Η ισοπαλία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με 1-1 επί της Έβερτον και ο τρόπος με τον οποίο ήρθε ήταν ένα έργο που έχουν δει πολυπαιγμένο φέτος οι φίλοι των "κόκκινων διαβόλων".

H Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μετά την εκτός προγράμματος εντός έδρας λευκή ισοπαλία με την Γουέστ Μπρομ το προηγούμενο Σάββατο (1/4) δεν κατόρθωσε για δεύτερο συνεχόμενο παιχνίδι μέσα σε λίγες μέρες να κατακτήσει το τρίποντο, αυτή τη φορά κόντρα στην Έβερτον. Ειδικότερα, για 93 λεπτά βρισκόταν πίσω στο σκορ μετά από γκολ του Γιαγκέλκα αλλά μία στιγμή επίδειξης απαράμιλλης αυταπάρνησης από τον Άσλεϊ Γουίλιαμς ανάγκασε τον διαιτητή της αναμέτρησης να καταλογίσει την εσχάτη των ποινών και τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς να ισοφαρίσει στο τελικό 1-1.

Έτσι, οι “κόκκινοι διάβολοι” τη φετινή σεζόν στο “Ολντ Τράφορντ” έχουν κερδίσει μόλις 6 φορές σε 16 παιχνίδια με αποτέλεσμα κάθε ελπίδα για τον τίτλο της Πρέμιερ Λιγκ να εξανεμίζεται χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ωστόσο, η μεγαλύτερη ζημιά σχετίζεται με την διεκδίκηση της εισόδου στην τετράδα, η οποία εξασφαλίζει ένα εισιτήριο για το Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης αγωνιστικής περιόδου. Επομένως, με την Γιουνάιτεντ να υπολείπεται 4 βαθμών της τέταρτης Μάντσεστερ Σίτι και να απομένουν 8 αγωνιστικές για τη λήξη του πρωταθλήματος το πιθανότερο είναι το ευρωπαϊκό εισιτήριο να διεκδικηθεί με καλύτερες αξιώσεις μέσω της κατάκτησης του Γιουρόπα Λιγκ.

Ας επιχειρήσουμε, όμως, να εστιάσουμε στο βασικό συμπέρασμα που εξαγάγαμε από την ισόπαλη αναμέτρηση με την Έβερτον και το οποίο έρχεται να επιβεβαιώσει την προβληματική εικόνα που είχαμε σχηματίσει για την αγωνιστική συμπεριφορά των “κόκκινων διαβόλων” όταν τα παιχνίδια της πηγαίνουν στραβά. Συγκεκριμένα, για μία ακόμη φορά ο αντίπαλος των “κόκκινων διαβόλων” αναγνώρισε το πρόβλημα της ομάδας του Ζοσέ Μουρίνιο να διασπάσει κλειστές άμυνες και οχυρώθηκε στα καρέ του για να υπερασπιστεί τα κεκτημένα.

Έτσι, παρατηρήσαμε το σύνολο του Ρόναλντ Κούμαν στο δεύτερο ημίχρονο να οπισθοχωρεί στην περιοχή του για να αμυνθεί μαζικά πίσω από τη μεσαία γραμμή. Παράλληλα, η Έβερτον ευελπιστούσε να σημειώσει και ένα δεύτερο γκολ σε κάποια κόντρα επίθεση αξιοποιώντας μία ενδεχόμενη συνεργασία ανάμεσα σε Μπάρκλεϊ και Λουκάκου, κάτι που τελικά δε βγήκε ποτέ λόγω της κούρασης του πρώτου και της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του δεύτερου από το κεντρικό αμυντικό δίδυμο.

Ωστόσο, το ζήτημα για μία μεγάλη ομάδα δεν είναι τι πράττει ο αντίπαλός της αλλά πως η ίδια απαντάει στα εμπόδια που της θέτονται. Η φετινή πορεία της Μάντσεστερ έχει αποδείξει ότι ακόμα δεν έχει βρει το αντίδοτο για τη διάσπαση των πολυπρόσωπων αμυνών που οχυρώνονται στο δικό τους αμυντικό μισό. Η εξήγηση πίσω από αυτό βρίσκεται σε 3 παράγοντες. Αρχικά στην έλλειψη ακραίων επιθετικών με έφεση στο ένας εναντίον ενός. Ειδικότερα, εξαιρουμένου του Μχιταριάν, ο οποίος όμως τα “θαλασσώνει” στο τελείωμα, τόσο ο Ράσφορντ, όσο ο Λίνγκαρντ και ο Μαρσιάλ είναι παίκτες που αρέσκονται να τρέχουν με τη μπάλα όταν βρίσκουν κενούς χώρους. Κανείς, όμως από αυτούς τους τρεις δεν έχει την ικανότητα να πλαγιοκοπήσει και να δημιουργήσει ρήγματα από τα άκρα για να δημιουργήσει υπεραριθμίες.

