Η Λίβερπουλ τη φετινή σεζόν αποτελεί ό,τι πιο κοντινό στην ποδοσφαιρική έκδοση του Ρομπέν των Δασών.

To απόγευμα της Κυριακής (24/4) οι φίλοι της Λίβερπουλ αποχώρησαν από το “Άνφιλντ” για μία ακόμη φορά με διάχυτο το αίσθημα της απογοήτευσης και του εκνευρισμού μετά τη δεύτερη εντός έδρας ήττα μέσα στη σεζόν στην Πρέμιερ Λιγκ από την Κρίσταλ Πάλας με 2-1. Αυτή ήταν η τρίτη συνεχόμενη αγωνιστική περίοδος που οι “αετοί” απέδρασαν με το τρίποντο από το “Άνφιλντ”, κάτι που είχε πετύχει τελευταία φορά η Τσέλσι το 2005.

Αυτή η νίκη, μάλιστα, ήταν η πρώτη στην προπονητική καριέρα του Σαμ Αλαρντάις επί των “κόκκινων”, ένα τρίποντο που ουσιαστικά εξασφάλισε την παραμονή της Πάλας στη μεγάλη κατηγορία, καθώς βρέθηκε 7 βαθμούς μακριά από την επικίνδυνη ζώνη, 5 αγωνιστικές πριν το πέσιμο της καρό σημαίας.

Όσον αφορά την αρμάδα του Γιούργκεν Κλοπ η χθεσινή ήττα ήρθε να υπενθυμίσει για μία ακόμη φορά στους φίλους της ομάδας να μη βάζουν το πήχη ψηλά διότι όσο εύκολα μπορεί να χτίσει κάτι η συγκεκριμένη ομάδα τόσο εύκολα μπορεί να το γκρεμίσει. Ειδικότερα, η Λίβερπουλ κατάφερε κόντρα σε μία ακόμη θεωρητικά αδύναμη αντίπαλο να πετάξει στα σκουπίδια τους βαθμούς που με τόσο κόπο και ιδρώτα είχε κερδίσει με τους “μεγάλους” της Πρέμιερ Λιγκ.

Ο συγκεκριμένος ιός έχει εισέλθει στον οργανισμό της Λίβερπουλ εδώ και αρκετά χρόνια αλλά τη φετινή σεζόν τα συμπτώματα της ασθένειας είναι ακόμη πιο οφθαλμοφανή επειδή έρχονται σε αντίθεση με τις αισιόδοξες προσδοκίες που δημιούργησε το δυναμικό ξεκίνημα της ομάδας στην αρχής της αγωνιστικής χρονιάς. Χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι οι “κόκκινοι” πάσχουν από υπερβολικό αλτρουισμό, καθώς σαν άλλος “Ρομπέν των Δασών”, κλέβουν τους βαθμούς από τους “μεγάλους” της Πρέμιερ Λιγκ και τους επιστρέφουν στους “φτωχούς” οι οποίοι παλεύουν για τη σωτηρία τους.

Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με τη βαθμολογία έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μετά το πέρας 34 αγωνιστικών η Λίβερπουλ έχει συλλέξει 51 βαθμούς κόντρα σε ομάδες της πρώτης δεκάδας όντας αήττητη σε 20 αναμετρήσεις (15 νίκες, 5 ισοπαλίες). Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η εικόνα κόντρα σε αντιπάλους της δεύτερης δεκάδας της βαθμολογίας, αφού σε 13 αγώνες έχει μαζέψει 14 βαθμούς μετρώντας 4 νίκες, 3 ισοπαλίες και 6 ήττες.

Πηγαίνοντας πίσω από τους αριθμούς δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς την πηγή του προβλήματος για τους ρεντς. Η ομάδα του Γιούργκεν Κλοπ έχει φτιαχτεί για να “πνίγει” τον αντίπαλό της με το ρυθμό της, το συνεχές τρέξιμο από τη μεσαία γραμμή και μπροστά και το ασταμάτητο πρέσινγκ στα πρώτα 5 δευτερόλεπτα μετά την απώλεια της κατοχής. Μεσοεπιθετικά οι “κόκκινοι” είναι πυραυλοκίνητοι με τους Μανέ, Κουτίνιο, Χέντερσον, Φιρμίνο και Λαλάνα να είναι ικανοί να τιμωρήσουν το κάθε αντίπαλο στην κόντρα επίθεση όταν βρουν κενούς χώρους.

Ωστόσο, κατά κύριο λόγο οι Big 7 συμπεριλαμβανομένης και της Έβερτον αρέσκονται στο να έχουν τη μπάλα στην κατοχή τους με συνέπεια τα ενδεχόμενα λάθη τους να δίνουν τη δυνατότητα στους “κόκκινους” να τρέξουν στους ανοιχτούς χώρους.  Έτσι, είναι εύλογη η ανωτερότητα της Λίβερπουλ κόντρα στους “μεγάλους”, καθώς οι αντίπαλοί τους ανεβάζουν ψηλά τις γραμμές τους με αποτέλεσμα αυτό να αποτελεί βούτυρο στο ψωμί των ταχύτατων παικτών του Κλοπ.

