Η εθνική Ελλάδος μπορεί να έφυγε ικανοποιημένη από τη Ζένιτσα αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τα επιθετικά της προβλήματα πρέπει να κρυφθούν κάτω από το χαλάκι.

H εθνική Ελλάδος πήρε ένα βαθμό από χρυσάφι στη Ζένιτσα μετά τη λευκή ισοπαλία (0-0) απέναντι στη Βοσνία σε μία έδρα που δεν αποδείχθηκε τελικά όσο εχθρική θα πίστευε κάποιος παραμονές της αναμέτρησης. Με αυτόν τον τρόπο, κρατά την τύχη της πρόκρισης σε μεγάλο βαθμό στα χέρια της, καθώς κατοικεί μόνη της στη δεύτερη θέση του ομίλου, ένα πόντο μπροστά από τη Βοσνία. Αυτή η ισοπαλία σε κάθε περίπτωση λειτουργεί ευεργετικά και για την αυτοπεποίθηση του συνόλου του Μίχαελ Σκίμπε, το οποίο έχει ανάγκη να θυμηθεί πώς είναι να παίρνεις αποτελέσματα στης αναμετρήσεις με μεγάλο διακύβευμα.

Το επίτευγμα αυτό έχει μεγαλύτερη αξία αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Γερμανός τεχνικός παρέταξε την ομάδα με κύριο στόχο μία ισοπαλία χωρίς τέρματα. Εξάλλου και ο ίδιος ο Σκίμπε με δηλώσεις του παραμονές του αγώνα είχε διασαφηνίσει ότι και ο βαθμός είναι ευπρόσδεκτος. Έτσι, επέλεξε να παρατάξει τη γαλανόλευκη ομάδα με ισορροπημένο σχηματισμό (4-2-3-1) επιλέγοντας για τη στελέχωση της μεσαίας γραμμής, δύο μέσους χωρίς ιδιαίτερες δημιουργικές ικανότητες. Ειδικότερα, επέλεξε τον Ζέκα, ο οποίος τον έβγαλε ασπροπρόσωπο διανύοντας ατελείωτα χιλιόμετρα και πραγματοποιώντας πολλά κοψίματα βγάζοντας εκτός παιχνιδιού ουσιαστικά τον Μίραλεμ Πιάνιτς, ο οποίος σπάνια πλησίαζε την περιοχή του Καρνέζη. Το Πορτογάλο μέσο, πλαισίωσε ο Τζιόλης, ο οποίος αν και δε βοήθησε καθόλου στο δημιουργικό τομέα πρόσφερε πολύτιμες βοήθειες στην ελληνική άμυνα κρατώντας τη θέση του μπροστά από αυτήν.

Όσον αφορά τη τετράδα της άμυνας, παίρνει πολύ καλό βαθμό, καθώς τόσο ο Μανωλάς όσο και ο Παπασταθόπουλος, βγήκαν νικητές στις περισσότερες μονομαχίες με τον Τζέκο στον αέρα και στο έδαφος. Παράλληλα, Σταφυλίδης και Τοροσίδης απέτρεψαν τις περισσότερες σέντρες από τις πλευρές τους θυσιάζοντας μεγάλο τμήμα του επιθετικού τους παιχνιδιού. Μοναδικό μελανό σημείο της ελληνικής αμυντικής λειτουργίας στην αναμέτρηση ήταν η έλλειψη ενέργειας που παρουσίασε στα τελευταία λεπτά του παιχνιδιού με συνέπεια να χρειαστούν 2 πολύ καλές επεμβάσεις του Ορέστη Καρνέζη για να διατηρηθεί ανέπαφη η ελληνική εστία.

Μέχρι εδώ όλα κύλησαν άψογα για την ελληνική ομάδα. Ωστόσο, στο ποδόσφαιρο υπάρχει και η επίθεση. Δυστυχώς, όμως, το ελληνικό αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα όσο αξιόπιστο είναι αμυντικά τόσο φτωχό από ιδέες είναι στην άλλη πλευρά του γηπέδου κάτι που αποδείχθηκε και κόντρα στη Βοσνία.

Η εθνική Ελλάδος μπορεί να είχε την κατοχή της μπάλας αλλά αυτή δεν έχει καμία ουσία όταν η μοναδική φάση του αγώνα προέρχεται από κόντρα επίθεση. Το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα αν και είχε συχνά τη μπάλα στα πόδια του δε μπορούσε ούτε καν να περάσει τη μπάλα στους μέσους για να προωθήσουν από εκεί το παιχνίδι στον Μήτρογλου. Τόσο ο Ζέκα όσο και ο Τζιόλης δε διαθέτουν την ποιότητα για να κουβαλήσουν τη μπάλα και να περάσουν κάθετες μπάλες με αποτέλεσμα ο Φορτούνης να αναγκάζεται συχνά να φτάνει μέχρι τα στόπερ μας για να γίνει κάτοχος της μπάλας. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αδειάζει μία θέση στην επίθεση και γίνεται μία τρύπα στο νερό, καθώς ο άσος του Ολυμπιακού σπάνια την προωθεί στο επιθετικό μισό του γηπέδου με συνέπεια να αναλωνόμαστε σε ανούσιες παράλληλες πάσες στην άμυνα.

Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση η μπάλα έφτανε στα άκρα της επίθεσης και κατέληγε σε μία σέντρα, η οποία αποτελούσε βούτυρο στο ψωμί των αντίπαλων αμυντικών. Και εδώ βρίσκεται το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της εθνικής Ελλάδος. Η έλλειψη πραγματικών εξτρέμ κάνει προβλέψιμους τους Έλληνες διεθνείς, οι οποίοι δεν οδηγούνται σε καταστάσεις ενός εναντίον ενός για να δημιουργήσουν υπεραριθμίες. Σε αυτό, φυσικά, δεν ευθύνεται ο Σκίμπε, ο οποίος λόγω της ένδειας Ελλήνων ακραίων επιθετικών, έχει “βαφτίσει” εξτρέμ τον Μάνταλο και τον Μπακασέτα, οι οποίοι δεν έχουν την ταχύτητα για να ανταποκριθούν στις ιδιαιτερότητες της θέσης.

Η ευθύνη του τεχνικού του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος έγκειται στην έλλειψη πλάνου παιχνιδιού όταν έχουμε τη μπάλα στα πόδια μας. Στην αναμέτρηση με τη Βοσνία, αντικρίσαμε πολλάκις τον Καρνέζη, του κεντρικούς μας αμυντικούς και τους μέσους να απομακρύνουν στα τυφλά τη μπάλα. Δε στόχευαν τον Μήτρογλου έτσι ώστε να εξελιχθεί γρήγορα το επιθετικό τρανζίσιον. Επιπλέον, εξίσου εκνευριστικό αποτελεί το γεγονός ότι όταν εκδηλώνεται μία κόντρα επίθεση ο Έλληνας κάτοχος της μπάλας μοιάζει απελπιστικά μόνος και χωρίς βοήθειες. Τη μοναδική φορά που δε συνέβη αυτό κατορθώσαμε με λίγες πάσες με μία επαφή να πραγματοποιήσουμε τη μοναδική μας φάση στον αγώνα με τον Μάνταλο να σουτάρει απογοητευτικά άουτ.

Αυτή η χαμένη ευκαιρία ίσως αποδειχθεί τεράστια στην οικονομία του ομίλου και γι΄αυτό το λόγο οι Ελληνες διεθνείς θα πρέπει να γνωρίζουν πριν πάρουν τη μπάλα τι να κάνουν με αυτή, διότι δε θα τους δίνονται πολλές τέτοιες ευκαιρίες μέσα σε ένα 90λεπτο.

Όσον αφορά τη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι αν και βρισκόμαστε σε θέση ισχύος, ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει τίποτα στον όμιλο, καθώς μπορούμε να τερματίσουμε από την πρώτη μέχρι την τρίτη θέση. Στις εναπομείναντες 4 αγωνιστικές, το πρόγραμμα ίσως να ευνοεί λίγο περισσότερο τους Βόσνιους, οι οποίοι αγωνίζονται την προτελευταία αγωνιστική με το Βέλγιο που ενδεχομένως να είναι αδιάφορο. Παρ΄όλα αυτά, αν καταφέρουμε και πάρουμε τη νίκη απέναντι στους “κόκκινους διαβόλους” στο Γ. Καραϊσκάκης, τότε ενδέχεται να πάρουμε ακόμα και την απευθείας πρόκριση στην τελική φάση του Μουντιάλ της Ρωσίας, με την υποσημείωση ότι θα έχουμε προηγουμένως κάνει το καθήκον μας απέναντι στις λεγόμενες ομάδες “σάκος του μποξ”. Για να συμβεί αυτό, όμως, θα χρειαστεί πρώτον να εκτελέσουμε με χειρουργική ακρίβεια τις λιγοστές φάσεις που θα πέσουν στα πόδια μας και δεύτερον να συνεχίσει η άμυνά μας να λειτουργεί αρμονικά χωρίς σκαμπανεβάσματα.