Ο δεύτερος τρόπος για να διασπάσεις μία μαζική άμυνα είναι μέσω κάθετων πασών, ένα στοιχείο που μπορεί να προσφέρει με επάρκεια κατά κύριο λόγο ο Πολ Πογκμπά και κατά δεύτερο λόγο ο Ερέρα. Ωστόσο, στα τελευταία δύο παιχνίδια της Γιουνάιτεντ ο Βάσκος αγωνίστηκε 90 λεπτά λόγω τιμωρίας και ο Γάλλος μέσο μόλις 45 λεπτά λόγω τραυματισμού με συνέπεια η έλλειψη δημιουργίας από τον άξονα να είναι οφθαλμοφανής. Εξάλλου, τόσο ο Φελαϊνί όσο και ο Κάρικ, που τους αναπλήρωσαν, είναι παίκτες που δε διαθέτουν στο ρεπερτόριό τους την κάθετη πάσα με τον πρώτο να φημίζεται περισσότερο για την ικανότητα του στον αέρα και τον δεύτερο για τη συνεκτικότητα που προσφέρει ανάμεσα στις γραμμές και για τις κοντινές ακριβείς του πάσες.

Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με την απίθανη αστοχία αλλά και ατυχία που ταλανίζει τους παίκτες της Γιουνάιτεντ τη φετινή σεζόν. Ειδικότερα, οι “κόκκινοι διάβολοι”, κόντρα στην Έβερτον σημάδεψαν δύο φορές στο δοκάρι και παρόλο που δεν πραγματοποίησαν καθαρές ευκαιρίες τέλειωσαν το παιχνίδι με 18 τελικές προσπάθειες. Σε άλλα παρόμοια παιχνίδια, πάντως, έχασαν ξεκάθαρες ευκαιρίες για γκολ με πρωταγωνιστές τους Ζλάταν, Μχιταριάν, Ράσφορντ, Πογκμπά και Μάτα ενώ αποτελεί φέτος μόνιμη συνθήκη η μετατροπή των αντίπαλων τερματοφυλάκων σε κορυφαίας κλάσης γκολκίπερ. Χαρακτηριστικά πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν ο Ρόμπλες της Έβερτον και ο Φόστερ της Γουέστ Μπρομ ενώ αξιομνημόνευτη έχει μείνει η μυθική απόδοση των 15 αποκρούσεων του γκολκίπερ της Μπέρνλι, Τομ Χίτον τον περασμένο Οκτώβρη.

Αυτή η αδυναμία, λοιπόν, των “κόκκινοι διάβολων” να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονται, εξαντλεί την υπομονή των ποδοσφαιριστών να κυκλοφορήσουν τη μπάλα με συνέπεια να οδηγούνται σε γεμίσματα και σέντρες από κάθε σημείο του γηπέδου, ένα έργο που έχουν δει οι φίλοι της ομάδας χιλιοπαιγμένο τη φετινή σεζόν. Για του λόγου το αληθές κόντρα στα “ζαχαρωτά” η Μάντσεστερ πραγματοποίησε 31 σέντρες, εκ των οποίων μόλις 3 ήταν επιτυχημένες ενώ με αντίπαλο τη Μπέρνλι αυτός ο αριθμός είχε φτάσει τις 38 (5 βρήκαν το στόχο). Γίνεται κατανοητό ότι αυτό το ανορθόδοξο στυλ παιχνιδιού είναι το τελευταίο εναλλακτικό σχέδιο του “Special One”, καθώς πρόκειται για μία τακτική που συνήθως χρειάζεται μεγάλες δόσεις τύχης για να αποφέρει καρπούς, όπως για παράδειγμα μία κακή απομάκρυνση, ένα αυτογκόλ ή μία κεφαλιά ανάμεσα στα θηρία.

Παρ΄όλα αυτά, η συνεχής χρήση του από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε παιχνίδια που δε της πηγαίνουν σύμφωνα με το πλάνο πιστοποιεί και την πίεση που νιώθουν οι παίκτες για το αποτέλεσμα, κάτι που τους στερεί τη δυνατότητα να σκεφτούν με καθαρό μυαλό απορρίπτοντας την ιδέα του ορθολογικού ποδοσφαίρου. Επιπλέον, αναδεικνύει το έλλειμμα ποιοτικών παικτών στα άκρα της επίθεσης, ικανών να δημιουργήσουν ευκαιρίες από μόνοι τους για τους ίδιους αλλά και για τους συμπαίκτες τους.

Καταλήγοντας θεωρώ ότι ο Ζοσέ Μουρίνιο σε αυτή θέση πρέπει να εστιάσει την προσοχή του για την ενίσχυση της ομάδας στο προσεχές μεταγραφικό παζάρι. Αν κοιτάξει, άλλωστε κανείς τις υπόλοιπες διεκδικήτριες του τίτλου θα εντοπίσει το χάσμα ποιότητας που χωρίζει τους ακραίους επιθετικούς της Τσέλσι (Αζάρ, Γουίλιαν), της Λίβερπουλ (Κουτίνιο, Μανέ) της Άρσεναλ (Σάντσεζ) και της Μάντσεστερ Σίτι (Σανέ, Στέρλινγκ) με αυτούς των “κόκκινων διαβόλων”.