι».

-Γκρίνια, φαγωμάρα, αλλά η Εθνική κατάφερε να φτάσει στα προημιτελικά και να ηττηθεί στις λεπτομέρειες από τη Ρωσία. Αν περνούσαμε τους Ρώσους θα μιλούσαμε για άλλο τουρνουά;

«Θα μπορούσε να έχει φτάσει μέχρι τον τελικό και να διεκδικήσει μέχρι και το χρυσό μετάλλιο. Φταίει η έλλειψη προγράμματος και δεύτερου πλάνου. Το ταλέντο υπήρχε. Ήταν εκεί. Αλλά λόγω των προβλημάτων αυτών, σπαταλήσαμε μία σπουδαία ευκαιρία για το κάτι παραπάνω. Τα επόμενα χρόνια όμως με σωστή καθοδήγηση είναι σίγουρο πως αυτή η Εθνική ομάδα θα επιστρέψει άμεσα στην κορυφή».

-Σλοβενία. Κατέκτησε το τρόπαιο κόντρα σε πολλά προγνωστικά. Δεν ήταν το απόλυτο αουτσάιντερ αλλά σίγουρα δεν ήταν και από τις ομάδες που περιμέναμε να διεκδικήσουν το τρόπαιο. Παρακολουθώντας τη διοργάνωση από την πρώτη μέχρι και την τελευταία μέρα, πιστεύατε ότι θα γίνει κάτι τέτοιο; Ότι θα μιλάμε για το πλέον ανατρεπτικό Ευρωμπάσκετ των τελευταίων χρόνων;

«Όταν παίξαμε με τους Γάλλους είχα πει πως η Γαλλία δεν είναι φόβητρο. Αποδείχθηκε. Έφυγε νωρίς. Πριν από εμάς. Όταν παίξαμε με τους Σλοβένους χάναμε με διψήφιες διαφορές, προσπεράσαμε με οκτώ και χάσαμε από δικά μας λάθη στο τέλος. Δε φαινόταν ότι μπορεί να φτάσει πολύ μακριά αλλά λέγαμε από την πρώτη μέρα κιόλας ότι επρόκειτο για μία ομάδα με παλιές, γιουγκοσλαβικές, σταθερές μπασκετικές αρχές λόγω κυρίως του προπονητή της, που ήταν ο καλύτερος προπονητής του διοργάνωσης. Και αυτόν τον είχαν λοιδορήσει όταν τον ήθελε ο Παναθηναϊκός για head coach πριν μερικά χρόνια. Φαινόταν ότι θα προχωρήσει. Όχι τόσο. Αλλά έγινε πολύ καλύτερη ομάδα μέσα στο τουρνουά και από τη νοκ-άουτ φάση και μετά, από την Κωνσταντινούπολη δηλαδή και μετά, ήταν ξεκάθαρο κατά τη γνώμη μου ότι δύο ομάδες θα έπαιζαν για το χρυσό μετάλλιο. Η Λετονία και η Σλοβενία. Έπαιξαν εν τέλει αλλά νωρίτερα, με τη Σλοβενία να επικρατεί σε ένα τρομερό παιχνίδι, στο πρώτο μετά από 30 χρόνια που ξεπερνούνται οι 200 πόντοι. Από εκεί και πέρα ήταν βέβαιο ότι αυτή η ομάδα θα κυριαρχούσε, όπως και κυριάρχησε γιατί είχε μεγαλύτερο πάθος, μεγαλύτερο ενθουσιασμό, φρεσκάδα και όπως είπαμε σταθερές μπασκετικές αρχές λόγω του προπονητή της, Ιγκόρ Κοκόσκοφ».