Η εθνική Ισπανίας βροντοφώναξε παρών μετά την εμφατική της νίκη επί της εθνικής Ιταλίας με 3-0, βάζοντας το όνομά της δίπλα στα φαβορί για την κατάκτηση του επικείμενου Μουντιάλ της Ρωσίας.

Οι προκριματικές διαδικασίες ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων και Παγκοσμίων Κυπέλλων σπάνια προσφέρουν τη δυνατότητα εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων λόγω του χάσματος δυναμικότητας των ομάδων που συμμετέχουν στη διαδικασία των ομίλων. Συνήθως, μάλιστα, αποτελεί αγγαρεία η παρακολούθηση τέτοιου είδους αναμετρήσεων, καθώς είτε είναι ανάξιες κριτικής λόγω της χαώδους διαφοράς ποιότητας που χωρίζουν τις ομάδες είτε είναι βαρετές λόγω του παιχνιδιού σκοπιμότητας που επιλέγει να υπηρετήσει η φανερά κατώτερη αγωνιστικά εθνική ομάδα.

Ωστόσο, η αναμέτρηση ανάμεσα στην εθνική Ισπανίας και την εθνικής Ιταλίας στο “Σαντιάγο Μπερναμπέου” με φόντο την πρωτιά στον όμιλο μόνο τέτοια υπόθεση δεν ήταν, αποτελώντας την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Εξάλλου, όλες οι ενδείξεις παραμονές της αναμέτρησης μας προϊδέαζαν για μία σύγκρουση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων φιλοσοφιών. Από τη μία πλευρά, η περιβόητη σε βαθμό εμμονής για την λατρείας της για κατοχή της μπάλας “φούριας ρόχας” απέναντι στην σκληροπυρηνική και λάτρη της άμυνας και των κόντρα επιθέσεων “σκουάντρα τζούρα”. Έτσι, στηθήκαμε πίσω από την τηλεόραση για να μπορέσουμε να εξάγουμε κάποια ασφαλή συμπεράσματα γύρω από την ισορροπία δυνάμεων που έχει σχηματιστεί αυτή τη στιγμή στη διεθνή ποδοσφαιρική σκηνή.

Το αποτέλεσμα και η δίκαιη, εμφατική νίκη των γηπεδούχων με 3-0 μας ενθουσίασε, διότι αντικρίσαμε ξανά μπροστά στα μάτια μας την αναγέννηση της εθνικής Ισπανίας που πρωταγωνιστούσε σε κάθε διεθνή διοργάνωση από το 2008 έως το 2014 αλλά είχε χάσει λίγη από τη λάμψη και τη φρεσκάδα της τα τελευταία χρόνια.

Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα του Χουλέν Λοπετέγκι έπιασε από το λαιμό την ομάδα του Τζιακόμο Βεντούρα και την έπνιξε ποδοσφαιρικά με την ποιότητα της. Από το πρώτο λεπτό της αναμέτρησης, οι Ισπανοί μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο με την πρόθεση να πιέσουν ψηλά την αντίπαλο τους, με 7 και 8 παίκτες μπροστά από τη μεσαία γραμμή να ενοχλούν τους Ιταλούς σε κάθε προσπάθειά τους να κάνουν παιχνίδι από πίσω. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα πολλά τυφλά διωξίματα από το κέντρο της άμυνας αλλά και τον αποσυντονισμό δύο εκ των κορυφαίων διαχρονικά παικτών των “ατζούρι”.