Αντίθετα, οι ομάδες των χαμηλών στρωμάτων της βαθμολογίας δε μπορούν και δε θέλουν να αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων με συνέπεια να περιμένουν τους “κόκκινους” στο δικό τους αμυντικό μισό γήπεδο, όπως έπραξε άλλωστε και η Κρίσταλ Πάλας, η οποία αμυνόταν με διπλή ζώνη άμυνας σε σχηματισμό 4-5-1. Αυτό περιορίζει τη Λίβερπουλ σε παιχνίδι παράλληλης κυκλοφορίας της μπάλας καθιστώντας την ακίνδυνη μπροστά από την αντίπαλη εστία, όπως αποδείχτηκε και στη χθεσινή αναμέτρηση (24/4) στην οποία ολοκλήρωσε το παιχνίδι με μία τελική στο στόχο.

Αυτό, όμως είναι μόνο το μισό μέρος του προβλήματος, καθώς το υπόλοιπο βαραίνει σε μεγάλο βαθμό το Γερμανό τεχνικό και την τυφλή του εμπιστοσύνη στο έμψυχο δυναμικό που παρέλαβε από τον προκάτοχό του. Συγκεκριμένα, η επιλογή του Κλοπ να μην επενδύσει πολλά χρήματα στην περσινή καλοκαιρινή μεταγραφική περίοδο επιλέγοντας κατά κύριο λόγο να βελτιώσει το υπάρχον ρόστερ αν και σε ένα πρώτο επίπεδο τον δικαίωσε στη συνέχεια τον τιμώρησε καθώς αναδείχθηκε η έλλειψη βάθους στον πάγκο της ομάδας. Οι σοβαροί τραυματισμοί των Χέντερσον, Λαλάνα και Μανέ, προϊόν και του βαθμούς έντασης των προπονήσεων του Γερμανού, φανέρωσαν σε μεγάλο βαθμό την έλλειψη ποιοτικών επιλογών ικανών να γυρίσουν ένα παιχνίδι προερχόμενοι από τον πάγκο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ήττα από την Πάλας, καθώς ο μέσος όρος ηλικίας των ποδοσφαιριστών της Λίβερπουλ που παρακολουθούσαν το παιχνίδι από τον πάγκο έφτανε μόλις τα 20 έτη με τον 24χρονο Μορένο, να αποτελεί το γηραιότερο. Μπορεί, λοιπόν, να είναι ευχάριστη η παρουσία νεαρών παικτών στο έμψυχο δυναμικό του συλλόγου αλλά η ηλικία τους δε συνοδεύεται από τα απαραίτητα λεπτά συμμετοχής που μπορούν να προσφέρουν εμπειρία και νοοτροπία νικητή μέσα στον αγωνιστικό χώρο έτσι ώστε να αλλάξει η ροή ενός παιχνιδιού.

Τέλος, η αδυναμία των “κόκκινων” να εξασφαλίσουν βαθμούς κόντρα σε θεωρητικά αδύναμες ομάδες οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στο μονομερές στυλ παιχνιδιού της ομάδας που έχει σχεδιάσει από το περσινό καλοκαίρι ο Γιούργκεν Κλοπ. Ειδικότερα, σε τέτοιες αναμετρήσεις, στις οποίες η κυκλοφορία της μπάλας δεν είναι αρκετή και οι ατομικές ενέργειες εκλείπουν η Λίβερπουλ φαίνεται να μην έχει εναλλακτικό πλάνο. Και όταν αναφερόμαστε σε εναλλακτικό πλάνο εννοούμε την παραδοσιακή συνταγή των γεμισμάτων με στόχο το κεφάλι ενός ψηλού επιθετικού που μπορεί να κάνει τη διαφορά σε τέτοια παιχνίδια, όπως πραγματοποιεί σε πολλά της παιχνίδια η Γιουνάιτεντ του Μουρίνιο εκμεταλλευόμενη το ύψος των Ζλάταν και Φελαϊνί.

Εκεί, λοιπόν, έγκειται και το δεύτερο λάθος του πρώην προπονητή της Ντόρτμουντ, ο οποίος επέλεξε να παραχωρήσει τον Κρίστιαν Μπεντέκε στους “αετούς” με συνέπεια ο τελευταίος να τιμωρήσει την παλιά του ομάδα με 2 γκολ φτάνοντας τα 5 κόντρα στους “κόκκινους”. O Βέλγος στράικερ είναι ο καλύτερος κεφαλοσφαιριστής μαζί με τον Ολιβιέ Ζιρού στην Πρέμιερ Λιγκ και θα αποτελούσε μία αξιόπιστη λύση για την Λίβερπουλ σε τέτοιες συνθήκες. Παράλληλα, θα έκανε πιο επικίνδυνους τους “κόκκινους” στις στημένες φάσεις, τις οποίες αφήνουν σχεδόν πάντα αναξιοποίητες καθώς πέρα από τον Μάτιπ δεν υπάρχει κάποιο ψηλό κορμί να γεμίσει την περιοχή.

Φυσικά, όλα αυτά τα γνωρίζει ο Γιούργκεν Κλοπ, ο οποίος είναι βέβαιο ότι τον επόμενο χρόνο του στην Πρέμιερ Λιγκ θα κριθεί πιο αυστηρά από ποτέ καθώς οδεύει στο τρίτο έτος της θητείας του στην Πρέμιερ Λιγκ και έχει μείνει χωρίς τίτλο ενώ κινδυνεύει να απολέσει το εισιτήριο για το Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης σεζόν.