Η πορεία της εθνικής μας Ελλάδος στο φετινο Eurobasket και η αντιμετώπισή της από τα εγχώρια ΜΜΕ θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό όσα περνάει η εθνικής Αγγλίας του ποδοσφαίρου στις μεγάλες διοργανώσεις.

Το φετινό Eurobasket δεν εξελίσσεται ιδανικά για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, το οποίο εξασφάλισε την πρόκριση στη φάση των νοκ άουτ, που διεξάγεται στην Κωνσταντινούπολη, την τελευταία αγωνιστική με τη νίκη κόντρα στην αδύναμη Πολωνία. Έτσι, τερμάτισε στην τέταρτη θέση του ομίλου πίσω από Σλοβενία, Φιλανδία και Γαλλία προκαλώντας αρνητικά σχόλια και έντονη κριτική με τις εμφανίσεις της.

Συνεπώς, αυτή η προβληματική εικόνα που παρουσιάζει η γαλανόλευκη ομάδα δεν μας δίνει τη δυνατότητα να αισιοδοξούμε για την επικείμενη νοκ άουτ αναμέτρηση με τη Λιθουανία, η οποία θεωρείται το φαβορί για την πρόκριση στους “8” καλύτερους της διοργάνωσης. Όλες οι ενδείξεις προοικονομούν μία ακόμη αποτυχία της εθνικής μας Ελλάδος, καθώς οι πιθανότητες να μείνει εκτός της ζώνης των μεταλλίων για όγδοη συνεχόμενη χρονιά είναι συντριπτικά υπέρ της.

Και κάπου εδώ έρχεται η η σύγκριση με την εθνική Αγγλίας του ποδοσφαίρου. Όσο παράλογη και αν ακούγεται μία τέτοια σύγκριση τόσο πολλές αναλογίες παρουσιάζουν οι δύο αυτές ομάδες στο σύνολό τους.

Η κυριότερη ομοιότητα σχετίζεται με την αντιμετώπιση των εγχώριων ΜΜΕ προς τα αντιπροσωπευτικά τους συγκροτήματα στις παραμονές κάθε μεγάλης διοργάνωσης. Ειδικότερα, τόσο τα αγγλικά όσο και τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης καλλιεργούν ένα κλίμα υπερβολικών προσδοκιών σχετικά με την πορεία των εθνικών ομάδων σε αυτές τις διοργανώσεις υπερεκτιμώντας πάντοτες τις πραγματικές δυνατότητες του υλικού. Έτσι, ανεβάζουν τον πήχη υπερβολικά για να διαψευστούν με τον χειρότερο τρόπο μετά από το τέλος κάθε διοργάνωσης. Ως εκ τούτου, η θέσπιση μη ρεαλιστικών στόχων από τα εκάστοτε ΜΜΕ και η μη υλοποίησή τους δημιουργεί μεγαλύτερη απογοήτευση από την αρμόζουσα και φέρνει εντονότερη και πιο άδικη κριτική προς τους παίκτες και το επιτελείο.

Αναζητώντας τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς δεν μπορεί να αποδοθεί κάποια εκούσια πρόθεση των δημοσιογράφων να βλάψουν τις εθνικές τους ομάδες. Αντιθέτως, είναι τέτοια η αγάπη των ανθρώπων αυτών για επίσημες αγαπημένες τους που τους ωθεί να βλέπουν ένα μισοάδειο ποτήρι ως μισογεμάτο. Στην Αγγλία για παράδειγμα που το ποδόσφαιρο είναι ο Θεός τους και υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι το αγγλικό πρωτάθλημα είναι το καλύτερο με διαφορά από το δεύτερο, οι Άγγλοι δημοσιογράφοι αδυνατούν μέχρι και σήμερα να δεχτούν ότι η τελευταία τους επιτυχία ήρθε το μακρινό 1996, με την κατάκτηση του Μουντιάλ που διοργανώθηκε στην έδρα τους. Αντίστοιχα, στην χώρα μας η πλειοψηφία των Ελλήνων δημοσιογράφων που έχουν γευτεί πολύ περισσότερες επιτυχίες από τους Άγγλους με την επίσημη αγαπημένη μας, συνεχίζουν να τρέφονται με τις αναμνήσεις του παρελθόντος αγνοώντας ασυνείδητα τα τωρινά αγωνιστικά δεδομένα.

Επομένως, παίκτες με συγκεκριμένο ταβάνι βαπτίζονται ηγέτες και καλούνται να μπουν στα παπούτσια του Διαμαντίδη και του Σπανούλη  ή αντίστοιχα του Σερ Μπόμπι Τσάρλτον και του Μπόμπι Μουρ. Η διαφορά, όμως, αυτών των παικτών με τον Μάντζαρη, τον Καλάθη, τον Ντέλε Άλι και τον Χάρι Κέιν είναι ότι οι τελευταίοι δεν έχουν αποδείξει μέχρι σήμερα ότι μπορούν να κουβαλήσουν στις πλάτες τους, τους συλλόγους στους οποίους αγωνίζονται. Δεν έχουν μάθει δηλαδή να κάνουν τη διαφορά όταν η μπάλα καίει, ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τους αδιαμφισβήτητα καλούς παίκτες των δύο εθνικών ομάδων με τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές και καλαθοσφαιριστές.

Το συγκεκριμένο άρθρο δεν προσπαθεί σε καμία περίπτωση να υποτιμήσει την αξία των καλαθοσφαιριστών της επίσημης μας αγαπημένης και ούτε επιθυμεί να μειώσεις τις αντίστοιχες δυνατότητες των παικτών των “λιονταριών”. Η ιστορία, όμως, δε λέει ποτέ ψέματα και έχει αποδείξει ότι ο πήχης τοποθετείται πολύ ψηλά σε σχέση με αυτό που προστάζει η ψυχρή πραγματικότητα.

Για του λόγου το αληθές ας πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα της εθνικής Αγγλίας στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Γαλλίας, το 2016. Παραμονές της διοργάνωσης τα αγγλικά ταμπλόιντ έγραφαν για την πιο ταλαντούχα εθνική ομάδα που παρατάσσεται σε μεγάλη διοργάνωση μετά από αυτή του 2006, στο Μουντιάλ της Γερμανίας. Δε δίστασαν, μάλιστα, να την τοποθετήσουν στα φαβορί για την κατάκτηση του τουρνουά. Ο απολογισμός ήταν τραγικός, με τα “λιοντάρια” να μετράνε 1 νίκη και δύο ισοπαλίες στους ομίλους και έναν οδυνηρό αποκλεισμό από την Ισλανδία με 2-1 στη φάση των “16”. Σε αυτή την αναμέτρηση, μάλιστα, αναδείχθηκε απλόχερα το έλλειμμα ηγεσίας που χαρακτηρίζει τα “λιοντάρια”, τα οποία έμοιαζαν να έχουν αποδεχθεί τη μοίρα τους και κυκλοφορούσαν τη μπάλα γύρω από την αντίπαλη περιοχή για ολόκληρο το δεύτερο ημίχρονο.

Αντίστοιχα στο φετινό Eurobasket και παρά την απουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο η κουβέντα για ένα μετάλλιο βρισκόταν στην καθημερινότητά μας. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήρθε να μας διαψεύσεις καθώς σε 3 αναμετρήσεις με Γαλλία, Σλοβενία και Φιλανδία συνοψίστηκε άριστα το πρόβλημα της γαλανόλευκης ομάδας. Πέρα από τα αμυντικά προβλήματα, το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κατόρθωσε να πλησιάσει σε 3 μεγάλες ανατροπές αλλά σε ισάριθμες περιπτώσεις αποχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι. Σε τέτοια παιχνίδια αναδεικνύονται οι ηγετικές φυσιογνωμίες αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ στα γήπεδα της Φιλανδίας με τις κακές και βιαστικές επιλογές να χαρακτηρίζουν το παιχνίδι μας στις κρίσιμες ώρες των συγκεκριμένων αναμετρήσεων.

Συνοψίζοντας, είναι πασιφανές ότι από τις δύο εθνικές ομάδες λείπουν οι σταθερές και οι καθοδηγητές που θα σου δώσουν μία αίσθηση ασφάλειας και αυτοπεποίθησης στους υπόλοιπους παίκτες. Είναι καθήκον, λοιπόν, των εκάστοτε δημοσιογράφων να μην παρασύρονται από τα συναισθήματα τους για τα αντιπροσωπευτικά τους συγκροτήματα και να αντιμετωπίζουν τα δεδομένα με απόλυτη ψυχρότητα προκειμένου να αποφευχθεί η καλλιέργεια ψευδών προσδοκιών που το μόνο που προσφέρει είναι επιπρόσθετη πίεση στους παίκτες που εκπροσωπούν τις χώρες τους.