Αρχικά, του Μπονούτσι ο οποίος δεν μπόρεσε ποτέ να βοηθήσει στην ανάπτυξη της ομάδας του από το κέντρο της άμυνας κάτι που τον επηρέασε στα αμυντικά του καθήκοντα. Ειδικότερα, το πρώτο γκολ των γηπεδούχων προήλθε από δικό του μαρκάρισμα έξω από την περιοχή πάνω στον ταχύτατο Ασένσιο, τον οποίο δεν μπορούσε να ανακόψει διαφορετικά. Παράλληλα, στο τρίτο γκολ του Μοράτα, ο στόπερ της Μίλαν φέρει σημαντική ευθύνη, καθώς δεν μπόρεσε να ανακόψει την πορεία της μπάλας της σέντρας του Σέρχιο Ράμος, ο οποίος είχε φτάσει μέχρι την αντίπαλη περιοχή. Σε πολύ κακή βραδιά βρέθηκε επίσης και ο πορτιέρο της Γιουβέντους, Τζιανλουίτζι Μπουφόν, ο οποίος αναγκάστηκε να στείλει δύο μπάλες στις κερκίδες προϊόν της πίεσης ψηλά των Ισπανών ενώ κινδύνευσε ακόμα να υποπέσει σε ασύλληπτη γκάφα μετά από ένα γύρισμα του Βεράτι προς την εστία. Στα αρνητικά της εμφάνισής του συγκαταλέγεται και η καθυστερημένη αντίδραση στην απευθείας εκτέλεση φάουλ του Ίσκο που κατέληξε στα δίχτυα.

Επιστρέφοντας, όμως, στα θετικά της εμφάνισης της πρωταθλήτριας κόσμου του 2010 δε μπορούμε να μην σταθούμε στην σεμιναριακή κατοχή της μπάλας, με την οποία εκνεύρισε και κούρασε την εθνική Ιταλίας. Η “φούριας ρόχας” διαθέτει τους καλύτερους χειριστές της μπάλας στον κόσμο στα πρόσωπα των Μπουσκέτς, Ινιέστα, Σίλβα, Ασένσιο και Ίσκο, με συνέπεια να “βγάλει τη γλώσσα” των παικτών της εθνικής Ιταλίας, οι οποίοι από ένα σημείο και μετά σταμάτησαν να προσπαθούν να αναχαιτίσουν το passing game των αντιπάλων τους.

Από το συγκεκριμένο κείμενο, φυσικά, δε θα μπορούσε να λείπει μία αναφορά στο απόλυτο πρωταγωνιστή της αναμέτρησης. Συγκεκριμένα, η “φούριας ρόχας” μετά την αποχώρηση του Τσάβι Ερνάντεζ από την εθνική ομάδα έψαχνε τον αντικαταστάτη του και από ότι φάνηκε τον βρήκε στο πρόσωπο του πιο αναζωογονημένου ποδοσφαιριστή της Ρεάλ Μαδρίτης, τον Ίσκο. O 25χρονος ποδοσφαιριστής όχι μόνο πέτυχε δύο σπάνιας ομορφιάς τέρματα αλλά έφτιαξε δύο ακόμη καλές ευκαιρίες για τον Μοράτα και τον Άλμπα, συνδυάζοντας την εκτέλεση με τη δημιουργία. Από το ρεπερτόριο του δεν έλειψε ούτε η αποτύπωση στον αγωνιστικό χώρο της αδιανόητης τεχνικής του κατάρτισης, της οποίας θύμα έπεσε επανειλημμένως το μηχανάκι της μεσαίας γραμμής της Παρί Σεν Ζερμέν, Μάρκο Βεράτι.

Τέλος, τα εύσημα πρέπει να πάνε και στον τεχνικό της εθνικής Ισπανίας, Χουλέν Λοπετέγκι, ο οποίος επέλεξε ένα ευέλικτο σχήμα χωρίς την παρουσία κάποιου βαρβάτου φορ, όπως ο Άλβαρο Μοράτα. Έτσι, προκάλεσε σύγχυση στην ιταλική άμυνα, η οποία δεν γνώριζε ποιον ποδοσφαιριστή να μαρκάρει πρώτο λόγω της συνεχής εναλλαγής θέσεων των Ίσκο, Ασένσιο, Σίλβα και Ινιέστα στην κορυφή της επίθεσης.  Οι συγκεκριμένοι 4 ποδοσφαιριστές είχαν ελεύθερο ρόλο μέσα στον αγωνιστικό χώρο και μπόρεσαν να συνδυαστούν άψογα για να πληγώσουν την περίφημη ιταλική άμυνα. Είναι, άλλωστε, τέτοια η ποιότητα της δις πρωταθλήτριας Ευρώπης στις τρεις τελευταίες διοργανώσεις, που δίνει τη δυνατότητα στον προπονητής της να παρατάξει σχήμα χωρίς επιθετικό και να είναι εξίσου και ίσως ακόμα περισσότερο επικίνδυνη.

Στην αντίπερα όχθη η “σκουάντρα ατζούρα” παρουσιάστηκε απογοητευτική και κατώτερη των περιστάσεων. Μπορεί η διαφορά ποιότητας των δύο ομάδων να ήταν δεδομένη κάτι που φάνηκε στον μονοδιάστατο τρόπο ανάπτυξης από τις πτέρυγες αλλά η κριτική που ασκείται στον Τζιακόμο Βεντούρα και την ομάδα του έχει να κάνει με την διαχείριση του αγώνα και την μη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της. Ειδικότερα, η απουσία του Κιελίνι άφησε ένα μεγάλο κενό στην άμυνα των Ιταλών, η οποία δε “δάγκωνε”, όπως συνήθως, κάτι που επηρέασε το γενικότερο μαχητικό πνεύμα που χαρακτηρίζει αυτή την ομάδα. Η τετράδα στα μετόπισθεν σε συνδυασμό με την κακή εμφάνιση του Μάρκο Βεράτι άφησε απροστάτευτη την εστία του Μπουφόν, ο οποίος δεν πρόσφερε την αίσθηση ασφάλειας του πρόσφατου και όχι μόνο παρελθόντος.

Αρνητικό πρόσημο παίρνει και ο Τζιακόμο Βεντούρα, ο οποίος δε μπόρεσε να διαχειριστεί το παιχνίδι μετά το πρώτο γκολ που δέχθηκε η ομάδα του. Αν και περιμέναμε άπαντες να αντικρίσουμε την Ιταλία με τα δύο φορ της να πιέζει ψηλά με μεγάλη συχνότητα, κάτι τέτοιο έγινε σε ελάχιστες περιπτώσεις ακόμα και όταν οι “ατζούρι” δεν είχαν να χάσουν τίποτα ευρισκόμενοι με 2 τέρματα στην πλάτη τους. Έτσι, οι Ισπανοί πέρασαν αναίμακτα ένα ολόκληρο δεύτερο 45λεπτο κυκλοφορώντας ανενόχλητοι τη μπάλα ανάμεσα στις γραμμές και διασκεδάζοντας τους εαυτούς τους απαλλαγμένοι πια από το άγχος του αποτελέσματος.

Συμπερασματικά, ως φίλοι του ποδοσφαίρου και του καλού θεάματος κρατάμε την γεμάτη εμφάνιση που πραγματοποίησε η εθνική Ισπανίας βάζοντας το όνομά της δίπλα στη λίστα με τα φαβορί για την κατάκτηση του επικείμενου Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ρωσίας. Σε αυτήν συγκαταλέγεται και η αίσθηση κυριαρχίας (πατάει με σιγουριά στα πόδια της) που φαίνεται ότι έχει επιστρέψει για τα καλά στο ισπανικό στρατόπεδο. Ωστόσο, θέλουμε να ξεχάσουμε την απογοητευτική εμφάνιση της εθνικής Ιταλίας, η οποία κόντρα στον δυνατότερο αντίπαλο του ομίλου επιβεβαίωσε την άποψη ότι υπολείπεται ακόμα κάποιων αρετών προκειμένου να ανταγωνιστεί τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία.